Η αξιολόγηση των γεγονότων στην πολιτική τις περισσότερες φορές γίνεται από την οπτική που ο κάθε άνθρωπος βλέπει τα πράγματα ή που θέλει να εξυπηρετήσει τα πολιτικά του συμφέροντα.

Πάρτε το παράδειγμα της στάσης του ΠΑΣΟΚ στο θέμα της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Λόγω και της επικοινωνιακής αδυναμίας της Χαριλάου Τρικούπη, καθώς παίζει με νεροπίστολα απέναντι στην κυβέρνηση, διαμορφώθηκε η αίσθηση πως ο Ανδρουλάκης εγκλωβίστηκε, πως καθυστέρησε, πως δεν πήρε κάποια πρωτοβουλία. Ας δεχτούμε καλοπροαίρετα ότι όλες αυτές οι κριτικές έχουν βάση και να δούμε τι σημαίνουν στην πράξη. Πως θα έπρεπε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να βγει δημοσίως π.χ. πριν από δέκα ημέρες και να δηλώσει ότι στηρίζει τον τάδε ή τη δείνα υποψηφιότητα. Μάλιστα. Και αν ο πρωθυπουργός έβγαινε και πρότεινε -ενδεικτικά τα ονόματα - τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Αλέκο Παπαδόπουλο ή τη Μαρία Δαμανάκη, τι θα έκανε το ΠΑΣΟΚ; Θα ακύρωνε την αρχική του επιλογή ή δεν θα ψήφιζε ένα από τα προαναφερθέντα πρόσωπα;

Επειδή, λοιπόν, η δύναμη είναι στο παράδειγμα, αποδεικνύεται πως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν είχε άλλο δρόμο από αυτόν που επέλεξε. Από τη στιγμή που άλλαξε το Σύνταγμα και ο (όποιος) πρωθυπουργός μπορούσε με απλή πλειοψηφία να κάνει Πρόεδρο το πρόσωπο της αρεσκείας του, δεν υπήρχαν περιθώρια κινήσεων στην αντιπολίτευση.

Όφειλε να περιμένει τον πρωθυπουργό και μετά να πάρει τις αποφάσεις του. Και εν προκειμένω ο Ανδρουλάκης έκανε μια εξαιρετική επιλογή στο πρόσωπο του Τάσου Γιαννίτση στον αντίποδα της αμιγώς κομματικής πρότασης του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Μια επιλογή εκτός των στενών κομματικών ορίων, ευρύτερων συναινέσεων και υψηλού κύρους. Με σαφές μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα και ευρωπαϊκή κατεύθυνση, δείχνοντας διά του κ. Γιαννίτση προς τα πού θέλει να πάνε τα πράγματα για τη χώρα.

Στο πλαίσιο αυτό, αναρωτιέμαι πώς θα νιώθουν μια σειρά από υπουργοί του κ. Μητσοτάκη που το παίζουν εκσυγχρονιστές και στην κάλπη για την Προεδρία της Δημοκρατίας θα ψηφίζουν τον κ. Τασούλα και όχι τον κ. Γιαννίτση. Κατά συνέπεια, συνολικά το ΠΑΣΟΚ λειτούργησε με θεσμικό τρόπο, με σοβαρότητα και χωρίς να επιδιώξει μέσω της Προεδρίας της Δημοκρατίας να παίξει επικοινωνιακά παιχνίδια και να εξυπηρετήσει μικροκομματικούς σκοπούς.