«H θάλασσα του καθενός φθάνει όπου και ο ορίζοντάς του», δήλωσε το Σάββατο (31/8) ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε ομιλία που παραχώρησε σε αποφοίτους της Σχολής Ναυτικού Πολέμου του Πανεπιστημίου Εθνικής Αμυνας.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο υπουργός Εξωτερικών, κ. Γεραπετρίτης, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον ΣΚΑΪ και απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με το θέμα των ερευνών στη νήσο Κάσο και τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος, είχε δηλώσει: «Στο παρελθόν, αυτό (σ.σ.: το επεισόδιο) πού θα είχε οδηγήσει; Θα είχε οδηγήσει σε μια υπερένταση, σε μια κρίση και σε μια υπαναχώρηση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Αυτό θα συνέβαινε, για να έχουμε μια πλήρη εικόνα των πραγμάτων. Πρώτον, δεν προέκυψε καμία κρίση. Δεύτερον, δεν υπήρξε καμία αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος ή αξίωσης της τουρκικής πλευράς και, τρίτον και πιο σημαντικό, το ωφέλιμο αποτέλεσμα: η έρευνα συντελέστηκε απολύτως».

Ο κύριος Γεραπετρίτης αποτύπωσε 100% εύστοχα την πολιτική πραγματικότητα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Εδώ και δεκαετίες, η πολιτική ελίτ της χώρας, ευρισκόμενη σε απόλυτη ευθυγράμμιση κατά την άποψη του υπογράφοντος με την ελληνική κοινωνία, έχει λάβει μια απόφαση. Θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην έρθει σε έντονη αντιπαράθεση με την Τουρκία και θα κάνει το παν για να την «κατευνάσει».

Εχει αποδεχθεί ότι πλέον η Τουρκία, σχεδόν σε όλα τα μεγέθη, είναι ένας ανίκητος «αντίπαλος» για την Ελλάδα, για όσο διάστημα η χώρα μας αρνείται να συζητήσει σοβαρά τη σημερινή κοινωνική της πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα. Με βάση αυτή την παραδοχή, η πολιτική ελίτ προσπαθεί απλώς να κερδίσει χρόνο για το αναπόφευκτο, την απώλεια δηλαδή των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Δημογραφικό και Τουρκία

Αναλύοντας μερικά από τα -συντριπτικά εναντίον μας- βασικά μεγέθη, θα επικεντρωθούμε σε αυτό που κατά την άποψή μας είναι το σημαντικότερο. Τη δημογραφική εικόνα των δύο χωρών. Στην απογραφή του 1928 στην Ελλάδα, που έγινε μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλαν η Συνθήκη της Λωζάννης και η Μικρασιατική Καταστροφή, ο πληθυσμός της χώρας ανήλθε σε 6.200.000 κατοίκους.

Εναν χρόνο πριν, το 1927, υπήρξε απογραφή στην Τουρκία, η οποία έδειξε ότι οι κάτοικοί της ήταν 13.600.000, λίγο πάνω από το διπλάσιο του ελληνικού πληθυσμού. Δηλαδή σχεδόν αναλογία 1/2. Το 2050, με βάση τις προβλέψεις, η Τουρκία θα έχει πληθυσμό 91 εκατομμύρια και η Ελλάδα 8,8 εκατομμύρια. Αναλογία 1/10 σχεδόν. Και μόνο αυτό το στατιστικό δεδομένο θα αρκούσε για να κατανοήσει κάποιος ότι το μέλλον αναφορικά με την ισχύ των δύο κρατών είναι ιδιαίτερα δυσοίωνο. Αν αναλύσουμε λίγο περισσότερο στα τωρινά δημογραφικά δεδομένα, η Ελλάδα το 2024 έχει ένα ποσοστό 24% ηλικιωμένων άνω των 65 ετών, ενώ αντίστοιχα η Τουρκία έχει ένα ποσοστό 10%. Δηλαδή η ελληνική κοινωνία είναι συντριπτικά πιο γερασμένη από την τουρκική.

Παράλληλα, η Τουρκία διεξάγει εδώ και δεκαετίες σειρά πολέμων τόσο στο εσωτερικό όσο και περιφερειακά. Η τουρκική κοινωνία είναι «συνηθισμένη» στην απώλεια ανθρώπινων ζώων για τα συμφέροντα της χώρας. Η εικόνα επιστροφής στρατιωτών σε φέρετρα και κήδευσής τους με τιμές ηρώων αποτελεί καθημερινότητα στην Τουρκία. Αντίστοιχη εικόνα στην Ελλάδα μάλλον θα ήταν λόγος κυβερνητικής κρίσης ή ακόμα και πτώσης μιας κυβέρνησης. Είναι η ελληνική κοινωνία έτοιμη να φερθεί ανάλογα; Να αποδεχθεί ότι η διατήρηση των κεκτημένων απαιτεί συχνά και «θυσίες»; Εξαιρετικά αμφίβολο.

