Οι προσδοκίες της Άγκυρας από τη νίκη του Τραµπ
Εξ Αποκρύφων
Οι εντάσεις στο παρελθόν, τα «αγκάθια» και οι προοπτικές βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών από τη νέα συνεργασία του Ερντογάν µε τον θριαµβευτή των αµερικανικών εκλογών Ντόναλντ Τραμπ
Η Τουρκία τηρούσε προσεκτική και ουδέτερη στάση πριν από τις αµερικανικές εκλογές, που τελικά επανέφεραν τον Ντόναλντ Τραµπ παντοδύναµο στην προεδρία, αποφεύγοντας δηµόσιες δηλώσεις ή εκτιµήσεις σχετικά µε τους υποψήφιους προέδρους. Αυτή η σιωπή εξέφραζε την πρόθεση της Άγκυρας να αποφύγει πιθανή ανάµειξη, µε σκοπό να διατηρήσει σταθερές σχέσεις µε την Ουάσινγκτον, ανεξαρτήτως ποιος θα εκλεγεί.
Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο, µπορεί να ωφεληθεί από τη νίκη του Τραµπ. Ακόµη και αν η επιστροφή του πρώην προέδρου στον προεδρικό θώκο έχει «αγκάθια», σύµφωνα µε ειδικούς, θα µπορούσε τουλάχιστον να αναζωογονήσει τον διάλογο που έχει σχεδόν εκλείψει. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραµπ στον Λευκό Οίκο οι αµερικανοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από µεγάλες εντάσεις.
Επεισόδια όπως η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον το 2018, οι διαφωνίες για τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας (YPG) και η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στο δίκτυο Γκιουλέν, γνωστό σαν FETÖ, αποτυπώνουν τη συνεχή επιδείνωση των διµερών δεσµών την τελευταία δεκαετία.
Τώρα, µε την επιστροφή του Τραµπ στην εξουσία, η Άγκυρα µπορεί να προσβλέπει σε µια επιστροφή στον διάλογο. Αυτό δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Όταν οι γραφειοκράτες του Οµπάµα επανήλθαν στην εξουσία, οι δίαυλοι διαλόγου ουσιαστικά εκµηδενίστηκαν, µε πολλές υποθέσεις όπως η συµφωνία για τα F-16, τα F-35 και τη βόρεια Συρία να παραµένουν εκκρεµείς.
Τα προβλήµατα ξεκίνησαν το 2003 µε την έναρξη του πολέµου στο Ιράκ και συνεχίστηκαν στις θητείες των προέδρων Οµπάµα, Τραµπ και Μπάιντεν. Ωστόσο ο Τραµπ άκουγε τις ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά µε το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο ελέγχει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή από το 2015. Η πίεση από τις αµερικανικές στρατιωτικές δυνάµεις όµως εµπόδισε τον Τραµπ να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Συρία, όπως ζητούσε η Τουρκία.
Η επανεκλογή του Τραµπ ίσως αναζωογονήσει τον αµερικανοτουρκικό διάλογο και διευθετήσει ορισµένες κρίσεις, όπως αυτή που αφορά τη Συρία. Οι Τραµπ και Ερντογάν έχουν συναντηθεί συνολικά εννέα φορές, σε αντίθεση µε τη µία µόνο συνάντηση του Μπάιντεν µε τον Ερντογάν το 2021. Αυτές οι συναντήσεις παίζουν σηµαντικό ρόλο στις σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών. Ο Τραµπ, αν και απρόβλεπτος, πρόβαλε περισσότερο τη διαπροσωπική σχέση του µε τον Ερντογάν, η οποία βοήθησε στη µείωση των εντάσεων παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν δεν επισκέφθηκε ούτε µία φορά την Τουρκία, αλλά ούτε κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Αρνήθηκε µάλιστα να διακόψει τη στήριξή του στο κουρδικό YPG και να εκδώσει τον Γκιουλέν και άλλα στελέχη του FETÖ. Σε αντίθεση µε τον Τραµπ, ο Μπάιντεν ακολούθησε µια σταθερή, ως επί το πλείστον θεσµική και συνεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, χωρίς απότοµες αλλαγές ή αντιφάσεις. Πιο πρόσφατα η Άγκυρα, ως ένθερµος υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήµατος, έχει επανειληµµένα κατακρίνει τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν για την παροχή στρατιωτικής και πολιτικής κάλυψης στο Ισραήλ και τις «πολεµικές του εγκληµατικές ενέργειες».
Επίσης, η Τουρκία θεωρεί απαράδεκτη τη σταθερή υποστήριξη του Τραµπ στο Ισραήλ. Αρκετοί Τούρκοι θεωρούσαν ότι η Χάρις -δεν είχε δώσει δείγµατα σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής- θα µπορούσε να αποκαταστήσει τη ζηµιά που έχει προκαλέσει ο Μπάιντεν στις σχέσεις Ουάσινγκτον - Άγκυρας ή να εφαρµόσει νέα πολιτική προς την Τουρκία. ∆εν θα το µάθουµε ποτέ. Οι σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας χρειάζονται ανασυγκρότηση και οι εξελίξεις µπορεί να προσφέρουν ευκαιρίες για µια πιο εποικοδοµητική προσέγγιση. Ένας κρίσιµος και καθοριστικός παράγοντας είναι ότι ο ίδιος ο Ερντογάν έχει οικοδοµήσει την πολιτική του εικόνα στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως στην εκλογική βάση του ως ηγέτης στο τιµόνι µιας ισχυρής και ανερχόµενης δύναµης. Αυτή η στρατηγική τον ενισχύει, προβάλλοντας την ηγεσία του σαν εγγύηση για περαιτέρω ανάπτυξη και σταθερότητα στην Τουρκία, γεγονός που του εξασφαλίζει λαϊκή υποστήριξη.
Εν κατακλείδι, η Τουρκία και οι Ηνωµένες Πολιτείες βρίσκονται σε µια κοµβική καµπή των σχέσεών τους, καθώς η πολιτική κατεύθυνση και η στρατηγική συνεργασία τους θα εξαρτηθούν σε µεγάλο βαθµό από τη στάση του Τραµπ. Ο διάλογος και η συνεργασία αποτελούν κρίσιµα στοιχεία για την επίλυση των προκλήσεων που αντιµετωπίζουν οι δύο χώρες και η ανάγκη για µια ισχυρή και εποικοδοµητική σχέση είναι πιο επιτακτική από ποτέ, µε την τουρκική αµυντική στρατηγική να παραµένει θεµέλιος λίθος της πολιτικής της Άγκυρας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο, µπορεί να ωφεληθεί από τη νίκη του Τραµπ. Ακόµη και αν η επιστροφή του πρώην προέδρου στον προεδρικό θώκο έχει «αγκάθια», σύµφωνα µε ειδικούς, θα µπορούσε τουλάχιστον να αναζωογονήσει τον διάλογο που έχει σχεδόν εκλείψει. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραµπ στον Λευκό Οίκο οι αµερικανοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από µεγάλες εντάσεις.
Επεισόδια όπως η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον το 2018, οι διαφωνίες για τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας (YPG) και η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στο δίκτυο Γκιουλέν, γνωστό σαν FETÖ, αποτυπώνουν τη συνεχή επιδείνωση των διµερών δεσµών την τελευταία δεκαετία.
Επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία - Επιστροφή στον διάλογο αναμένει η Τουρκία
Τώρα, µε την επιστροφή του Τραµπ στην εξουσία, η Άγκυρα µπορεί να προσβλέπει σε µια επιστροφή στον διάλογο. Αυτό δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Όταν οι γραφειοκράτες του Οµπάµα επανήλθαν στην εξουσία, οι δίαυλοι διαλόγου ουσιαστικά εκµηδενίστηκαν, µε πολλές υποθέσεις όπως η συµφωνία για τα F-16, τα F-35 και τη βόρεια Συρία να παραµένουν εκκρεµείς. Τα προβλήµατα ξεκίνησαν το 2003 µε την έναρξη του πολέµου στο Ιράκ και συνεχίστηκαν στις θητείες των προέδρων Οµπάµα, Τραµπ και Μπάιντεν. Ωστόσο ο Τραµπ άκουγε τις ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά µε το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο ελέγχει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή από το 2015. Η πίεση από τις αµερικανικές στρατιωτικές δυνάµεις όµως εµπόδισε τον Τραµπ να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Συρία, όπως ζητούσε η Τουρκία.
Η επανεκλογή του Τραµπ ίσως αναζωογονήσει τον αµερικανοτουρκικό διάλογο και διευθετήσει ορισµένες κρίσεις, όπως αυτή που αφορά τη Συρία. Οι Τραµπ και Ερντογάν έχουν συναντηθεί συνολικά εννέα φορές, σε αντίθεση µε τη µία µόνο συνάντηση του Μπάιντεν µε τον Ερντογάν το 2021. Αυτές οι συναντήσεις παίζουν σηµαντικό ρόλο στις σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών. Ο Τραµπ, αν και απρόβλεπτος, πρόβαλε περισσότερο τη διαπροσωπική σχέση του µε τον Ερντογάν, η οποία βοήθησε στη µείωση των εντάσεων παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν δεν επισκέφθηκε ούτε µία φορά την Τουρκία, αλλά ούτε κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Αρνήθηκε µάλιστα να διακόψει τη στήριξή του στο κουρδικό YPG και να εκδώσει τον Γκιουλέν και άλλα στελέχη του FETÖ. Σε αντίθεση µε τον Τραµπ, ο Μπάιντεν ακολούθησε µια σταθερή, ως επί το πλείστον θεσµική και συνεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, χωρίς απότοµες αλλαγές ή αντιφάσεις. Πιο πρόσφατα η Άγκυρα, ως ένθερµος υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήµατος, έχει επανειληµµένα κατακρίνει τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν για την παροχή στρατιωτικής και πολιτικής κάλυψης στο Ισραήλ και τις «πολεµικές του εγκληµατικές ενέργειες».
Επίσης, η Τουρκία θεωρεί απαράδεκτη τη σταθερή υποστήριξη του Τραµπ στο Ισραήλ. Αρκετοί Τούρκοι θεωρούσαν ότι η Χάρις -δεν είχε δώσει δείγµατα σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής- θα µπορούσε να αποκαταστήσει τη ζηµιά που έχει προκαλέσει ο Μπάιντεν στις σχέσεις Ουάσινγκτον - Άγκυρας ή να εφαρµόσει νέα πολιτική προς την Τουρκία. ∆εν θα το µάθουµε ποτέ. Οι σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας χρειάζονται ανασυγκρότηση και οι εξελίξεις µπορεί να προσφέρουν ευκαιρίες για µια πιο εποικοδοµητική προσέγγιση. Ένας κρίσιµος και καθοριστικός παράγοντας είναι ότι ο ίδιος ο Ερντογάν έχει οικοδοµήσει την πολιτική του εικόνα στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως στην εκλογική βάση του ως ηγέτης στο τιµόνι µιας ισχυρής και ανερχόµενης δύναµης. Αυτή η στρατηγική τον ενισχύει, προβάλλοντας την ηγεσία του σαν εγγύηση για περαιτέρω ανάπτυξη και σταθερότητα στην Τουρκία, γεγονός που του εξασφαλίζει λαϊκή υποστήριξη.
Ερντογάν: Στρατηγικής σηµασίας η ενίσχυσης της αµυντικής βιοµηχανίας
Στην οµιλία του ανήµερα της 101ης επετείου από την ανακήρυξη της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας ο Ερντογάν τόνισε τη στρατηγική σηµασία της ενίσχυσης της αµυντικής βιοµηχανίας, δηλώνοντας ότι η Τουρκία έχει κατακτήσει την κορυφή στην παγκόσµια παραγωγή ένοπλων µη επανδρωµένων αεροσκαφών. Από το 2018 το 65% των παγκόσµιων πωλήσεων UAV/ drones πραγµατοποιείται από τουρκικές εταιρείες, γεγονός που αναδεικνύει την τεχνολογική πρόοδο της χώρας στον τοµέα αυτόν. Εξήγγειλε επίσης την ενίσχυση της χώρας µε πυραυλικά συστήµατα µεγάλου βεληνεκούς, υπογραµµίζοντας την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να ενισχύσει περαιτέρω τις αµυντικές της δυνατότητες και να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια.Εν κατακλείδι, η Τουρκία και οι Ηνωµένες Πολιτείες βρίσκονται σε µια κοµβική καµπή των σχέσεών τους, καθώς η πολιτική κατεύθυνση και η στρατηγική συνεργασία τους θα εξαρτηθούν σε µεγάλο βαθµό από τη στάση του Τραµπ. Ο διάλογος και η συνεργασία αποτελούν κρίσιµα στοιχεία για την επίλυση των προκλήσεων που αντιµετωπίζουν οι δύο χώρες και η ανάγκη για µια ισχυρή και εποικοδοµητική σχέση είναι πιο επιτακτική από ποτέ, µε την τουρκική αµυντική στρατηγική να παραµένει θεµέλιος λίθος της πολιτικής της Άγκυρας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή