Δύο -σωστές- γραμμές
Η υπόθεση της ονομασίας της FYROM εμφανώς δυσκολεύει όλα τα κόμματα.
Ενδεικτικό είναι το μπλέξιμο που έχει προκύψει στο Κίνημα Αλλαγής με τις αντικρουόμενες θέσεις. Τις πρώτες ημέρες τον τόνο έδωσε εκ μέρους της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ο τομεάρχης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Ανδρέας Λοβέρδος, επισημαίνοντας ότι δεν μπαίνει σε καμία συζήτηση για το όνομα αν δεν προκύψει κοινή θέση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ.
Επί της ουσίας, κινήθηκε στην ίδια γραμμή με την ηγεσία της ΝΔ, η οποία έχει τον προφανή στόχο να πλήξει την κυβερνητική συνοχή. Την ενιαία στάση της κυβέρνησης έθεσε ως σημαντικό ζήτημα και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφέροντας πως «τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να τοποθετηθούν, και μάλιστα δημόσια, μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο».
Ακολούθησαν, ωστόσο, οι ηχηρές παρεμβάσεις του επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρου Θεοδωράκη, του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου και, βεβαίως, του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, οι οποίες προέταξαν το εθνικό συμφέρον και την ανάγκη να λυθεί ένα ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα για 30 χρόνια.
Το παράδοξο στην περίπτωσή τους είναι πως και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο. Και οι μεν που λένε ότι δεν μπορούν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να παίζουν παιχνιδάκια στην πλάτη των άλλων κομμάτων, και οι δε που επισημαίνουν πως δεν πρέπει να χαθεί και αυτή η ευκαιρία για επίλυση της ονομασίας.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πως αυτό το γαϊτανάκι δεν τελειώνει με το Μακεδονικό. Είναι βέβαιο πως θα προκύψουν και άλλα σοβαρά ζητήματα στα οποία οι ΑΝΕΛ δεν θα ψηφίζουν, και θα υπάρχει η πίεση στο Κίνημα Αλλαγής να κρατήσει στάση ευθύνης και αρχών.
Να θυμίσουμε πως ακριβώς η ίδια συζήτηση έγινε πριν από δύο μήνες με τον νόμο για την αλλαγή στην ταυτότητα φύλου και αν πρέπει τα κόμματα να στηρίξουν ένα θέμα που αφορούσε τις ανθρώπινες ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα ανεξάρτητα από το τι θα πράξει το κόμμα του Καμμένου. Τότε που η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν το ψήφισε, εν αντιθέσει με το Ποτάμι, που από θέση αρχής υποστήριξε τον νόμο.
Το ερώτημα εντέλει που τίθεται είναι για πόσον καιρό θα μπορεί το Κίνημα Αλλαγής να παίζει τον ρόλο του άτυπου κυβερνητικού εταίρου, υποκαθιστώντας τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, συντηρώντας έτσι την κυβέρνηση.