mitsotakis-kypriako-trumo

Το Κυπριακό στην εποχή του Τραµπ

Άρθρο γνώμης

Σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής αναµένεται να εµπεριέχει εκπλήξεις, κινήσεις µη προβλέψιµες, που πιθανόν να χαρακτηρίζονται από διαπραγµατεύσεις και τακτικές εντάσεις

Στις 14 Ιανουαρίου 2025, ηγετικά στελέχη της κοινοβουλευτικής οµάδας προώθησης ελληνικών θεµάτων στο Κογκρέσο (Hellenic Caucus) κατέθεσαν νοµοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ µε στόχο τη µόνιµη άρση του εµπάργκο πώλησης όπλων στην Κυπριακή ∆ηµοκρατία.

Λίγες µέρες πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, ο Τζο Μπάιντεν ενέταξε την Κύπρο σε τρία εξοπλιστικά προγράµµατα των ΗΠΑ, δηλαδή προχώρησε σε επίσηµη άρση του εµπάργκο όπλων.

Αυτή η νοµοθετική πρωτοβουλία αποσκοπεί στην κατάργηση της ετήσιας ανανέωσης της άρσης του εµπάργκο, ανοίγοντας τον δρόµο για την απόκτηση αµερικανικών οπλικών συστηµάτων από την Κύπρο και ενδυναµώνοντας περαιτέρω τους αµυντικούς δεσµούς µεταξύ Ουάσινγκτον και Λευκωσίας. Ήδη καταγράφεται έντονη αντίδραση από το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, που ζητά από τη νέα αµερικανική κυβέρνηση του Ντόναλτ Τραµπ να ακυρώσει την απόφαση του προκατόχου του.

Το κύριο ερώτηµα είναι αν θα διασφαλιστεί ότι η απόφαση Μπάιντεν θα ισχύσει και επί διακυβέρνησης Τραµπ. Αν και συνήθως τέτοιες αποφάσεις δεσµεύουν το κράτος, αλλά µε τον Τραµπ στην εξουσία δεν υπάρχουν ακλόνητες βεβαιότητες.

Η νέα αµερικανική ηγεσία αναµένεται ότι θα διαµορφώσει µια νέα διεθνοπολιτική και γεωοικονοµική πραγµατικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ισραήλ, Αίγυπτος, Τουρκία, Συρία, Κύπρος, Ελλάδα, Κούρδοι θα αποτελέσουν το σύµπλοκο που θα δοµηθεί µε κεντρικό άξονα την αµερικανική διπλωµατία. Ο Τραµπ έχει ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό του Ισραήλ και στηρίζει τις επιλογές του Νετανιάχου στην προώθηση των συµφερόντων του κράτους του τελευταίου στην ευρύτερη περιοχή, αδιαφορώντας για το κόστος, όχι µόνο σε πολιτικό αλλά και σε ανθρωπιστικό επίπεδο.

Η κυβέρνηση του Ισραήλ έχει αναγνωρίσει ότι Ελλάδα και Κύπρος παρέχουν το αναγκαίο «στρατηγικό βάθος» στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού, ενώ, και εφόσον κατασκευαστεί τελικά ο αγωγός EastMed, αναδεικνύει το Ισραήλ σε ισχυρό πάροχο ενέργειας της ΕΕ, µε την Κύπρο και την Ελλάδα ως διαµετακοµιστικούς κόµβους. Ο αγωγός Ανατολικής Μεσογείου (EastMed) είναι ένας υπό µελέτη θαλάσσιος και χερσαίος αγωγός φυσικού αερίου, που θα συνδέσει τις ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος) µε την ηπειρωτική Ελλάδα µέσω της Κύπρου και της Κρήτης, καθώς και προς την Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές περιοχές.

Η ισραηλινή κυβέρνηση εκτιµά ιδιαίτερα, όπως και η αµερικανική διπλωµατία, την πολιτική στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στις καταστροφικές και δολοφονικές επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας.

Η εξέλιξη των σχέσεων των ΗΠΑ µε την Τουρκία θα επιδράσει κατά τρόπο αποφασιστικό, θετικό ή αρνητικό, στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Η δυναµική των σχέσεων µεταξύ του Ντόναλντ Τραµπ και της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν είναι ένα θέµα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς επιδέχεται πολυδιάστατη ανάλυση, βασισµένη σε γεωπολιτικά, γεωοικονοµικά, επιχειρηµατικά και στρατηγικά συµφέροντα.

Σε Κεντροανατολική Ευρώπη, Ευρασία, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, εκεί όπου θα προβληθεί ένα πλαίσιο στρατηγικών προτεραιοτήτων της αµερικανικής διπλωµατίας, διακυβεύονται εθνικά συµφέροντα µεταξύ αυτών και κυριαρχικών δικαιωµάτων των κρατών της προειρηµένης γεωγραφική, περιοχής, που η κλαγγή των όπλων ακούγεται και πέραν του Ατλαντικού, στον Λευκό Οίκο.

Η ενεργειακή ασφάλεια και οι παράνοµες διεκδικήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου θα αναδειχτούν από Ελλάδα και Κυπριακή ∆ηµοκρατία ως κεντρικό σηµείο αντιπαράθεσης µε την Τουρκία και θα αναζητηθεί ο παρεµβατικός ρόλος της αµερικανικής διπλωµατίας. Εάν ο Τραµπ αποφασίσει να υποστηρίξει την Τουρκία, αυτό θα σηµαίνει επιδείνωση της σχέσης των ΗΠΑ µε την Κύπρο και την Ελλάδα, εκτός κι αν «προκύψει» συµφωνία για συµβιβασµό µε «αµοιβαίες» υποχωρήσεις.

Ο Ερντογάν διεκδικεί κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή, µε προκλητικές ενέργειες όπως οι γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ και οι διεκδικήσεις στις θαλάσσιες ζώνες που αµφισβητούνται από την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Ελλάδα έχει συνάψει ισχυρή στρατιωτική συµφωνία µε ΗΠΑ, που ενισχύει τη στρατηγική συνεργασία τους, έχοντας παραχωρήσει στρατιωτικές βάσεις, µεταξύ αυτών της Σούδας, της Αλεξανδρούπολης, της Λάρισας και της Ανδραβίδας, προς χρήση και αξιοποίηση από τις αµερικανικές ένοπλες δυνάµεις. Η απόκτηση των µαχητικών αεροσκαφών F-35 αποτελεί σηµαντικό ζήτηµα για την Ελλάδα και την Τουρκία επηρεάζοντας τις στρατιωτικές ισορροπίες στην περιοχή.

Η Ελλάδα έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την απόκτηση των F-35, ενώ η Τουρκία είχε αρχικά συµµετάσχει στο πρόγραµµα, αλλά αποκλείστηκε λόγω της αγοράς του ρωσικού συστήµατος S-400. Με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραµπ στις 20 Ιανουαρίου 2025, παραµένει ασαφές πώς θα διαµορφωθεί η πολιτική της νέας αµερικανικής κυβέρνησης όσον αφορά την πώληση των F-35 στην Ελλάδα και την Τουρκία. Κοντολογίς, η νέα προεδρική θητεία του Τραµπ σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής αναµένεται να εµπεριέχει εκπλήξεις, κινήσεις µη προβλέψιµες, που πιθανόν να χαρακτηρίζονται από διαπραγµατεύσεις, προσωρινούς συµβιβασµούς και τακτικές εντάσεις.

Κρίσιµα ζητήµατα, όπως η στρατηγική σηµασία της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασµό µε την αµερικανική στάση απέναντι στη Ρωσία, οι ρωσικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι S-400 που έχουν ενταχθεί στην αεράµυνα της Τουρκίας, οι σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας, το Κουρδικό, η Συρία, το Κυπριακό, οι στρατιωτικές συγκρούσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και οι γεωπολιτικές αναταράξεις, ενδέχεται να θέσουν σε δοκιµασία επαναπροσδιορισµού το επίπεδο των αµερικανοτουρκικών σχέσεων.

Επιπροσθέτως, παρά τα «καλά λόγια» του Τραµπ για τον Ταγίπ Ερντογάν, το πιθανότερο είναι οι προτεραιότητες της αµερικανικής διπλωµατίας να επικεντρώνονται στις σχέσεις µε το Ισραήλ και τις «συµφωνίες του Αβραάµ» και στην προστασία των Κούρδων της Συρίας, στρατηγικές επιλογές της αµερικανικής διπλωµατίας που θα δοκιµάσουν το επίπεδο των αµερικανοτουρκικών σχέσεων.

Πολλοί διεθνείς αναλυτές συµφωνούν, grosso modo, στον ορισµό του τραµπισµού, ως εξής: O τραµπισµός είναι πολιτικό κίνηµα που περιλαµβάνει λαϊκισµό, εθνικισµό, σκεπτικισµό προς παγκόσµιους οργανισµούς και αµφισβήτηση της πολιτικής ορθότητας, προωθώντας πολιτικές υπέρ της εθνικής κυριαρχίας.


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»