Περί «διχασμού»
Όλα τα χρόνια της κρίσης, όσο κυριαρχούσε η πάλη ανάμεσα στο «μνημόνιο» και το «αντιμνημόνιο» (εννοώ, κυριαρχούσε με κοινωνικό αντίκτυπο, ως βιωμένη ευρεία και ανοιχτή σύγκρουση, όχι ως περιθωριακή συνθηματολογία), ένα βασικό θέμα της δημόσιας αντιπαράθεσης ήταν ο λεγόμενος «διχασμός». Ο διχασμός, δηλαδή, ανάμεσα στις δυο πλευρές της κοινωνίας, που δεν μας άφηνε να ομονοήσουμε ως προς τις καλύτερες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει η χώρα.
Για την ακρίβεια, βέβαια, ο «διχασμός» ανήκε κυρίως στη ρητορική του «μνημονιακού» στρατοπέδου. Αυτοί που κατηγορούσαν τους αντιπάλους τους ότι έχουν «διχαστικό λόγο» ήταν όσοι τάσσονταν κατά των αντιμνημονιακών διαμαρτυριών.
Πράγμα λογικό, από τη στιγμή που δεν θα έβγαζε φοβερό νόημα να καταφερόταν κανείς εναντίον των «ελίτ» ή των «αστών» κι ύστερα να έλεγε πως πρέπει να ομονοήσουμε. Από αυτή την άποψη, ο αντιμνημονιακός λόγος ήταν πιο συνεπής: κατηγορούσε κάποιες ομάδες ότι ευθύνονται για τα δεινά του λαού και συγκρουόταν όντως με αυτές τις ομάδες· κατηγορούσε τους «μνημονιακούς» ως «πουλημένους» ή «υπηρέτες συμφερόντων» και δεν έδειχνε καμία διάθεση να συνομιλήσει μαζί τους. Ο «μνημονιακός λόγος», από την άλλη, καίτοι «ευρωπαϊστικός», «μεταρρυθμιστικός» κτλ, κατηγορούσε τους αντιπάλους του ως «λαϊκιστές» και συχνά «αμόρφωτους», «αγράμματους», «παλιά Ελλάδα», «έρμαια των πελατειακών σχέσεων», «παρωχημένους», αλλά ταυτόχρονα στηλίτευε τον «διχασμό» και μιλούσε περί «συναίνεσης», «μεσότητας» και «μετριοπάθειας».
Σε κάθε περίπτωση, δύο πράγματα είναι αδιαμφισβήτητα: πρώτον, το μνημονιακό στρατόπεδο υπερθεμάτιζε για την ανάγκη να σταματήσει ο «διχασμός»· δεύτερον, τον «διχασμό» τον σταμάτησαν οι αντιμνημονιακοί, με την τόσο πραγματιστική πανωλεθρία τους το καλοκαίρι του 2015. Όσο κι αν τα κοινωνικά ρήγματα κάθε άλλο παρά έχουν γεφυρωθεί κι όσο κι αν τα τραύματα δεν έχουν επουλωθεί, «διχασμός» με την έννοια της βιωμένης, ευρείας και ανοιχτής σύγκρουσης δεν υπάρχει, από τη στιγμή που το αντιμνημονιακό κομμάτι του πολιτικού συστήματος συνομολόγησε ότι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για τη χώρα είναι η εφαρμογή των μνημονίων.
Προκαλεί λοιπόν μια απορία πώς το μέχρι πρότινος μόνο μνημονιακό στρατόπεδο εξακολουθεί να προσπαθεί με τέτοια βιαιότητα να συντηρήσει την εικόνα των νεομνημονιακών ακριβώς με τους όρους που την είχε προηγουμένως φιλοτεχνήσει; Πόσο μάλλον όταν το μεγάλο κόμμα του μέχρι πρότινος μόνου μνημονιακού στρατοπέδου, η Νέα Δημοκρατία, έχει έναν αρχηγό κατά τεκμήριο ήπιο στις διατυπώσεις του και –υποτίθεται– πολιτικό τέκνο της συναίνεσης;
Η λογική λέει πως η μεγάλη αστική παράταξη θα είχε μια τελειώς διαφορετική στάση, που θα αναγνώριζε ότι η μεγάλη απειλή προς το σύστημα αποσοβήθηκε, οι βασικές (γεω)πολιτικές σταθερές της χώρας δεν άλλαξαν, επανερχόμαστε σε κάποιου είδους κανονικότητα, η οποία μάλλον θα οδηγήσει και σε μια εναλλαγή κυβερνήσεων με τον πολύ γνώριμό μας τρόπο. Ίσα ίσα που θα μπορούσε και να δρέψει ένσημα από όλο αυτό, δεδομένου ότι –θα έλεγε– αυτή πάντοτε την ανάγκη συναίνεσης υποστήριζε, να που οι άλλοι ήρθαν στα λόγια και στις πράξεις της.
Ειλικρινά ρωτώ: δεν αντιλαμβάνονται στη Νέα Δημοκρατία ότι αυτή η παροξυσμική αντιπολίτευση τους κάνει να φαίνονται στην καλύτερη περίπτωση απλοί ψηφοθήρες, δίχως ίχνως ιδεολογικής ραχοκοκαλιάς, και στη χειρότερη σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης;