Ιστορικά η «πολιτειακή» ιδιοµορφία της Ε.Ε. επιχειρήθηκε να αντιµετωπιστεί µε διαφορετικά µέσα και θεσµικές παρεµβάσεις. Ο Συµβιβασµός του Λουξεµβούργου αποτέλεσε τον «µπούσουλα», προκειµένου να αντιµετωπιστούν η ετερότητα και η διαφοροποίηση. Αποτέλεσε µια αυτονόητη επιλογή πολιτικής συµβίωσης ετερογενών κρατών µε κοινούς, αλλά όχι ταυτόσηµους στόχους. Εξάλλου, την ετερότητα αναγνώρισε και η Ε.Ε. στις ευρωπαϊκές Συνθήκες, µε αναφορές στο δικαίωµα διαφοροποίησης και στον προσδιορισµό της Ενωσης ως «διττής ένωσης κρατών και λαών». Από τη στιγµή που η Ε.Ε. συνιστά «σύστηµα διακυβέρνησης χωρίς κυβέρνηση» εντός ενός µη οµοσπονδιακού πλαισίου, έπρεπε να δηµιουργηθούν ασφαλιστικές δικλίδες προάσπισης των εθνικών συµφερόντων. Ενα χαρακτηριστικό του διττού οργανωτικού και θεσµικού οξύµωρου που χαρακτηρίζει την Ε.Ε. είναι ο προσδιορισµός της ως «οµοσπονδίας κυρίαρχων κρατών». Η Ε.Ε. δεν αποτελεί και λειτουργεί ως κράτος µε τη βεµπεριανή µορφή, καθώς οι επιλογές στα πεδία εξωτερικής πολιτικής, πολιτικής ασφάλειας και άµυνας αποτελούν προνόµιο των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτό, παρότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει δηµιουργήσει ένα πολύπλοκο πολιτικό-θεσµικό-γραφειοκρατικό σύστηµα, το οποίο έµµεσα ή άµεσα θέτει υπό αµφισβήτηση αποκλειστικά προνόµια του εθνικού κράτους.

Τα παραπάνω παραπέµπουν στον χαρακτηρισµό της Ε.Ε. (M. Smout) σαν «ένα παράξενο ζώο» και τονίζουν τη διαχρονική ανάγκη αποδοχής ενός µη θετικιστικού πλαισίου συνδιαχείρισης κοινών προκλήσεων µέσα από διαδικασίες συναίνεσης, διαπραγµάτευσης και συµβιβασµών χωρίς άτυπες ή/και τυπικές πρακτικές πειθαναγκασµού. Οι όροι «consensus» και «bargaining» αποτέλεσαν τα πρωτογενή υλικά οικοδόµησης της ευρωπαϊκής sui generis συµπολιτείας. Η Ε.Ε. οικοδοµήθηκε όχι για να εξαλείψει την ετερότητα, τον εθνισµό και τα εθνικά συµφέροντα. Ενα σηµαντικό ζήτηµα που επέλυσε η ενοποιητική διαδικασία είναι εκείνο της ηγεµονίας και της ειρηνικής, θεσµικής επίλυσης διακρατικών ζητηµάτων. ∆ιαχρονικά, η δυσκολία όσων αφιερώσαµε το ακαδηµαϊκό µας έργο στη µελέτη της πολυεπίπεδης οικοδόµησης της Ευρώπης έγκειτο, inter allia, στο πώς αυτή η οργανωτική απόπειρα δηµιουργίας µιας νέας εξουσιαστικής δοµής θα παρέµενε δηµοκρατική και θα λειτουργούσε χωρίς πρακτικές αποκλεισµού και θεσµικής περιθωριοποίησης των κρατών-µελών, ειδικά όταν οι κρίσεις επέβαλλαν τη λήψη αποφάσεων. Το διακύβευµα σε ακαδηµαϊκό, οντολογικό και θεσµικό επίπεδο ήταν µεγάλο. Η ίδια η Ε.Ε. ενίοτε επέλεξε να πορευθεί µε δηµιουργική ασάφεια, προκειµένου να µη δηµιουργήσει θεσµικά και οργανωτικά στεγανά, τα οποία θα οδηγούσαν τα κράτη-µέλη σε διλήµµατα ασφάλειας κι επιβίωσης και σε παίγνια µηδενικού αθροίσµατος.

Μια τέτοια επιλογή θα οδηγούσε σε αδιέξοδο και θα καθιστούσε τη µη συµµετοχή ή/και αποχώρηση από την Ε.Ε. ορθολογική επιλογή, δηµιουργώντας συνθήκες «spill-back» (ανάσχεση της ενοποιητικής διαδικασίας). Με στόχο το «spillover» (διάχυση) της ενοποιητικής διαδικασίας, η Ε.Ε. κινήθηκε σε διττό στρατηγικό άξονα: στους πυλώνες διεύρυνση και εµβάθυνση. Ο πρώτος λειτούργησε ικανοποιητικά, δίνοντας ωστόσο τη λανθασµένη εκ των πραγµάτων αίσθηση ότι τα κύµατα διεύρυνσης, ως επιλογές στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, δεν θα πολλαπλασίαζαν τα προβλήµατα συνοχής και δεν θα απαιτούσαν ένα επαναπροσδιορισµένο πλαίσιο συµπόρευσης µε όρους συναίνεσης. Αυτό, καθώς ο πλουραλισµός απόψεων (εθνικών συµφερόντων) ενίοτε λειτουργούσε ως φυγόκεντρος δύναµη εντός της Ε.Ε. Λαµβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες εκπροσωπούν έθνη, είναι σαφές ότι τα εθνικά κοινωνικο-πολιτικά συµβόλαια υποχρέωναν τους ηγέτες να προασπίζουν θέσεις που αντανακλούσαν ένα εθνικό κοινό, µε σηµείο αναφοράς γεωγραφικά κριτήρια (εδαφικότητα) και τις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών εθνών. Η ενοποιητική διαδικασία πραγµατοποιείτο διαχρονικά στην κορυφή (πολιτικές ελίτ), ωστόσο υπήρχαν τα θεσµικά εργαλεία προάσπισης επιλογών που αντανακλούσαν τις προτεραιότητες των ευρωπαϊκών συλλογικοτήτων.

Στο παρελθόν ο Mark Leonard (Centre for European Reform, UK) είχε επισηµάνει ότι «η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί ένα σηµαντικό επίτευγµα… Βοήθησε να µεταβληθεί µια επιρρεπής στον πόλεµο ήπειρος σε ένα τεράστιο κλαµπ ειρηνικών κρατών. Αυτό επετεύχθη όχι µε την εξάλειψη του εθνικισµού, αλλά µε τη µετάλλαξή του. Οι Ευρωπαίοι δεν αγαπούν λιγότερο τις πατρίδες τους ούτε και έχουν αλλοιωθεί οι εθνικές τους ταυτότητες. Ωστόσο, η Ε.Ε. µετέβαλε την υφή του εθνικισµού στην Ευρώπη. Αυτός πλέον δεν αφορά τη διεξαγωγή πολέµων, αλλά τη διαχείριση της διαφορετικότητας µε ειρηνικά µέσα». Η παραπάνω αξιολόγηση περιγράφει ρεαλιστικά τα επιτεύγµατα της ενοποιητικής διαδικασίας.Η κατάργηση του βέτο θα εξουδετερώσει το δικαίωµα διαφοροποίησης στην κορυφή της πυραµίδας και θα δηµιουργήσει de jure και de facto ζητήµατα νοµιµοποίησης των κυβερνωσών ελίτ στη βάση. Θα δηµιουργήσει θεσµικά οµάδες και συµµαχίες προθύµων, εξοστρακίζοντας εθνοκρατικούς µικροκόσµους. Τα ευρωπαϊκά έθνη ως έµµεσοι συνδιαµορφωτές πολιτικο-στρατηγικών επιλογών θα βρεθούν σε οργανωτικό περιθώριο περιορισµένης ικανότητας να παράγουν (µε όρους διεθνών σχέσεων) επιθυµητά αποτελέσµατα.

Αυτό θα δηµιουργήσει ένα παίγνιο µηδενικού αθροίσµατος, το οποίο εξ ορισµού θα ενισχύσει πολιτικές και κοινωνικές δυνάµεις που αµφισβητούν την ενοποιητική διαδικασία. Οι πολιτικές επιλογές τους αποτελούν ήδη µια αυτοεκπληρούµενη προφητεία. Το µέγα πρόβληµα είναι ότι αυτές θα αποτελούν (δυστυχώς) ορθολογικές επιλογές µε όρους εθνο-κρατικής επιβίωσης. Η κατάργηση του βέτο θα φέρει την Ε.Ε. στα αχαρτογράφητα νερά του θεσµικού πειθαναγκασµού και µιας µη εθελούσιας «ολοκλήρωσης», που θα λάβει χώρα µέσα από µια αφαιρετική λογική. Θα νοµιµοποιήσει διαδικαστικά ένα νέο modus operandi, που δεν θα απαιτεί συναίνεση, αλλά θα επιβάλλει µια θεσµοθετηµένη (και, συνεπώς, τυπικά νοµιµοποιηµένη) µορφή πολιτικής ισχύος. Η άποψη στο παρελθόν ότι για να προχωρήσει η ενοποιητική διαδικασία πρέπει να τεθούν στο περιθώριο οι «εθνικοί εγωισµοί» αποτελεί διεθνοπολιτική ανοησία, αφού τα κράτη, σε αντίθεση µε τα άτοµα, δεν εκφράζουν εγωισµούς, αλλά εθνικά συµφέροντα. Ιστορικά η Ε.Ε. δηµιούργησε θεσµικούς µηχανισµούς ειρηνικής απόσβεσης και όχι θεσµικής εξουδετέρωσης των διακρατικών ασυµβατοτήτων. Η ύπαρξή τους αποτελεί µια διεθνοπολιτική κανονικότητα, την οποία ηγεµονικές δυνάµεις ή συµµαχίες προσπάθησαν να καταλύσουν. Η επιτυχία της Ε.Ε. έγκειται, µεταξύ πολλών άλλων, στο ότι προσέφερε γόνιµο έδαφος για µια ιδιόµορφη-ιδιότυπη «cohabitation» ετερογενών µονάδων µέσω πολυµερών συµβιβασµών.

Η όποια επιχειρηµατολογία για εύρυθµη λειτουργία της Ε.Ε. και απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων λαµβάνει χώρα σε κενό αξιολόγησης της ευρωπαϊκής ιστορικο-θεσµικής και οργανωτικής πραγµατικότητας. Πριν από µία εικοσαετία ο ∆. Τσάτσος είχε εύστοχα υπογραµµίσει «τον σεβασµό στην κρατική υπόσταση των κρατών-µελών και της µεταξύ τους ισοτιµίας µε βάση τις Συνθήκες και τους θεσµούς της Ενωσης» («Ευρωπαϊκή Συµπολιτεία, για µία ένωση λαών µε ισχυρές πατρίδες»). Με τη σειρά του, ο Ζακ Ντελόρ είχε αναφερθεί στους «δαιδάλους της Ε.Ε., που είναι γεµάτοι υποσχέσεις και απογοητεύσεις». Με editorial στο «Futuribles» (2003) είχε θέσει τρεις στόχους («φιλοδοξίες»). Ενας εξ αυτών ήταν η αποδοχή της διαφορετικότητας των Ευρωπαίων εταίρων. Για τον ίδιο αποτελούσε τη µεγαλύτερη πρόκληση, καθώς απαιτούσε τη δηµιουργία άξονα συναίνεσης που όφειλε να δηµιουργηθεί εν µέσω αντικειµενικών συνθηκών ετερότητας. Αυτή συνιστά υπαρκτό πρόβληµα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις κυρίαρχων κρατών (Ηφαιστος, 2006) και δεν µπορεί να εξαλειφθεί δηµοκρατικά εκτός ενός οµοσπονδιακού πλαισίου.

Μια περιγραφική αυτού που υφίσταται (descriptive) και όχι συστατικής υφής προσέγγιση (prescriptive) της Ε.Ε. (Jean-Louis Quermonne, «Το πολιτικό σύστηµα της Ε.Ε.») την ορίζει ως «µία Πολιτεία χωρίς κράτος». Υπογραµµίζει, δε, ότι «η Ε.Ε. αποτελεί συµπολιτεία, δηλαδή σύνολο ανεξάρτητων κρατών που συνευρίσκονται και συνεργούν ως Ενωση, µε γνώµονα το κοινό συµφέρον, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο διακρατικό περιβάλλον… [ωστόσο] η κοινή πολιτική βάση της συµπολιτείας δεν αναιρεί τη δυνατότητα των κρατών-µελών να λειτουργούν συγχρόνως και ως ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες». Τα παραπάνω τονίζουν τη συστατική ιδιαιτερότητα της Ε.Ε. (ετερογενείς µονάδες) και ταυτόχρονα υπογραµµίζουν τη µοναδική προϋπόθεση προστασίας της αυτοτέλειας των κρατών-µελών στα πεδία που περιέγραψαν µε σαφήνεια οι Συνθήκες (βλ. Συνθήκη της Λισσαβώνας).