Ο Γεραπετρίτης και η ελληνική κοινωνία

Αλλωστε, συχνά ακούγεται από την πολιτική ελίτ η γνωστή ρήση «μα, καλά, τι θέλετε να κάνουμε; Πόλεμο;». Οχι βέβαια, η ελληνική κοινωνία στο συλλογικό της υποσυνείδητο έχει αποκλείσει αυτό το δεδομένο, αλλά παράλληλα απαιτεί να μη χαθεί σπιθαμή εθνικού χώρου. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε τι κάνει η πολιτική ηγεσία διαχρονικά για να βελτιώσει τα ως άνω συντριπτικά εναντίον της Ελλάδας δεδομένα. Κατά την άποψη του υπογράφοντος, σχεδόν τίποτα. Το Δημογραφικό ως Νο 1 εθνικό θέμα εδώ και δεκαετίες έχει αγνοηθεί. Σχεδόν καμία κυβέρνηση δεν έχει θέσει το θέμα αυτό ως το πρώτο στην ατζέντα της. Επίσης, η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και των εθνικών κινδύνων σε σχέση με την Τουρκία στην ελληνική Παιδεία και στα σχολεία μας έχει πλέον παραπέσει. Εκτενείς αναφορές σε εθνικούς ήρωες και πατριωτικές αναφορές θεωρούνται πλέον στο πλαίσιο της «woke» κουλτούρας ως «θέματα ταμπού». Τώρα είναι η εποχή της «συμπερίληψης», δηλαδή της δημιουργίας μιας κοινωνίας «χυλό» ή μιας κοινωνίας «χωνευτήρι», η οποία δεν έχει εθνικό περιεχόμενο ή κοινές αναφορές ή συνειδητοποίηση του κοινού κινδύνου.

Η Ελλάς μαθηματικά οδεύει σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Είναι κατά την άποψή μας μια αναπόδραστη πραγματικότητα. Δύο πιθανές εναλλακτικές υπάρχουν. Η πρώτη είναι η τύχη. Δηλαδή, το συντομότερο να δημιουργηθεί κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική και στρατός. Η δεύτερη είναι η πολιτική ελίτ να πει επιτέλους τα πραγματικά δεδομένα στους πολίτες και να κάνει το παν σε όλα τα επίπεδα, ώστε η ελληνική κοινωνία να μετασχηματιστεί το συντομότερο με πρότυπο το Ισραήλ σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική οργάνωση και την κοινωνική συνειδητοποίηση. Να γίνει μια σύγχρονη «Σπάρτη» του 21ου αιώνα. Και φυσικά να αντιστρέψει τη δημογραφική κρίση άμεσα!

Τρίτη εναλλακτική δεν υπάρχει, παρά μόνο η απώλεια εθνικού χώρου. Ο ΥΠ.ΕΞ., κ. Γεραπετρίτης, ως μέλος της ελληνικής κοινωνίας, με τα όσα είπε αποτύπωσε απόλυτα τη φοβική στάση της χώρας μας. Ομως είπε και κάτι ακόμα χειρότερο, που πολλοί δεν παρατήρησαν. Συγκεκριμένα, είπε: «Η εντολή που έχουμε λάβει είναι να διασφαλίσουμε για την παρούσα και για τις επόμενες γενιές ηρεμία και ευημερία για την πατρίδα μας. Δεν είναι να είμαστε με το όπλο παρά πόδα». Αυτή η φράση αποτυπώνει με απόλυτο κυνισμό το ότι η ελληνική κοινωνία, εκφραζόμενη από τους πολιτικούς ταγούς της, έχει παραδοθεί αμαχητί στη μοίρα της. Δεν θέλει το όπλο παρά πόδα. Δεν θέλει καν το όπλο. Ο συμπαθής, όμως, κατά τα άλλα, υπουργός ξεχνάει ένα διαχρονικό αξίωμα χιλιάδων ετών: «Si vis pacem, para bellum» (Αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο). Η εθνική κλεψύδρα έχει σχεδόν αδειάσει. Πότε επιτέλους θα το κατανοήσει η πολιτική μας ελίτ; Αν όχι τώρα, πότε;

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