Τα µέτρα για την καταπολέµηση του σχολικού εκφοβισµού (bullying) ανακοινώθηκαν πρόσφατα σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, παρουσία του υπουργού Παιδείας και του πρωθυπουργού.

Τα µέτρα περιλαµβάνουν, µεταξύ άλλων, την επαναφορά της πενταήµερης αποβολής και τη δυνατότητα υποβολής σχετικών καταγγελιών στην ηλεκτρονική πλατφόρµα stop-bullying.gov.gr. Προβλέπονται αυστηρότερα µέτρα σε περίπτωση που γίνει διαρροή προσωπικών δεδοµένων µέσου κινητού τηλεφώνου, συγκεκριµένα η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Σε αυτό το σηµείωµα θα εστιάσουµε στο πώς εκλαµβάνει το ζήτηµα η κοινωνία, πώς αποτυπώνεται αυτό από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά και γιατί όλο και περισσότεροι έφηβοι καταφεύγουν στη βία. Το σίγουρο είναι ότι τα απανωτά περιστατικά bullying στα σχολεία αρχικά σοκάρουν την κοινωνία, η οποία συζητά, αναλύει, καταθέτει τις απόψεις της, κουβεντιάζει το ζήτηµα και ακούει τις απόψεις των διαφόρων ειδικών, τις οποίες αναπαράγει εξ ολοκλήρου ή εν µέρει, αυτούσιες ή διαστρεβλωµένες. Στο τέλος σιγά-σιγά ξεχνάει και ξεθυµαίνει το ενδιαφέρον της…

Αναµφισβήτητα οι συνέπειες αυτής της ιστορίας στους τρόπους σκέψης, στις νοοτροπίες και στις συµπεριφορές των ανθρώπων δεν αποτιµώνται ποτέ. Κατ’ αρχάς, ας αναρωτηθούµε ποιες θα µπορούσαν να είναι οι συνέπειες µιας τέτοιας κοινωνικής αντίδρασης, που συνοδεύεται και από τη γνωστή τηλεοπτική ψυχολογία.Ποιος ο ρόλος των διαφόρων ειδικών και, κυρίως, των ψυχολόγων και των υπόλοιπων κοινωνικών επιστηµόνων, όταν συµµετέχουν σε πάνελ ή εκποµπές, που δεν επιτρέπουν παρά παρεµβάσεις σύντοµες, οι οποίες διακρίνονται από τη λογική της ατάκας; Πώς όλη αυτή η παραφιλολογία γύρω από ζητήµατα νεανικής παραβατικότητας και βίας αξιοποιείται εµπορικά, υπό το πρόσηµο δήθεν της κοινωνικής ανάλυσης και του διαφωτισµού των ανθρώπων, γύρω από τα αίτια τέτοιων συµπεριφορών, µε σκοπό, δήθεν, την πρόληψή τους;

Τηλεοπτική ψυχολογία

Οι παρεµβάσεις των ειδικών, οργανωµένες συνήθως µε τηλεοπτικούς όρους, οδηγούν σε ψυχολογίζοντα σχήµατα σκέψης, σε κλινικοποιηµένα, υπεραπλουστευτικά συµπεράσµατα και σε καταχρηστικές γενικεύσεις γύρω από το bullying, τη νεανική παραβατικότητα, ενδεχοµένως και εγκληµατικότητα, χωρίς τις περισσότερες φορές να µπορούν να εµβαθύνουν. ∆ηµιουργείται, έτσι, ένα γνωστικό χάος στους «καταναλωτές ειδήσεων» (υποτίθεται επιστηµονικά τεκµηριωµένο), που διαστρεβλώνει την πραγµατική συνθετότητα των κοινωνικών σχέσεων και της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, µέσα στο σύγχρονο πολιτικό-πολιτισµικό πλαίσιο της µετανεωτερικότητας. Επιπλέον, έχουµε αναρωτηθεί το εξής: Μήπως, όταν δίνεται µια νότα έστω και αρνητικής, ως προς το περιεχόµενο, δηµοσιότητας (παρ’ όλα ταύτα, επιθυµητής δηµοσιότητας) του κάθε µελλοντικού δράστη, να έχουµε ενδεχοµένως την ακούσια συµβολή στην αναπαραγωγή τέτοιων φαινοµένων; Για να το πούµε αλλιώς, αυτό που αποσιωπάται είναι ο ρόλος της επιστηµονοφανούς αερολογίας, στην οποία καταγίνονται στα ΜΜΕ οι διάφοροι λίγο έως πολύ ειδικοί που καλούνται σε κάθε τέτοια περίσταση να εκφράσουν τη γνώµη τους. Ρόλος ίσως ενισχυτικός ως προς την επανεµφάνιση παρόµοιων φαινοµένων.

Με άλλα λόγια, θα λέγαµε ότι «έχει πέσει πολλή ψυχολογία». Μέσω «ψυχολογίας», η αιτία του κακού αποδίδεται στα άτοµα ή, και µε πιο ψυχοκοινωνιολογικούς όρους, στις επιρροές που έχουν δεχτεί από το περιβάλλον. Ποιες ακριβώς επιρροές; Ανάλογα µε τον ειδικό (ψυχολόγο, κοινωνιολόγο, εγκληµατολόγο), το βάρος ως προς τις προτεινόµενες ερµηνείες του bullying αποδίδεται σε διαφορετικούς λόγους. Αλλοτε σε εγγενείς ψυχικές αιτίες (µε ή χωρίς βιολογικό υπόβαθρο και προεκτάσεις), άλλοτε στην οικογένεια και τις ελλείψεις στη φροντίδα και τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, άλλοτε στις ανεπάρκειες του σχολικού περιβάλλοντος, άλλοτε στην κακή χρήση της τεχνολογίας και των βίαιων βιντεοπαιχνιδιών, άλλοτε στη µίµηση κακών προτύπων που προβάλλονται στην τηλεόραση, των social media κ.λπ.

Bullying και επιβράβευση


Καθεµία από αυτές τις αιτίες µπορεί ενδεχοµένως να ισχύει από µόνη της, συνδυαστικά µε κάποια άλλη ή και να ισχύουν όλες µαζί. Παρ’ όλα αυτά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ερµηνεύσει κανείς σοβαρά παρόµοιου τύπου γεγονότα και φαινόµενα µε λίγα λόγια και στον ελάχιστο χρόνο που συνήθως διαθέτει όταν εκφράζεται στην τηλεόραση. Ετσι, όλες οι παραπάνω ερµηνείες συνήθως καταντούν στοµφώδη στερεότυπα, που µιλούν χωρίς να λένε τίποτα επί της ουσίας και καταλήγουν σε εύπεπτες γενικολογίες.Θα λέγαµε, συνεπώς, πως η εν λόγω δηµοσιότητα λειτουργεί ως σύστηµα επιβράβευσης της «συµµοριοποίησης», που υποκαθιστά τη χαµένη κοινωνική συνοχή και καθιστά ευάλωτο θύµα όποιον προβάλλει αντιστάσεις ως µεµονωµένο άτοµο στη γενίκευση της εξαχρείωσης των ηθών. Το παραπάνω επιτρέπει σε όσους διαπράττουν εγκληµατικές ή παραβατικές πράξεις να λένε µε ένα είδος έπαρσης: «Ποιος είµαι τελικά! Πόσο εύκολο είναι να µιλάνε για εµένα!

Το σύστηµά τους, τα σχολεία τους, η ∆ικαιοσύνη τους, οι υπουργοί τους, οι δηµοσιογράφοι τους, οι επιστήµονές τους δουλεύουν για να µε κάνουν διάσηµο!». Η όλη προσέγγιση τέτοιων φαινοµένων, λοιπόν, λειτουργείόπως ακριβώς η αρνητική διαφήµιση, αφού αναβαθµίζει την εικόνα των ατόµων, ειδικά στο κοινό στο οποίο απευθύνονται.Οπως τα αµορτισέρ, αφενός εξοµαλύνοντας την κατάσταση, αφετέρου αποσιωπώντας συστηµατικά την κοινωνιοπολιτισµική της ουσία και αποφορτίζοντάς τη µέσα στην υπερπληθώρα των γνωµών και των απόψεων που διά του λόγου εκτονώνονται.Αποφεύγοντας να βάλουν το νυστέρι στην πληγή που σαπίζει, δηλώνοντας ευθαρσώς και χωρίς πολλά λόγια πώς ακριβώς αντιµετωπίζεται σε αυτήν τη χώρα η εγκληµατικότητα ανηλίκων ή/και ενηλίκων, εντός ή εκτός σχολείων.

