Το Δίκαιο της Θάλασσας, μια ιστορική αναδρομή
Άρθρο γνώμης
Είχε φτάσει η ώρα για να υπάρξει, σε ισότιμη βάση, μια νέα σχέση μεταξύ των κρατών της Γης, απελευθερωμένη από τα μονοπωλιακά προνόμια ορισμένων μεγάλων δυνάμεων
Πριν προχωρήσουμε σε μια επισκόπηση της νέας Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, χρειάζεται να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Διακρίνονται οι εξής φάσεις: Αρχικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1945, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, υπέγραψε μια διακήρυξη που αναγνώριζε το αποκλειστικό δικαίωμα στις ΗΠΑ να εκμεταλλεύονται τους πόρους της υφαλοκρηπίδας τους. Αυτή η διακήρυξη δεν διεκδικούσε κυριαρχία πάνω στην αμερικανική υφαλοκρηπίδα, αλλά μόνο δικαιοδοσία στους πόρους της και, βέβαια, διευκρίνιζε ότι δεν θιγόταν η αρχή της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας. Η διακήρυξη αυτή του προέδρου Τρούμαν υπήρξε η πρώτη πρόκληση για την επέκταση των δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών πέρα από τα τρία μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης και θεωρείται ότι αποτελεί την αρχή των σύγχρονων εξελίξεων στα θέματα του Δικαίου της Θάλασσας.
Σύντομα μετά τη διακήρυξη αυτή εμφανίστηκαν στο προσκήνιο διεκδικήσεις από χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πρώτη ήταν η Χιλή, η οποία πήρε την πρωτοβουλία και διακήρυξε μια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων, με βάση ένα προεδρικό διάταγμα στις 23 Ιουνίου 1947. Αμέσως ακολούθησε το Περού, με ένα παρόμοιο διάταγμα, την 1η Αυγούστου 1947. Ετσι φτάνουμε στις 18 Αυγούστου 1952, με τη Διακήρυξη του Σαντιάγκο, η οποία υπογράφτηκε από τη Χιλή, το Περού και τον Ισημερινό έπειτα από κοινή διάσκεψη. Οι κυβερνήσεις των τριών αυτών κρατών διακήρυξαν την κυριαρχία τους σε απόσταση 200 ν.μ. από τις ακτές τους, με σκοπό να προστατεύσουν και να διατηρήσουν τους θαλάσσιους πόρους τους.
Το 1947 τα Ηνωμένα Εθνη εξουσιοδότησαν την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου με σκοπό αυτή να μελετήσει ένα νέο νομικό καθεστώς για τις θάλασσες και να εξετάσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από έναν περιορισμό της κυριαρχίας των παράκτιων κρατών μέσα στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Επειτα από μελέτες δέκα ετών, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε να συγκαλέσει την Πρώτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS Ι), το 1958, στη Γενεύη. Αυτή η διάσκεψη δημιούργησε τέσσερις συμβάσεις για το Δίκαιο της Θάλασσας και ένα πρωτόκολλο.
1. Τη σύμβαση για την αιγιαλίτιδα ζώνη και τη συνορεύουσα ζώνη.
2. Τη σύμβαση για την ανοιχτή θάλασσα.
3. Τη σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζωντανών πόρων της ανοιχτής θάλασσας.
4. Τη σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα.
5. Το πρωτόκολλο για την επίλυση των διαφορών.
Το UNCLOS Ι όμως δεν μπόρεσε να συμφωνήσει στα εξής θέματα:
1. Στο μήκος της αιγιαλίτιδας ζώνης.
2. Στο μήκος των ευθειών γραμμών βάσης.
3. Σε έναν ξεκάθαρο ορισμό της υφαλοκρηπίδας.
4. Στο μήκος μιας αποκλειστικής αλιευτικής ζώνης.
Γι’ αυτόν τον λόγο πραγματοποιήθηκε το 1982 -πάλι στη Γενεύη- η Δεύτερη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS II), με κύρια θέματα συζήτησης τον καθορισμό του μήκους της αιγιαλίτιδας ζώνης και τον καθορισμό των αποκλειστικών ζωνών αλιείας. Παρόλο που η UNCLOS II είχε περιορισμένη ημερήσια διάταξη, δεν κατάφερε να βρει λύσεις και στα δύο θέματα και επομένως η ανάγκη για μια τρίτη διεθνή διάσκεψη ήταν πλέον θέμα χρόνου. Ετσι, ο ΟΗΕ αποφάσισε να αναλάβει μια φιλόδοξη πρωτοβουλία και να δημιουργήσει το UNCLOS ΙΙΙ (1973-1982). Αυτή η (δεύτερη) διάσκεψη είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το Σύνταγμα των Ωκεανών, το οποίο αποτελείται από 320 άρθρα και 9 παραρτήματα και υπογράφτηκε στην πόλη Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα, στις 10 Δεκεμβρίου 1982.
H Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός. Είναι το σύμβολο και o αγγελιαφόρος μιας νέας εποχής στην ανάπτυξη του Διεθνούς Δικαίου, της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας και της διεθνούς κοινωνίας. Αυτή η σύμβαση αποτελεί μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των ιδεών της διεθνούς κοινωνίας. Η Σύμβαση του 1982 είναι ένα επαναστατικό γεγονός για τρεις βασικούς λόγους: Πρώτον, αποδεικνύει ότι η διεθνής κοινωνία διαθέτετώρα μια καινούργια ιδέα, η οποία έχει επικεντρωθεί στη θέληση των κρατών να μπει μια τάξη στους ωκεανούς και στις θάλασσες. Δεύτερον, είναι μια επίδειξη της θέλησης και της ικανότητας της διεθνούς κοινωνίας να επιζητεί μια διανεμητική δικαιοσύνη μέσω ομαλών πολιτικών εξελίξεων. Τρίτον, χαρακτηρίζει την ανάδυση μιας συνείδησης της διεθνούς κοινωνίας, που διαφέρει από εκείνη της κοινωνίας του έθνους-κράτους.
«Το ζήτημα των διαφορετικών διεκδικήσεων για τα χωρικά ύδατα (επανα)τέθηκε (ως θέμα) στον ΟΗΕ το 1967 εκ μέρους της Μάλτας. Ετσι, το 1973 συγκλήθηκε η Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας στη Νέα Υόρκη». Μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις κύριους κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους για τις διαπραγματεύσεις και την ανάγκη υιοθέτησης μιας νέας σύμβασης, της τρίτης, για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι όταν δημιουργήθηκαν οι προηγούμενες συμβάσεις περίπου τα μισά από τα σημερινά μέλη του ΟΗΕ δεν ήταν ανεξάρτητα κράτη. Επομένως, είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν μια αναθεώρηση της υφιστάμενης τάξης, η οποία αφορούσε τα δύο τρίτα της επιφάνειας του πλανήτη μας. O δεύτερος λόγος είναι ότι η σύγχρονη τεχνολογία έκανε δυνατή πλέον και πιο εύκολη τη διερεύνηση, την εξερεύνηση, την οργάνωση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του. Ο τρίτος λόγος είναι ότι είχε φτάσει η ώρα για να υπάρξει, σε ισότιμη βάση, μια νέα σχέση μεταξύ των κρατών της Γης, απελευθερωμένη από τα μονοπωλιακά προνόμια ορισμένων μεγάλων δυνάμεων. Συνεπώς η Σύμβαση αποτελεί στο σύνολό της ένα σημαντικό εργαλείο στην πάλη για τη δημιουργία της Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης. Επίσης παρέχει, με την παγκοσμιότητά της και την εξισορρόπηση των τάσεων, μια πλήρη και σταθερή βάση για τη δημιουργία μιας αμοιβαίας συνεργασίας ανάμεσα στα αναπτυσσόμενα και ανεπτυγμένα κράτη και επομένως αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ειρήνη, στην τάξη και στη διεθνή συνεργασία σε θέματα που αφορούν τα δύο τρίτα του πλανήτη μας.
H νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί ένα αλληλοεξαρτώμενο και πολύπλοκο πακέτο προτάσεων. Το Μέρος XI αυτής μαζί με τα Παραρτήματα (Annexes) και τις δύο Αποφάσεις (Resolutions) της Τελικής Πράξης αντιπροσωπεύουν μια συμβιβαστική λύση, η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από επίπονες και επίμονες διαπραγματεύσεις, που διήρκεσαν εννέα χρόνια. Ηταν ξεκάθαρο σε όλους αυτούς που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη ότι η μεγάλη επιτυχία ήταν δυνατή μόνο επειδή κανένας δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος και όλοι επιθυμούσαν την εξεύρεση ενός συμβιβασμού. Ολοι οι αντιπρόσωποι είχαν αντιληφθεί ότι αυτή ήταν η μοναδική και αναπόφευκτη λύση, εφόσον η παγκόσμια κοινωνία επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα Σύνταγμα των Ωκεανών.
