Η 17Ν και το κράτος δικαίου
Η Μπιργκίτε Μόνχαουπτ ανήκε στη λεγόμενη «δεύτερη γενιά» της διαβόητης Φράξιας Κόκκινος Στρατός, άλλως γνωστής ως «Ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ». Ήταν πρωταγωνιστική μορφή του «Γερμανικού Φθινοπώρου» του 1977, μιας περιόδου που σημαδεύτηκε, μεταξύ άλλων, από τις ανθρωποκτονίες του εισαγγελέα Σίγκφριντ Μπούμπακ και του τραπεζίτη Γιούργκεν Πόντο, και προπάντων από την απαγωγή και την ανθρωποκτονία του επιχειρηματία και προέδρου της συνομοσπονδίας εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλέγιερ, η οποία είχε συνταράξει τη διεθνή κοινή γνώμη.
Όταν συνελήφθη, το 1982, κατηγορήθηκε για εννέα ανθρωποκτονίες. Μολονότι οι αρχές δεν μπόρεσαν να αποδείξουν πέραν αμφιβολίας ότι ήταν η αυτουργός των συγκεκριμένων ανθρωποκτονιών, το δικαστήριο δέχτηκε την εμπλοκή της και η Μόνχαουπτ καταδικάστηκε για τον καθοριστικό ρόλο της στην οργάνωση, καθώς και για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του αμερικανού στρατηγού Φρέντρικ Κρέσεν, με αντιαρματική ρουκέτα, το 1981. Η ποινή ήταν πέντε φορές ισόβια κάθειρξη.
Η Μόνχαουπτ είχε χαρακτηριστεί ως η πιο κακιά και επικίνδυνη γυναίκα στη Δυτική Γερμανία. Η ίδια, στο άκουσμα της καταδίκης της, είχε δηλώσει ότι η Φράξια Κόκκινος Στρατός θα συνεχίσει τον πόλεμο. Ποτέ δεν εξέφρασε μεταμέλεια για τις πράξεις της και ποτέ, κατά τα χρόνια της φυλάκισής της, δεν έκανε αίτηση χάριτος.
Στις 25 Μαρτίου 2007, η Μπιργκίτε Μόνχαουπτ βγήκε από τη φυλακή. Τα γερμανικά δικαστήρια έκριναν ότι έχοντας εκτίσει 24 χρόνια από την ποινή της, η Μόνχαουπτ είχε δικαίωμα σε αποφυλάκιση υπό όρους. Οι όροι αυτοί είχαν πενταετή ισχύ. Έκτοτε ζει ελεύθερη.
Η απόφαση αποφυλάκισής της, φυσικά, προκάλεσε μεγάλη και ταραχώδη συζήτηση στη Γερμανία. Δεν έλειψαν –και πολύ λογικά– οι φωνές των συγγενών των θυμάτων, που διατράνωσαν την οργή τους, μεταξύ άλλων και για την απουσία μεταμέλειας. Ούτε έλειψαν οι φωνές διαμαρτυρίας των αστυνομικών, οι οποίοι είχαν μετρήσει πολλά θύματα στις τάξεις τους από τη Φράξια Κόκκινος Στρατός. Όμως, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Γκέρχαρντ Μπάουμ εξέφρασε την άποψη που τελικά επικράτησε: ότι η αποφυλάκιση έδειχνε ότι η Μόνχαουπτ δεν αντιμετωπιζόταν ούτε χειρότερα ούτε καλύτερα από οποινδήποτε άλλον κρατούμενο. Και ίσως την πιο καίρια διατύπωση την έκανε η εφημερίδα Die Zeit: το να κρατηθεί η Μόνχαουπτ στη φυλακή θα σήμαινε ότι το κράτος υιοθετεί την οπτική της, ότι δηλαδή είναι πράγματι πολιτική κρατούμενη.
Τα θυμίζω αυτά επειδή πραγματικά μου έχει κάνει τεράστια εντύπωση η συζήτηση που περιέβαλε την διήμερη άδεια του Δημήτρη Κουφοντίνα, κυρίως ως προς το εξής: το πώς οι σφοδρότεροι πολέμιοι της μεταπολιτευτικής ένοπλης πάλης στην Ελλάδα μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται ότι μια τέτοια άδεια είναι ένα επιχείρημα υπέρ τους. Ότι στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση του Κουφοντίνα, και καθενός κατηγορούμενου ή καταδικασμένου για τρομοκρατία, ως ποινικού εγκληματία είναι μια επισφράγηση της δικής τους πολιτικής οπτικής για όλη αυτή την ιστορία. Η απαίτηση να εξαιρεθεί ο Κουφοντίνας, η Μόνχαουπτ, ή ο όποιος άλλος από τις προβλέψεις του ποινικού νόμου δεν είναι μια αναίρεση της «δικαιοσύνης» γενικά, υπάρχουν πολλές «δικαιοσύνες», είναι μια διαφωνία με τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του κράτους δικαίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η διαφωνία αυτή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ιδιαίτερα για κάποιον σαν εμένα, που μελετά την αντιτρομοκρατική νομοθεσία και τον λόγο που παράγεται γύρω της από τη σκοπιά ακριβώς της πολιτικής τους διάστασης, δείχνει την εμπέδωση μιας αντίληψης «εξαίρεσης» στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η ιδέα ότι μπορεί να έχουμε ένα αδίκημα το οποίο λογίζεται ποινικό αλλά ταυτόχρονα «υπερποινικοποιείται» βάσει πολιτικών κριτηρίων ώστε να οδηγήσει σε μια καθόλα μοναδική «ποινικοπολιτική» αντιμετώπιση, δεν είναι καινούργια. Αυτό που είναι καινούργιο είναι η τόσο απενοχοποιημένη χρήση της ως εναλλακτικής στο κράτος δικαίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η διάνοιξη τέτοιων δυνατοτήτων, δυνατοτήτων δηλαδή να αποκόπτονται από την κατά τα άλλα ισχύουσα έννομη τάξη ορισμένες κατηγορίες αδικημάτων ή πολιτών, είναι ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό του ολοκληρωτισμού. Παρατηρούμε λοιπόν εδώ έναν διάλογο, μια συνομιλία, μεταξύ ολοκληρωτισμού και δημοκρατίας, φορείς του οποίου είναι οι κατεξοχήν ηχηροί πολέμιοι των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Έναν διάλογο που δεν ξέρουμε πού οδηγεί – η ιστορική εμπειρία όμως δείχνει ότι μάλλον δεν θα είναι κάπου καλά.