Ο Πλούταρχος αποδίδει στον Μακεδόνα στρατηλάτη την ίδρυση εβδοµήντα πόλεων και για τους πιο γνώστες προτείνει ως πιθανά σηµεία εκείνα της Αλεξάνδρειας Αρίας, στο σηµερινό Χεράτ, της Αλεξάνδρειας Αραχωσίας, στο Ανατολικό Ιράν, της Αλεξάνδρειας του Καυκάσου, κοντά στη σηµερινή πόλη Τσαρικάρ του Αφγανιστάν, και της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης, κοντά στο σηµερινό Τατζικιστάν. Η Αλεξάνδρεια Βουκεφαλία ιδρύθηκε στις όχθες του ποταµού Υδάσπη, µετά τη νίκη επί του Ινδού Πόρου. Ιδρυσε, επίσης, µε το ελληνικό όνοµα τη Μαρακάντα, την κύρια πόλη των Σογδιανών. Το παλάτι ήταν πρώην κατοικία των Αχαιµενιδών και στη συνέχεια έγινε µια από τις κύριες βάσεις του, καθώς επίσης την Προφθασία, στο σηµερινό Αφγανιστάν.

Η περίοδος του Αλεξάνδρου δεν διήρκεσε αρκετά, ούτως ώστε να αφήσει ολοκληρωµένα έργα. Για παράδειγµα, οι στρατιώτες της φρουράς που τοποθέτησε στη Σαµαρκάνδη επισκεύασαν τις επάλξεις των Αχαιµενιδών, που αναµφίβολα είχαν υποστεί ζηµιές από την πολιορκία της πόλης, και έχτισαν µια οργανωµένη σιταποθήκη, που στέγαζε τα αποθέµατα της τροφής τους. Οι ιστορικοί του Αλέξανδρου αποκαλύπτουν ότι γύρω από την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, όπως και στην Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, σχεδίαζε να κατασκευάσει πόλεις µε πλήρη ανάπτυξη. Η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη, που ιδρύθηκε στα όρια της αυτοκρατορίας, είχε ως σκοπό να παρακολουθεί τα καραβάνια και τους νοµάδες που περιφέρονταν στην άλλη πλευρά του ποταµού Ιαξάρτη, τον σηµερινό Συρ Ντάρια, που πηγάζει από την οροσειρά Τιεν Σαν του Κιργιστάν και εκβάλλει στη λίµνη Αράλη. Τελειοποίησε, επίσης, επτά οικισµούς των Αχαιµενιδών που είχε ιδρύσει ο Κύρος, µεταξύ των οποίων και η Κυρόπολις.

Στις αποικίες, καθώς και στα φρούρια, o Αλέξανδρος τοποθέτησε ιθαγενείς, Μακεδόνες βετεράνους και µισθοφόρους. Πολλοί από τους αποίκους και τους στρατιώτες παρέµειναν στην Ασία µετά την αποχώρηση των Μακεδόνων, ακαι η πρόθεσή τους ήταν να εγκαταλείψουν την περιοχή µαζί µε τον µακεδονικό στρατό. Ο ∆ιόδωρος, συγκεκριµένα, περιγράφει το συγκρουσιακό κλίµα που υπήρχε, φέρνοντας αντιµέτωπες πολλές οµάδες εποίκων. Ο θάνατος του Αλέξανδρου και τα γεγονότα που ακολούθησαν συνέβαλαν στην αποδυνάµωση των πόλεων, έως την περίοδο ανακατάληψης από τον Σέλευκο, που είχε ως στόχο τη συνέχιση του έργου του Μακεδόνα στρατηλάτη.

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Σελευκίδες, που κληρονόµησαν τις ανατολικές κτήσεις, ίδρυσαν τις περισσότερες πόλεις. Ο Αππιανός αναφέρει ότι ο Σέλευκος Α’ ίδρυσε εννέα Σελεύκειες, δεκαέξι Αντιόχειες, πέντε Λαοδίκειες, τρεις που ονοµάζονταν Απάµεια και µία Στρατονίκεια. Πέραν αυτών, ο Σέλευκος Α’ προσπάθησε να αποκαταστήσει στην Κεντρική Ασία το διοικητικό και στρατιωτικό πλαίσιο δράσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. ∆ιόρισε ως αντιβασιλέα τον γιο του Αντίοχο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Βακτρία. Ο Αντίοχος εκεί είχε οικογενειακούς δεσµούς, αφού ήταν γιος της Απάµα, κόρης του βακτριανού Σπιταµένη, την οποία παντρεύτηκε ο Σέλευκος στα Σούσα. Κατά την άποψη του Πλίνιου, ο Αντίοχος είχε αναλάβει την ενίσχυση της άµυνας κατά των νοµαδικών πληθυσµών και γι’ αυτόν τον λόγο έστειλε τον Μιλήσιο στρατηγό ∆ηµόδαµα να επιβλέπει πέρα από τον ποταµό Ιαξάρτη. Ο ∆ηµόδαµας ίδρυσε την Αντιόχεια της Σκυθίας, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Αναδηµιουργήθηκε, έτσι, ένα ιεραρχικό δίκτυο εγκαταστάσεων, µε σκοπό τον έλεγχο των εδαφών και των πληθυσµών.

Μια από τις σηµαντικές πόλεις που κατασκευάστηκαν εκείνη την περίοδο είναι η Αϊ Χανούµ, που θεωρείται ως η Αλεξάνδρεια επί του Ωξου, µε αξιόλογα ευρήµατα από τις ανασκαφές που έγιναν µεταξύ 1964 και 1978. Στην Αϊ Χανούµ, οι διαδοχικές ανασκαφές αποκάλυψαν δηµόσια µνηµεία, ιδιωτικές κατοικίες, τµήµατα επάλξεων, αγροτικές κατοικίες και ένα αρκετά οργανωµένο αρδευτικό δίκτυο. Βρέθηκαν, επίσης, αµφορείς από τη Ρόδο, που επιβεβαιώνουν τις σηµαντικές εµπορικές συναλλαγές διαµέσου του Περσικού Κόλπου, µε προϊόντα όπως το κρασί και το λάδι.

Το θέατρο, επίσης, της πόλης είναι συγκρίσιµο σε µέγεθος µε αυτό της Επιδαύρου, µε υπερυψωµένα θεωρεία που προορίζονταν για τους Ελληνοβακτριανούς βασιλείς. Εκτός από το θέατρο, υπήρχε και ένα Γυµνάσιο προορισµένο για τη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων, µε στοιχεία της παραδοσιακής ελληνικής παιδείας. Τα οικήµατα της πόλης ήταν κτισµένα µε δωρικό, ιωνικό και κορινθιακό ρυθµό, αντανακλώντας την ευηµερία των κατοίκων. Η προσήλωση σε βασικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισµού κατέστησε δυνατή τη χρήση ενός συνόλου κοινών αξιών, διευκολύνοντας µε αυτόν τον τρόπο την επικοινωνία µεταξύ πληθυσµών µε διαφορετική καταγωγή.

Ενδέχεται να θεωρηθεί ότι οι άποικοι και οι απόγονοί τους παρέµειναν αποκοµµένοι από τον ελληνικό πολιτισµό, εντούτοις πολλοί Ελληνες ταξίδευαν στην Εγγύς Ανατολή, ακόµα και στην Κεντρική Ασία. Μια περίφηµη επιγραφή στο Αϊ Χανούµ, που αναρτήθηκε µε πρωτοβουλία κάποιου που ονοµαζόταν Κλέαρχος, φέρει µια σειρά από τα ∆ελφικά Παραγγέλµατα. Τα ταξίδια των Ελλήνων, αν και µε δυσκολίες, πραγµατοποιούνταν επίσης στο πλαίσιο συµµετοχής σε πανελλήνιους αγώνες. Με αυτόν τον τρόπο οι Ανω Σατραπείες διατήρησαν τους δεσµούς µε τον ελληνικό πυρήνα καταγωγής, επιβεβαιώνοντας ότι ανήκουν σε µια τεράστια πολιτιστική κοινότητα. Ο ελληνικός κόσµος παρέµεινε για πολλούς ως η ιδανική ανάµνηση των προγόνων. Ζούσαν πλέον σε έναν άλλο κόσµο και επικοινωνούσαν µε ανθρώπους από τους οποίους δεν ήταν αποκοµµένοι.

Στην Κεντρική Ασία, αναπτύχθηκε µια νέα ελληνοβακτριανή κοινωνία µε ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Οι αξιωµατούχοι που ήταν υπεύθυνοι επί των οικονοµικών στην Αϊ Χανούµ είχαν περσικά ονόµατα, αλλά δεν κατείχαν σηµαντικές θέσεις στην κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας. Η ανάπτυξη της ελληνοβακτριανής κουλτούρας απεικονίζεται και στον θρησκευτικό τοµέα, µε την υιοθέτηση ελληνικών τελετουργιών από τους τοπικούς πληθυσµούς. Ενα από τα αντικείµενα που προέρχονται από την πλούσια συλλογή του ναού του Ωξου, που βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο Ταχτ-ι-Σαντζν, στην Αµου Ντάρια του σηµερινού Τατζικιστάν, παρουσιάζει τον θεό Ωξο, που παροµοιάζεται µε τον ∆ία και τον Μίθρα. Η µικρή του βάση φέρει µια αφιερωµατική επιγραφή στην ελληνική γλώσσα: «Από τον Ατροσόκη στον Ωξο». Το υλικό, που αποτελεί τον θησαυρό του Ταχτι-Σαντζν και περιλαµβάνει οκτώ χιλιάδες αντικείµενα, αποκαλύπτει την παράδοση της ελληνοβακτριανής Τέχνης, που είναι µείγµα από βακτριανές και αχαιµενίδες. Ωστόσο, η µελέτη των Ανω Σατραπειών είναι δύσκολο εγχείρηµα, λόγω της έλλειψης αρκετών αποδεικτικών στοιχείων, πολλά εκ των οποίων καταστράφηκαν εξαιτίας του πολέµου στο Αφγανιστάν. Παρ’ όλα αυτά, οι ιστοριογραφικές παραδόσεις αποδεικνύουν τον σηµαντικό ρόλο που έπαιξε ο ελληνικός πολιτισµός στην Κεντρική Ασία.

Εκποµπή µας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τους συνεργάτες µου Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο ∆ηµητρίου, πάνω σε µελέτη της δηµοσιογράφου-συγγραφέως Lediana Hajrani.