Τρία σημεία προσοχής

Επιπρόσθετα, θα πρέπει για την ερµηνεία και την αντιµετώπιση τέτοιων φαινοµένων να λάβουµε υπόψη µας ότι: Πρώτον, τα περιστατικά, από την υπόθεση Γιακουµάκη µέχρι τους ξυλοδαρµούς ανηλίκων από συµµαθητές τους, λαµβάνουν χώρα σε µια κοινωνία σε κατάσταση αποσύνθεσης, που συγκαλύπτει πίσω από τον υποκριτικό φερετζέ της «ανεκτικότητας» την εξατοµίκευσή της, την αδιαφορία της και την ανικανότητά της να αναλάβει το στοιχειώδες καθήκον του κοινωνικού ελέγχου των ατοµικών, νεανικών ιδίως συµπεριφορών. Αλλωστε, µε την αποδιοργάνωση των θεσµικών πλαισίων της οικογένειας και του σχολείου, το ενήλικο κοινωνικό περιβάλλον γονέων και εκπαιδευτικών, αφού κατ’ αρχάς παραιτήθηκε από τον παραδοσιακό ρόλο του, κατάντησε συχνά να υφίσταται το ίδιο την παρενόχληση και την απαξίωση από την πλευρά των µαθητών. Και αυτό συµβαίνει τόσο πιο συχνά, όσο περισσότερο οι ενήλικες φαίνονται ανίκανοι να αντιδράσουν ή ακόµα µοιάζουν αδιάφοροι και αποστασιοποιηµένοι από τα προβλήµατα και τις δυσκολίες των εφήβων. Η κοινωνία των ενηλίκων, ωστόσο, έχει αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση και την κοινωνικοποίηση των εφήβων.

∆εύτερον, η «γυάλα» µέσα στην οποία µεγαλώνουν πολλά από τα παιδιά σήµερα καλλιεργεί την πιο συγκαλυµµένη -γι’ αυτό πιο σκληρή- µορφή βίας, η οποία στρέφεται είτε προς τον άλλον είτε πολύ συχνά προς τον εαυτό. Η βία αυτή τροφοδοτείται από τις ιδεολογίες ανταγωνισµού προς τους άλλους, την επιθυµία για ατοµική διάκριση µε οποιονδήποτε τρόπο και ενισχύεται από τις νοοτροπίες της νεολαγνείας και του υπερπροστατευτισµού. Η πρώην υπουργός Παιδείας είχε αναφέρει στις αρχές του 2020 πως είχαν ληφθεί παιδαγωγικά (sic) µέτρα για τους µαθητές που είχαν εµπλακεί στον άγριο ξυλοδαρµό ενός παιδιού στον Βύρωνα και ότι τέτοια περιστατικά bullying «δεν έχουν καµία απολύτως θέση στο σχολείο». Κι όµως θα µπορούσαµε να αντιτείνουµε πως τέτοια περιστατικά, εφόσον συνεχίζουν να συµβαίνουν, φαίνεται πως έχουν θέση στα σχολεία, σε τέτοιο µάλιστα βαθµό, ώστε τέσσερα χρόνια από τότε να ακολουθήσει η σηµερινή παρέµβαση του υπουργείου Παιδείας (από τον διάδοχο της κ. Κεραµέως).

Τρίτον, η λήθη στην οποία έχει περιπέσει το αρχαιοελληνικό τρίπτυχο Υπερβολή - Υβρις - Τιµωρία καθιστά εύκολη την υπέρβαση των ορίων, πέρα από τα οποία, εάν πάει κάποιος, θα έπρεπε να αναµένει βαρύ τον πέλεκυ. ∆ιότι βία υπήρχε πάντοτε. Υπήρχε, όµως, και ένα όριο διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο, που το καθόριζαν η κοινή λογική και η κοινωνική εµπειρία και το οποίο φρόντιζε να µην ξεπεράσει κανείς. Αν κάποιος το ξεπερνούσε, έβρισκε απέναντί του την ίδια την κοινωνία. Ενα «έως εδώ σε παίρνει, γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τα όρια και τις αντοχές του». ∆ηλαδή, υπήρχε ένας κοινωνικός έλεγχος, που ναι µεν ήταν ελαστικός, αλλά όχι υπερβολικά ανεκτικός. Με τον τρόπο αυτό έµπαινε το όριο στις συµπεριφορές των ατόµων που κινούνταν προς τα άκρα. Σήµερα, δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει…

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