Πολύ σπάνια έχουν δοθεί ευκαιρίες στο ανθρώπινο γένος να αναπτύξει μια παγκόσμια κοινωνική συνείδηση. Μία από αυτές τις ευκαιρίες υπήρξε η Τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την οποία αντιπρόσωποι από όλους τους λαούς του κόσμου συναντήθηκαν για πρώτη φορά έχοντας υπόψη τους το κοινό συμφέρον της ανθρωπότητας. Ηκοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας αποτελεί την κορωνίδα αυτής της διάσκεψης. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί οι αντιπρόσωποι δεν δρούσαν αυτοτελώς, αλλά αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα των εθνών-κρατών τους.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Διακρίνονται οι εξής φάσεις: Αρχικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1945, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, υπέγραψε μια διακήρυξη που αναγνώριζε το αποκλειστικό δικαίωμα στις ΗΠΑ να εκμεταλλεύονται τους πόρους της υφαλοκρηπίδας τους. Αυτή η διακήρυξη δεν διεκδικούσε κυριαρχία πάνω στην αμερικανική υφαλοκρηπίδα, αλλά μόνο δικαιοδοσία στους πόρους της και, βέβαια, διευκρίνιζε ότι δεν θιγόταν η αρχή της ελευθερίας της ανοιχτής θάλασσας. Η διακήρυξη αυτή του προέδρου Τρούμαν υπήρξε η πρώτη πρόκληση για την επέκταση των δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών πέρα από τα τρία μίλια της αιγιαλίτιδας ζώνης και θεωρείται ότι αποτελεί την αρχή των σύγχρονων εξελίξεων στα θέματα του Δικαίου της Θάλασσας.
Σύντομα μετά τη διακήρυξη αυτή εμφανίστηκαν στο προσκήνιο διεκδικήσεις από χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πρώτη ήταν η Χιλή, η οποία πήρε την πρωτοβουλία και διακήρυξε μια ζώνη 200 ναυτικών μιλίων, με βάση ένα προεδρικό διάταγμα στις 23 Ιουνίου 1947. Αμέσως ακολούθησε το Περού, με ένα παρόμοιο διάταγμα, την 1η Αυγούστου 1947. Ετσι φτάνουμε στις 18 Αυγούστου 1952, με τη Διακήρυξη του Σαντιάγκο, η οποία υπογράφτηκε από τη Χιλή, το Περού και τον Ισημερινό έπειτα από κοινή διάσκεψη. Οι κυβερνήσεις των τριών αυτών κρατών διακήρυξαν την κυριαρχία τους σε απόσταση 200 ν.μ. από τις ακτές τους, με σκοπό να προστατεύσουν και να διατηρήσουν τους θαλάσσιους πόρους τους.
Το 1947 τα Ηνωμένα Εθνη εξουσιοδότησαν την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου με σκοπό αυτή να μελετήσει ένα νέο νομικό καθεστώς για τις θάλασσες και να εξετάσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από έναν περιορισμό της κυριαρχίας των παράκτιων κρατών μέσα στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους. Επειτα από μελέτες δέκα ετών, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε να συγκαλέσει την Πρώτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS Ι), το 1958, στη Γενεύη. Αυτή η διάσκεψη δημιούργησε τέσσερις συμβάσεις για το Δίκαιο της Θάλασσας και ένα πρωτόκολλο.
1. Τη σύμβαση για την αιγιαλίτιδα ζώνη και τη συνορεύουσα ζώνη.
2. Τη σύμβαση για την ανοιχτή θάλασσα.
3. Τη σύμβαση για την αλιεία και τη διατήρηση των ζωντανών πόρων της ανοιχτής θάλασσας.
4. Τη σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα.
5. Το πρωτόκολλο για την επίλυση των διαφορών.
Το UNCLOS Ι όμως δεν μπόρεσε να συμφωνήσει στα εξής θέματα:
1. Στο μήκος της αιγιαλίτιδας ζώνης.
2. Στο μήκος των ευθειών γραμμών βάσης.
3. Σε έναν ξεκάθαρο ορισμό της υφαλοκρηπίδας.
4. Στο μήκος μιας αποκλειστικής αλιευτικής ζώνης.
Γι’ αυτόν τον λόγο πραγματοποιήθηκε το 1982 -πάλι στη Γενεύη- η Δεύτερη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS II), με κύρια θέματα συζήτησης τον καθορισμό του μήκους της αιγιαλίτιδας ζώνης και τον καθορισμό των αποκλειστικών ζωνών αλιείας. Παρόλο που η UNCLOS II είχε περιορισμένη ημερήσια διάταξη, δεν κατάφερε να βρει λύσεις και στα δύο θέματα και επομένως η ανάγκη για μια τρίτη διεθνή διάσκεψη ήταν πλέον θέμα χρόνου. Ετσι, ο ΟΗΕ αποφάσισε να αναλάβει μια φιλόδοξη πρωτοβουλία και να δημιουργήσει το UNCLOS ΙΙΙ (1973-1982). Αυτή η (δεύτερη) διάσκεψη είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το Σύνταγμα των Ωκεανών, το οποίο αποτελείται από 320 άρθρα και 9 παραρτήματα και υπογράφτηκε στην πόλη Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα, στις 10 Δεκεμβρίου 1982.
H Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας του 1982 είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός. Είναι το σύμβολο και o αγγελιαφόρος μιας νέας εποχής στην ανάπτυξη του Διεθνούς Δικαίου, της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας και της διεθνούς κοινωνίας. Αυτή η σύμβαση αποτελεί μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία των ιδεών της διεθνούς κοινωνίας. Η Σύμβαση του 1982 είναι ένα επαναστατικό γεγονός για τρεις βασικούς λόγους: Πρώτον, αποδεικνύει ότι η διεθνής κοινωνία διαθέτετώρα μια καινούργια ιδέα, η οποία έχει επικεντρωθεί στη θέληση των κρατών να μπει μια τάξη στους ωκεανούς και στις θάλασσες. Δεύτερον, είναι μια επίδειξη της θέλησης και της ικανότητας της διεθνούς κοινωνίας να επιζητεί μια διανεμητική δικαιοσύνη μέσω ομαλών πολιτικών εξελίξεων. Τρίτον, χαρακτηρίζει την ανάδυση μιας συνείδησης της διεθνούς κοινωνίας, που διαφέρει από εκείνη της κοινωνίας του έθνους-κράτους.
«Το ζήτημα των διαφορετικών διεκδικήσεων για τα χωρικά ύδατα (επανα)τέθηκε (ως θέμα) στον ΟΗΕ το 1967 εκ μέρους της Μάλτας. Ετσι, το 1973 συγκλήθηκε η Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας στη Νέα Υόρκη». Μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις κύριους κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους για τις διαπραγματεύσεις και την ανάγκη υιοθέτησης μιας νέας σύμβασης, της τρίτης, για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι όταν δημιουργήθηκαν οι προηγούμενες συμβάσεις περίπου τα μισά από τα σημερινά μέλη του ΟΗΕ δεν ήταν ανεξάρτητα κράτη. Επομένως, είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν μια αναθεώρηση της υφιστάμενης τάξης, η οποία αφορούσε τα δύο τρίτα της επιφάνειας του πλανήτη μας. O δεύτερος λόγος είναι ότι η σύγχρονη τεχνολογία έκανε δυνατή πλέον και πιο εύκολη τη διερεύνηση, την εξερεύνηση, την οργάνωση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του. Ο τρίτος λόγος είναι ότι είχε φτάσει η ώρα για να υπάρξει, σε ισότιμη βάση, μια νέα σχέση μεταξύ των κρατών της Γης, απελευθερωμένη από τα μονοπωλιακά προνόμια ορισμένων μεγάλων δυνάμεων. Συνεπώς η Σύμβαση αποτελεί στο σύνολό της ένα σημαντικό εργαλείο στην πάλη για τη δημιουργία της Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης. Επίσης παρέχει, με την παγκοσμιότητά της και την εξισορρόπηση των τάσεων, μια πλήρη και σταθερή βάση για τη δημιουργία μιας αμοιβαίας συνεργασίας ανάμεσα στα αναπτυσσόμενα και ανεπτυγμένα κράτη και επομένως αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ειρήνη, στην τάξη και στη διεθνή συνεργασία σε θέματα που αφορούν τα δύο τρίτα του πλανήτη μας.
H νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί ένα αλληλοεξαρτώμενο και πολύπλοκο πακέτο προτάσεων. Το Μέρος XI αυτής μαζί με τα Παραρτήματα (Annexes) και τις δύο Αποφάσεις (Resolutions) της Τελικής Πράξης αντιπροσωπεύουν μια συμβιβαστική λύση, η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από επίπονες και επίμονες διαπραγματεύσεις, που διήρκεσαν εννέα χρόνια. Ηταν ξεκάθαρο σε όλους αυτούς που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη ότι η μεγάλη επιτυχία ήταν δυνατή μόνο επειδή κανένας δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος και όλοι επιθυμούσαν την εξεύρεση ενός συμβιβασμού. Ολοι οι αντιπρόσωποι είχαν αντιληφθεί ότι αυτή ήταν η μοναδική και αναπόφευκτη λύση, εφόσον η παγκόσμια κοινωνία επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα Σύνταγμα των Ωκεανών.
Πολύ σπάνια έχουν δοθεί ευκαιρίες στο ανθρώπινο γένος να αναπτύξει μια παγκόσμια κοινωνική συνείδηση. Μία από αυτές τις ευκαιρίες υπήρξε η Τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την οποία αντιπρόσωποι από όλους τους λαούς του κόσμου συναντήθηκαν για πρώτη φορά έχοντας υπόψη τους το κοινό συμφέρον της ανθρωπότητας. Ηκοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας αποτελεί την κορωνίδα αυτής της διάσκεψης. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί οι αντιπρόσωποι δεν δρούσαν αυτοτελώς, αλλά αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα των εθνών-κρατών τους.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά