avatar

Ελληνοφρένεια
Θύμιος Καλαμούκης, Αποστόλης Μπαρμπαγιάννης

Αποβολή από το ΝΑΤΟ;

Ο εξ απορρήτων

Η Ελλάδα όφειλε προ πολλού να είχε αναδείξει τη νομική πλευρά και να είχε αρχίσει τον προσεταιρισμό και άλλων κρατώνμελών σε αυτή την προοπτική, πόσω μάλλον όταν παραμένει στόχος της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας

nato__2_
Μπορεί να αποβληθεί η Τουρκία από το ΝΑΤΟ, όπως ζήτησε το Ισραήλ; Σχολιάζοντας την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, ο τότε πρωθυπουργός της, Αντνάν Μεντερές, είχε χαρακτηρίσει τη χώρα του «ραχοκοκκαλιά» της Δυτικής Συμμαχίας. Επειτα από 72 χρόνια, η Τουρκία είναι ο «εχθρός εντός των τειχών».

Από πυλώνας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ έχει καταστεί άχθος για τη Δύση. Δημιουργεί διαρκώς προβλήματα: Από την αγορά των ρωσικών S-400, το τουρκικό βέτο και τα παζάρια για την ένταξη Σουηδίας-Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, το διπλό παιχνίδι με τη Ρωσία και το Ιράν μέχρι και την απροκάλυπτη υποστήριξη της στη «Χαμάς».

Πολλοί στη Δύση έβλεπαν με ανησυχία τις πράξεις του Ερντογάν, από όταν είχε αρνηθεί τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων για να ανοίξουν βόρειο μέτωπο στο Ιράκ το 2003. Από τότε έχουν συσσωρευτεί πολλά: Οι επεμβάσεις σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, η εμπλοκή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, το bullying σε Ελλάδα και Κύπρο, η αποστολή στρατευμάτων στη Σομαλία, οι προσβολές προς τις ΗΠΑ - Ε.Ε. και τέλος -όχι απλώς οι ύβρεις, αλλά πλέον- οι ευθείες απειλές κατά του Ισραήλ. Σε αυτά προστίθενται η καταστρατήγηση κάθε έννοιας κράτους Δικαίου, δημοκρατίας και ατομικών ελευθεριών, η υπόθαλψη της τρομοκρατίας και η μετατροπή της χώρας σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών και κάθε είδους εγκληματικών δραστηριοτήτων.

Κάποιοι στη Δύση -για τα δικά τους κρατικά ή προσωπικά συμφέροντα- κάνουν τα στραβά μάτια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η Τουρκία αποτελεί καρκίνωμα για τη Δύση. Υπήρχαν, βέβαια, προβλήματα και πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στη δεκαετία του 1970, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, δεν συγχρωτιζόταν με τη Ρωσία, ούτε υπονόμευε τη Δύση με τον τρόπο που το κάνει πρόσφατα. Η ιδέα ότι μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ θα εγκατέλειπε τη Δύση για το Κρεμλίνο ήταν αδιανόητη στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά αυτό σήμερα είναι γεγονός. Από το 2015, όταν φάνηκαν οι συνέργειες της Αγκυρας με το ISIS, υπήρξαν φωνές που είχαν θέσει θέμα παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον τις αγνόησε.

Τον Οκτώβριο του 2019, ο γερουσιαστής Ελιοτ Λ. Ενγκελ, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, πρότεινε οι ΗΠΑ να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκδίωξης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ. Ο τότε Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Μαρκ Εσπερ, είχε αποκαλύψει ότι είχε προειδοποιήσει την Αγκυρα πως, εάν προχωρούσε σε εισβολή στη Συρία, «θα βλάψει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία και την παραμονή της στο ΝΑΤΟ».

Στην πραγματικότητα, η αναφορά του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών συνεχίζει μια συζήτηση που έχει προηγηθεί. Μια συζήτηση που, όμως, προσκρούει στην έλλειψη βούλησης και στο νομικό εμπόδιο, καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη για αποπομπή κράτους-μέλους, μόνο εθελουσία έξοδος (Αρθρο 13). Παγίως τέτοια προβλήματα στο ΝΑΤΟ επιλύονταν με διπλωματικά μέσα και πολιτική πίεση. Οπως το είχε θέσει ο Χόρχε Μπενίτεθ του think tank Atlentic Council, το ΝΑΤΟ τείνει να «υπομένει τους εθνικούς ηγέτες που συμπεριφέρονται άσχημα μέχρι να επιστρέψει στην εξουσία μια κυβέρνηση που συνάδει με τις αξίες της Συμμαχίας». Αυτόν τον χειρισμό έκαναν σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν στην Πορτογαλία πήρε την εξουσία αριστερή κυβέρνηση. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τον προβληματισμό για το εάν ένα κράτος-μέλος μπορεί να αποβληθεί από το ΝΑΤΟ.

Συμμαχία και κοινές αξίες 

Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως στρατιωτική συμμαχία, αλλά υπήρξαν και κοινές αξίες. Είναι κάτι που διατυπώνεται σαφώς στο προοίμιο και στο Αρθρο 2 της Συνθήκης. Ο Καναδάς είχε προτείνει να μπει άρθρο για αποβολή κράτους-μέλους στην περίπτωση εκλογής κομμουνιστικής κυβέρνησης ή σύμπραξης με τη Μόσχα κράτους-μέλους. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ατσεσον, είχε αναφερθεί σε έναν τρόπο να λυθεί ένας τέτοιος «γόρδιος δεσμός»: «Αυτό το προσχέδιο, κύριε πρόεδρε, ξεκινά με ένα προοίμιο και ένας από τους σκοπούς αυτού του προοιμίου ήταν να δούμε αν θα μπορούσαμε με κάποιον τρόπο να περιγράψουμε μια δημοκρατική μη κομμουνιστική χώρα. Ο σκοπός αυτού ήταν εάν, για παράδειγμα, η Ιταλία γίνει μέλος μιας τέτοιας Συνθήκης και μετά τυχαία γίνει κομμουνιστική. Εχει δημιουργηθεί ένα ερώτημα στο μυαλό των ανθρώπων για το τι θα συμβεί τότε.

Δεν θέλετε να υπάρχουν διατάξεις σε μια τέτοια Συνθήκη που να λένε ότι μπορείτε να τους διώξετε, γιατί αυτό δείχνει ότι είστε μάλλον αμφίβολοι γι’ αυτούς πριν ξεκινήσετε. Αλλά, αν μπορείτε να περιγράψετε το είδος των στόχων που μοιράζονται όλες αυτές οι χώρες και μία από αυτές δεν θα πρέπει πλέον να επιδιώκει αυτούς τους στόχους, τότε τίθεται η βάση για έναν διαχωρισμό» («The Vandenberg Resolution» … Res. 239, p. 93, έκδοση αμερικανικού Δημοσίου).

Η Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας ασχολήθηκε επίσης με το θέμα. Ελεγε τότε: «Η Συνθήκη έχει επικριθεί σε ορισμένους κύκλους, επειδή δεν περιέχει καμία διάταξη για την αποβολή ή την αναστολή των δικαιωμάτων ενός απείθαρχου μέλους που ενδέχεται να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, του να υποπέσει στον κομμουνισμό. Δεδομένης της φύσης του Συμφώνου και της στενής κοινότητας συμφερόντων των υπογραφόντων κρατών, η Επιτροπή πιστεύει ότι μια τέτοια διάταξη θα ήταν τόσο περιττή όσο και ακατάλληλη».

Η Σύμβαση της Βιέννης 

Και εδώ έρχεται να ξεκαθαρίσει τα πράγματα η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Γνωστή ως «Συνθήκη των Συνθηκών», θεσπίζει περιεκτικούς κανόνες, διαδικασίες και κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται, συντάσσονται, τροποποιούνται, ερμηνεύονται και γενικά λειτουργούν οι Συνθήκες. Η Σύμβαση θεωρείται κωδικοποίηση του εθιμικού διεθνούς Δικαίου και της κρατικής πρακτικής σχετικά με τις Συνθήκες.

Αν κάποια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, λοιπόν, δεν συμμορφώνεται με τις αρχές του, αυτό ισοδυναμεί με ουσιώδη παραβίαση της Συνθήκης κατά την έννοια του Αρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης, που ορίζει την «ουσιώδη παραβίαση». Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη ουσιώδους παραβίασης, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα, με ομοφωνία, να αναστείλουν τη λειτουργία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου εν όλω ή εν μέρει ή και να την τερματίσουν στις σχέσεις τους με το κράτος που πραγματοποιεί «ουσιώδη παραβίαση». Με άλλα λόγια, αρκεί μια ομόφωνη απόφαση των υπόλοιπων κρατών-μελών.

Το κατά πόσον η Τουρκία παραβιάζει ουσιωδώς τις δεσμεύσεις της είναι ένα ζήτημα που θα αποφασιστεί από τα άλλα κράτημέλη. Για παράδειγμα, ο Γερμανός νομικός Κλάους Κρες, σχολιάζοντας τις επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία, είχε αναφέρει ότι συνιστούν έκδηλη παραβίαση της απαγόρευσης χρήσης βίας, παρά τα όσα είχε ισχυριστεί η Τουρκία στον ΟΗΕ. Ομως, όπως ο ίδιος είχε επισημάνει, τα μόνα δυτικά κράτη που είχαν αναφερθεί στο Διεθνές Δίκαιο ήταν η Κύπρος, η Ελλάδα, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία: «Πρέπει να θεωρηθεί συλλογική αποτυχία να αποτραπεί το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ απέφυγαν να αναφερθούν δημόσια στην απαγόρευση της χρήσης βίας πριν από την έναρξη της επιχείρησης “Πηγή Ειρήνης”», έγραφε χαρακτηριστικά.

Η Ελλάδα όφειλε προ πολλού να είχε αναδείξει τη νομική αυτή πλευρά και να είχε αρχίσει τον προσεταιρισμό και άλλων κρατών-μελών σε αυτή την προοπτική, πόσω μάλλον όταν παραμένει στόχος της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας…


*Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά»