Η Ευρώπη πιστεύει ότι είναι έτοιµη για τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραµπ. Έχοντας επιβιώσει από την πρώτη του προεδρία, οι Ευρωπαίοι αξιωµατούχοι θεωρούν πως έχουν βρει τη «συνταγή» για να διαχειριστούν µια επανάληψη. Ωστόσο η αυτοπεποίθησή τους είναι αβάσιµη. Εστιάζοντας σε λανθασµένους στόχους και απορροφηµένοι από εσωτερικές πολιτικές κρίσεις, οι Ευρωπαίοι δεν είναι κατάλληλα προετοιµασµένοι για τις προκλήσεις της δεύτερης θητείας του Τραµπ.

Το πιο σηµαντικό είναι ότι οι Ευρωπαίοι αξιωµατούχοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόµη την έκταση και την επείγουσα ανάγκη των αλλαγών που θα απαιτηθούν στη στρατιωτική στρατηγική και τις αµυντικές δαπάνες. Οι φιλοφρονήσεις και οι υποσχέσεις µπορεί να κατευνάσουν προσωρινά τον Τραµπ, αλλά δεν θα ανατρέψουν τα σχέδιά του να µειώσει τη στρατιωτική δέσµευση των ΗΠΑ στην Ευρώπη. . Η Ευρώπη µπορεί σύντοµα να βρεθεί εκτεθειµένη, χωρίς την ασφάλεια που παρέχει η Ουάσινγκτον και χωρίς µια εναλλακτική δική της αµυντική στρατηγική.


ΕΜΠΟ∆ΙΟ

Για τον Τραµπ και τους συµβούλους του η ευρωπαϊκή αδράνεια αποτελεί εµπόδιο για έναν από τους βασικούς στόχους τους: τη µετατόπιση του αµυντικού βάρους προς τους συµµάχους του ΝΑΤΟ. Όµως η νέα αµερικανική κυβέρνηση διαθέτει µέσα για να πιέσει την Ευρώπη να αναλάβει µεγαλύτερο µερίδιο της άµυνάς της. Μπορεί, για παράδειγµα, να µειώσει αποφασιστικά την αµερικανική στρατιωτική παρουσία στην ήπειρο και να µεταθέσει περισσότερες ευθύνες ασφάλειας στα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη νίκη του Τραµπ τον Νοέµβριο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επιδοθεί σε εντατική διπλωµατία, προσφέροντας πολιτικές παραχωρήσεις για να αποτρέψουν την επιβολή δασµών και την αποχώρηση αµερικανικών στρατευµάτων που είχε απειλήσει προεκλογικά. Στην κορυφή της λίστας των παραχωρήσεων βρίσκονται δεσµεύσεις για αύξηση των αµυντικών δαπανών, ένα πάγιο αίτηµα του Τραµπ.

Πρόσφατα, ο γενικός γραµµατέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, τόνισε ότι η Ευρώπη αναγνωρίζει την ανάγκη να ξοδέψει περισσότερα στην άµυνά της. Πολλές χώρες έχουν ήδη φτάσει ή ξεπεράσει το όριο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, ενώ τώρα συζητούν την αύξηση του στόχου στο 3%, αν και αυτό απέχει πολύ από το 5% που απαιτεί ο Τραµπ. Η Ευρώπη προσπαθεί επίσης να χρησιµοποιήσει την οικονοµική της σχέση µε τις ΗΠΑ, για να αποτρέψει συγκρούσεις σε θέµατα εµπορίου και άµυνας. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει ζητήσει µια «στρατηγική επιταγών», µε την Ευρώπη να αγοράζει περισσότερο αµερικανικό φυσικό αέριο και όπλα για να διατηρήσει καλές σχέσεις µε την Ουάσινγκτον.

Άλλοι Ευρωπαίοι αξιωµατούχοι υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να συµµορφωθεί πλήρως µε τους αµερικανικούς ελέγχους εξαγωγών προς την Κίνα, προσφέροντας έτσι µια σιωπηρή συµφωνία: Η Ευρώπη θα βοηθήσει την Ουάσινγκτον στην πολιτική της έναντι του Πεκίνου µε αντάλλαγµα τη στήριξη των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία. Παρά τις αυξηµένες αµυντικές δαπάνες µετά το 2020, λόγω της επιθετικής ρητορικής του Τραµπ αλλά και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν ξεκαθαρίσει πώς θα χρηµατοδοτήσουν τις επιπλέον στρατιωτικές επενδύσεις. Επιπλέον, η κοινή ευρωπαϊκή άµυνα παραµένει σε πρώιµο στάδιο. Οι ευρωπαϊκοί στρατοί είναι µικροί και στερούνται κρίσιµες τεχνολογίες, όπως εναέ ρια ανεφοδιαστικά αεροσκάφη και προηγµένα συστήµατα επιτήρησης. ∆εν διαθέτουν καν ένα κοινό σύστηµα διοίκησης και ελέγχου, εκτός του ΝΑΤΟ υπό αµερικανική ηγεσία. Η αίσθηση του κατεπείγοντος είναι επίσης ελλιπής. Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες αντιµετωπίζουν την κοινή άµυνα ως ένα «γενεαλογικό» έργο που µπορεί να χρειαστεί δεκαετίες.


ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Αν ο Τραµπ και οι σύµβουλοί του θέλουν πραγµατικά να πιέσουν την Ευρώπη, έχουν επιλογές. Η πιο προφανής είναι η άµεση αποχώρηση σηµαντικού αριθµού αµερικανικών στρατευµάτων από την Ευρώπη. Επί προεδρίας Μπάιντεν, οι ΗΠΑ αύξησαν τη στρατιωτική τους παρουσία στην ήπειρο κατά 20.000 στρατιώτες. Τώρα, µε τον κίνδυνο γενικευµένου πολέµου να έχει µειωθεί, η αποχώρηση αυτών των στρατευµάτων θα έστελνε σαφές µήνυµα στους Ευρωπαίους ηγέτες ότι πρέπει να αναλάβουν µεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά τους. Επιπλέον, η Ουάσινγκτον θα µπορούσε να επιβάλει αυστηρότερους στόχους στο ΝΑΤΟ, απαιτώντας µεγαλύτερη ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων από τους Ευρωπαίους συµµάχους της. Σε κάθε περίπτωση, η εποχή της ευρωπαϊκής «ελευθερίας» στην άµυνα φτάνει στο τέλος της. Αν η Ευρώπη δεν αφυπνιστεί, η ασφάλειά της διατρέχει σοβαρό κίνδυνο.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή