Είναι οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πραγματικά αγεφύρωτες ή απλώς κανείς δεν τολμά τον αναγκαίο συμβιβασμό; Το ιστορικό των κρίσεων αποδεικνύει ότι η ένταση είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Από την κρίση του 1976 με το ερευνητικό σκάφος «Χόρα» μέχρι την οριακή σύγκρουση στα Ιμια το 1996, Ελλάδα και Τουρκία έχουν φτάσει πολλές φορές στο χείλος της ένοπλης αντιπαράθεσης. Κάθε φορά η αποκλιμάκωση επιτυγχάνεται την τελευταία στιγμή, χωρίς όμως να επιλύεται η ουσία της διαφωνίας.

Την ίδια στιγμή, ο εναέριος χώρος του Αιγαίου παραμένει πεδίο καθημερινών εντάσεων, με τουρκικά μαχητικά να τον παραβιάζουν και την Πολεμική Αεροπορία να τα αναχαιτίζει. Αυτή η διαρκής ατμόσφαιρα σύγκρουσης καθιστά κάθε συμβιβασμό πολιτικά επικίνδυνο και για τις δύο πλευρές. Αραγε, πρόκειται για διαφορές που δεν μπορούν να γεφυρωθούν ή για ένα πολιτικό κόστος που κανείς δεν θέλει να επωμιστεί;

Η κεντρική σύγκρουση

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές εκτείνονται σε πολλαπλά επίπεδα, με τις δύο χώρες να ερμηνεύουν τον χάρτη του Αιγαίου και του Διεθνούς Δικαίου με ριζικά διαφορετικούς όρους:

Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ: Η Ελλάδα επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), που αναγνωρίζει πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στα νησιά. Η Τουρκία, που δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη του 1982, υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν μπορούν να περιορίζουν την πρόσβαση μιας ηπειρωτικής χώρας στη θάλασσα.

Αιγιαλίτιδα ζώνη και casus belli: Η Ελλάδα επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία αντιδρά, θεωρώντας ότι αυτό θα την αποκλείσει από το Αιγαίο, και, στηριζόμενη στην ισότητα (νόμος), έχει κηρύξει από το 1995 πως μια τέτοια κίνηση θα αποτελέσει αιτία πολέμου (casus belli).

Εναέριος χώρος: Η Ελλάδα θεωρεί ότι έχει δικαίωμα σε 10 ναυτικά μίλια εναέριου χώρου, ενώ η Τουρκία αναγνωρίζει μόνο 6, θεωρώντας παράδοξο το να μην ταυτίζεται ο εναέριος χώρος με τα χωρικά ύδατα. Αυτό οδηγεί σε παραβιάσεις και επικίνδυνες εμπλοκές μαχητικών αεροσκαφών, με την Τουρκία να μην καταθέτει σχέδια πτήσεων, κάτι που η Αθήνα χαρακτηρίζει πρόκληση.

Γκρίζες ζώνες: Η Τουρκία αμφισβητεί την κυριαρχία μικρών νησίδων, όπως τα Ιμια, θεωρώντας ότι δεν έχουν καθοριστεί επαρκώς από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Ελλάδα απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε τέτοια διεκδίκηση ως ανυπόστατη.

Αποστρατιωτικοποίηση νησιών: Η Αγκυρα επικαλείται διεθνείς Συνθήκες, όπως η παραχώρηση των Δωδεκανήσων, για να απαιτήσει αφοπλισμό των ελληνικών νησιών. Η Αθήνα αντιτείνει ότι η στρατιωτική παρουσία είναι αναγκαία λόγω της απειλής από τη Στρατιά του Αιγαίου.

Προσπάθειες και αποτυχίες

Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν επιχειρήσει να βρουν κοινό έδαφος σε πολλές περιπτώσεις, αλλά οι διαφορές παραμένουν ανεπίλυτες. Οι συμφωνίες του παρελθόντος, όπως η Συμφωνία της Βέρνης το 1976, ή οι συμφωνίες για την εκτόνωση της έντασης αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και περιορίστηκαν στις διακηρύξεις. Παρά τις διερευνητικές συνομιλίες και τις προσπάθειες για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά, αφού η Τουρκία αρνήθηκε να αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και να συμφωνήσει σε διεθνείς ρυθμίσεις.

Ακόμα και όταν η Ευρωπαϊκή Ενωση μπήκε στην εξίσωση και η Τουρκία έθεσε ως στόχο την ένταξή της στην Ε.Ε., η προοπτική της επίλυσης παρέμεινε θολή. Η Ελλάδα ζήτησε την επίλυση των διαφορών ως όρο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., ενώ η τελευταία αντέτεινε ότι η ένταξη δεν πρέπει να συνδέεται με την επίλυση των ζητημάτων.

Η άλυτη αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό αδιέξοδο· αποτελεί έναν ασταμάτητο οικονομικό και στρατηγικό εφιάλτη. Στην προσπάθειά της να διασφαλίσει την εθνική της ασφάλεια και την αποτρεπτική της ισχύ, η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε μια εξαντλητική κούρσα εξοπλισμών.

Η Τουρκία, ως μέλος του G20, διαθέτει σχεδόν τετραπλάσιο στρατιωτικό προϋπολογισμό (26,9 δισ. δολάρια, έναντι 6,7 δισ. της Ελλάδας) και, κυρίως, έχει χαράξει μια πορεία αυτονομίας στην αμυντική βιομηχανία. Με δικά της drones, μαχητικά αεροσκάφη και πυραυλικά συστήματα, επενδύει στρατηγικά στο μέλλον της πολεμικής τεχνολογίας. Αντίθετα, η Ελλάδα εξαρτάται από αγορές «από το ράφι», διαθέτοντας τεράστια ποσά σε ακριβά εξοπλιστικά προγράμματα, που συχνά καλύπτουν μόνο τις πιο επείγουσες ανάγκες της.

Αυτή η διαρκής οικονομική επιβάρυνση επιτείνει τις πιέσεις στην ελληνική οικονομία και διαμορφώνει μια ανισόρροπη εξοπλιστική δυναμική. Παρά τις θυσίες, η Τουρκία διατηρεί στρατηγική υπεροχή, καθιστώντας κάθε ελληνική απάντηση σε ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο εξαιρετικά δύσκολη.

Η αδυναμία εξεύρεσης λύσης στις ελληνοτουρκικές διαφορές δεν οφείλεται μόνο στις νομικές και γεωπολιτικές διαφωνίες, αλλά και στην ψυχολογία των δύο λαών. Στην Ελλάδα, ο συμβιβασμός θεωρείται πολιτικά επικίνδυνος, καθώς μπορεί να εκληφθεί ως υποχώρηση από τα εθνικά συμφέροντα και να προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις. Αντίστοιχα, στην Τουρκία, κάθε παραχώρηση αντιμετωπίζεται ως σημάδι αδυναμίας, κάτι που μπορεί να έχει βαρύ πολιτικό κόστος για την ηγεσία της χώρας.

Αραγε, πρόκειται για διαφορές που δεν μπορούν να γεφυρωθούν ή για ένα πολιτικό κόστος που κανείς δεν θέλει να επωμιστεί;

Η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές έχει διαμορφωθεί από δεκαετίες εθνικιστικής ρητορικής και ιστορικών αφηγήσεων που ενισχύουν τη δυσπιστία. Στην Ελλάδα, ο φόβος της τουρκικής επεκτατικότητας είναι βαθιά ριζωμένος, κάνοντας οποιαδήποτε συμφωνία να μοιάζει με επικίνδυνο στοίχημα. Στην Τουρκία, η διατήρηση των διεκδικήσεων θεωρείται ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας και κρατικής ισχύος.

Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικοί ηγέτες και στις δύο χώρες αποφεύγουν τον διάλογο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις, φοβούμενοι ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με σφοδρές αντιδράσεις από το εκλογικό τους σώμα και τα πολιτικά αντίπαλα στρατόπεδα. Ετσι, ο φαύλος κύκλος της καχυποψίας και της αντιπαράθεσης συνεχίζεται, καθιστώντας τον συμβιβασμό μια πολιτικά ριψοκίνδυνη –αν όχι αδιανόητη– επιλογή.

Παγίδα

Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό αδιέξοδο· είναι μια παγίδα, στην οποία και οι δύο πλευρές έχουν εγκλωβιστεί, ανίκανες να δουν πέρα από τις φοβίες και τις προκαταλήψεις τους. Ο συμβιβασμός παρουσιάζεται ως αδυναμία, η στρατιωτική ισχύς ως μονόδρομος και η κοινή γνώμη –αιχμάλωτη της Ιστορίας και της ρητορικής του φόβου– μετατρέπει κάθε προσπάθεια επίλυσης σε πολιτική αυτοκτονία. Ομως, η Ιστορία είναι αμείλικτη με εκείνους που διστάζουν. Οι συγκρούσεις δεν εξαφανίζονται από μόνες τους, ούτε η Ιστορία χαρίζεται σε όσους επαναπαύονται στη στασιμότητα.

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχει λύση, αλλά αν υπάρχει η γενναιότητα να τη διεκδικήσουμε. Για την Ελλάδα, η αέναη εξοπλιστική κούρσα και η πολιτική της αναβλητικότητας δεν αποτελούν βιώσιμη στρατηγική. Αργά ή γρήγορα, η χώρα θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη μιας επιλογής: είτε να διεκδικήσει έναν συμβιβασμό με όρους ισορροπίας, είτε να βρεθεί αδύναμη μπροστά σε έναν επιβεβλημένο και επώδυνο συμβιβασμό.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά