Πριν από µερικές ηµέρες η Τουρκία, αιφνιδίως, ανακοίνωσε ότι «αναστέλλει» τη συµµετοχή της στη Συνθήκη για τον Περιορισµό των Συµβατικών ∆υνάµεων στην Ευρώπη (Conventional Forces in Europe/CFE).

Η «αναστολή» της συµµετοχής στη CFE, δηλαδή ουσιαστικά η απόσυρση από αυτήν, επιβεβαιώνει τις τεράστιες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και τη µακροπρόθεσµη επικινδυνότητά της έναντι της Ελλάδας.

Κατ’ αρχάς, η απόφαση αυτή έχει έναν ισχυρό συµβολισµό και εντάσσεται στη διαρκή προσπάθεια της Άγκυρας να αυτονοµηθεί από τις συλλογικές δοµές της ∆ύσης και να εξέλθει από τη µεταψυχροπολεµική τάξη πραγµάτων.

Με την έξοδό της από τους περιορισµούς της CFE, η Τουρκία διατρανώνει ότι εισέρχεται ως αυτόνοµη, µεγάλη δύναµη σε µια νέα εποχή, αδιαµόρφωτη ακόµη, στην οποία θα επιβάλει τον ρόλο και τη θέση της διά της ισχύος.

Αν η απόσυρση της Πολωνίας από τη CFE θα µπορούσε να θεωρηθεί πως είχε αµυντικό χαρακτήρα, δεδοµένου ότι η Πολωνία έχει απέναντί της τη Ρωσία και µπορεί να υποστηρίξει ότι χρειάζεται για την άµυνά της περισσότερα οπλικά συστήµατα από αυτά που της επέτρεπαν οι οροφές της CFE, η Τουρκία δεν έχει καµία παρόµοια δικαιολογία και, συνακόλουθα, η επιλογή της έχει ξεκάθαρα επιθετικό χαρακτήρα.Πράγµατι, η Τουρκία δεν αντιµετωπίζει κανενός είδους απειλή από κάποια µεγάλη δύναµη, ενώ οι οροφές των οπλικών συστηµάτων που προέβλεπε γι’ αυτήν η CFE ήταν, έτσι και αλλιώς, πολύ υψηλές και υπερκάλυπταν τις αµυντικές της ανάγκες.

Επιπροσθέτως, είχε εξασφαλίσει και µια µεγάλη περιοχή στη ΝΑ Τουρκία, που εξαιρείτο από τις διατάξεις της Συνθήκης και στην οποία µπορούσε να αποθηκεύσει όπλα που ξεπερνούσαν τις οροφές. Αρα, σήµερα δηλώνει ευθαρσώς ότι σκοπεύει να αναπτύξει ένα τεράστιο οπλοστάσιο, το οποίο µόνο επιθετικούς σκοπούς µπορεί να έχει.

Και ο «φυσικός» στόχος αυτού του οπλοστασίου δεν µπορεί παρά να είναι η χώρα µας και µόνον. Καµία άλλη χώρα ή υπο-κρατική δύναµη που συνορεύει µε την Τουρκία δεν έχει ούτε στο ελάχιστο δυνατότητες που θα απαιτούσαν την ανάπτυξη ενός τέτοιου οπλοστασίου. Αυτό δεν σηµαίνει ότι κατ’ ανάγκην επιδιώκει να υπερβεί τις οροφές που προέβλεπε η CFE σε όλες τις κατηγορίες οπλικών συστηµάτων, που είναι έτσι και αλλιώς πολύ ψηλές, όπως π.χ. στα άρµατα µάχης.

Όπως αναφέρθηκε, είναι πρωτίστως µια σηµειολογική ενέργεια, που στοχεύει να επιβάλει την εικόνα µιας χώρας που δεν δεσµεύεται από τη διεθνή νοµιµότητα και τη µέχρι τώρα τάξη πραγµάτων και θα σχηµατοποιήσει το γεωπολιτικό της περιβάλλον διά της ισχύος. Ωστόσο, αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν έχει και «υλική» υπόσταση. Πιθανώς η Τουρκία να νιώθει όντως ότι ασφυκτιά από τους περιορισµούς της CFE σε κάποιες κατηγορίες οπλικών συστηµάτων, στο πλαίσιο της µελλοντικής της στρατιωτικής στρατηγικής, η οποία βασίζεται στον όγκο πυρός.

Ο γεωπολιτικός στόχος που υπηρετεί αυτή η προσπάθεια δυνητικής αδρανοποίησης του ελληνικού οπλοστασίου διά των αριθµών είναι η δηλωµένη άρνηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο


Η έξοδος της Τουρκίας από τη CFE θα πρέπει να εξεταστεί εν παραλλήλω µε την πρόσφατη παραγγελία από τις ΗΠΑ ενός τεράστιου εξοπλιστικού πακέτου όπλων υψηλής τεχνολογίας, σχεδιασµένων να ασκήσουν µαζικές επιθέσεις κορεσµού εναντίον ενός αντιπάλου υψηλής τεχνολογίας, όπως ήταν οι πάνω από 950 πύραυλοι αέρος-αέρος µεγάλου βεληνεκούς AIM120C8 AMRAAM, οι 400 πύραυλοι αντιραντάρ για καταστολή αεράµυνας κ.λπ. Και ο µόνος αντίπαλος στην περιοχή έναντι του οποίου έχει νόηµα το συγκεκριµένο οπλοστάσιο, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, είναι η Ελλάδα.

Ο δε γεωπολιτικός στόχος που υπηρετεί αυτή η προσπάθεια δυνητικής αδρανοποίησης του ελληνικού οπλοστασίου διά των αριθµών είναι η δηλωµένη άρνηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, την οποία έχει εκφράσει πολλαπλώς η Τουρκία, καθώς και η τοποθέτηση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας σε έναν ασφυκτικό γεωπολιτικό κλοιό, που θα οδηγήσει την Κύπρο σε µια σταδιακή ολοκληρωτική υποδούλωση.

Αυτή η πορεία ξεκίνησε µε την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και συνεχίστηκε µε την άρνηση της ύπαρξης των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, µερικά χρόνια µετά. Από τότε µέχρι σήµερα η Τουρκία δεν αµφισβητεί απλώς κάποια ελληνικά κυριαρχικά δικαιώµατα στο Αιγαίο, αλλά την ίδια την ύπαρξη των ελληνικών νησιών ως νοµικών οντοτήτων (juridical islands), υποστηρίζοντας, µεταξύ των άλλων, ότι δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, γιατί αυτή είναι προέκταση της µικρασιατικής υφαλοκρηπίδας. ∆ηλαδή, η Αγκυρα αντιµετωπίζει τα ελληνικά νησιά ως προέκταση της µικρασιατικής ακτής και, συνακόλουθα, µειωµένης (στην καλύτερη περίπτωση) κυριαρχίας. Αυτή η προσπάθεια αποδόµησης συνεχίστηκε µε το εφεύρηµα των γκρίζων ζωνών, τις παρανοϊκές απαιτήσεις για «αποστρατιωτικοποίηση» ελληνικών νησιών, την άρνηση ύπαρξης ΑΟΖ και, φυσικά, µε την απαγόρευση, διά της απειλής πολέµου, της επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά µίλια στο Αιγαίο, που µε επιτυχία έχει επιβάλει µέχρι στιγµής στην Ελλάδα.

Ουσιαστικά, δηλαδή, η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη της νησιωτικής Ελλάδας. Εν παραλλήλω, στην Κύπρο επιδιώκει όχι απλώς ενσωµάτωση των κατεχόµενων εδαφών στην Τουρκία, αλλά και την τοποθέτηση του ελεύθερου κοµµατιού στο τουρκικό «γαλάζιο έδαφος», µετατρέποντάς το σε έναν θύλακα περιορισµένης κυριαρχίας, ανεχόµενη απλώς προσωρινά την ύπαρξη των Ελληνοκυπρίων, έως ότου βρει την ευκαιρία να τους εξαλείψει και αυτούς. Με άλλα λόγια, το τεράστιο οπλοστάσιο που, εµµέσως πλην σαφώς, δηλώνει ότι θέλει να αποκτήσει η Τουρκία διά της απόσυρσής της από τους περιορισµούς της CFE βρίσκεται σε συµµετρία µε έναν επίσης τεράστιο γεωπολιτικό στόχο, ο οποίος είναι η απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται η πλήρης αδρανοποίηση του µόνου επικίνδυνου γι’ αυτήν γεωπολιτικού αντιπάλου στην περιοχή, της σύνθεσης των δύο ελληνικών κρατών, της Ελλάδας και της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Σε αυτή την προσπάθεια της Αγκυρας συµµετέχουν χαρούµενα και ισχυρά κοµµάτια του ελληνικού συστήµατος εξουσίας (ερευνητικά κέντρα, πολιτικοί, ΜΜΕ, πρώην και νυν διπλωµάτες, πανεπιστηµιακοί και πάσης φύσεως διαµορφωτές γνώµης), τα οποία προωθούν τις παρανοϊκές αντιλήψεις της ως «λογικές διεκδικήσεις» και καλούν να «συµβιβαστούµε» µαζί της τώρα, που είµαστε (υποτίθεται) σε περίοδο «ήρεµων νερών». Ετσι, η προοπτική υπερεξοπλισµού της Τουρκίας, που προκύπτει από την απόσυρσή της από τη CFE, µαζί µε τις «σώφρονες» φωνές εν Ελλάδι λειτουργούν στο πλαίσιο µιας στρατηγικής που προσπαθεί να επιβάλει στην ελληνική κοινή γνώµη µια «ρεαλιστική» αντίληψη των πραγµάτων.

Και η αντίληψη αυτή µπορεί να συµπυκνωθεί στην άποψη «Καλύτερα να δώσουµε τώρα λίγα, πριν η Τουρκία γίνει πολύ ισχυρή και µας τα πάρει όλα διά των όπλων». Αυτή η προοπτική αποτελεί µέρος µιας ευρύτερης αφήγησης, σύµφωνα µε την οποία η Τουρκία εµφανίζεται ως µια πανίσχυρη χώρα 85 εκατοµµυρίων κατοίκων και µε ανθούσα βιοµηχανία, έναντι της οποίας η Ελλάδα µακροπρόθεσµα δεν θα µπορεί να αντισταθεί. Αρα, ας «συµβιβαστεί» τώρα!

* Εκποµπή µας στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM µε τον συνεργάτη µας, γεωπολιτικό καθηγητή Κώστα Γρίβα
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 20/04/2023