Τα γεωπολιτικά περιθώρια
Όταν, προ ολίγου καιρού, ο Αλέξης Τσίπρας επισκέφτηκε τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον λοιδόρησαν για δουλικότητα προς την υπερδύναμη που άλλοτε με περισσή ευκολία θα αποκαλούσε «φονιά των λαών». Αναμενόμενο. Είναι τέτοια η προϊστορία του αμερικανικού παράγοντα στην Ελλάδα και τέτοια η ιστορία του με την ελληνική Αριστερά, που θα ήταν τελείως χαμένη ευκαιρία να μην σχολιαστεί σκωπτικά η παρουσία του πρώτη-φορά-αριστερού πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο.
Πλην, όμως, οι περισσότεροι σχολιαστές δεν διανοούνται στ’ αλήθεια μια αλλαγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σάρκαζαν τον Τσίπρα επειδή ήταν πρόσφορο – όχι επειδή θα ήθελαν να πάψει η ελληνική πολιτική να συναρτάται με το αμερικανικό «σύστημα». Έσπαγαν λίγο πλάκα, μάζευαν κάποιους αντιπολιτευτικούς πόντους αλλά –με την εξαίρεση λιγοστών αριστερών σχολιαστών– δεν πρέσβευαν, φυσικά, τον γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της Ελλάδας. Και είναι λογικό: πέραν μιας μικρής μειονότητας, κανένας στην Ελλάδα δεν διανοείται την ριζική μεταβολή των διεθνών σχέσεων της χώρας.
Θα ρωτήσει κανείς (ιδίως ο αφιονισμένος λίμπεραλ που δεν το πιστεύει ακόμη ότι μια χούφτα προγλωσσικοί δεξιοί άρπαξαν το Οβάλ Γραφείο από τα σαγόνια της δημοκρατικής γερακίνας): το απαραβίαστο του γεωπολιτικού προσανατολισμού ισχύει ακόμη κι αν πρόεδρος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ; Με μια λέξη: ναι. Ίσως με λίγη παραπάνω διαφύλαξη της αξιοπρέπειας σε επικοινωνιακό επίπεδο. Αλλά επί της ουσίας, ναι.
Προσοχή: όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι είναι «καλό» να εξαρτάσαι από τις ΗΠΑ ή να επισκέπτεσαι τον Τραμπ. Σημαίνουν ότι τέτοιου είδους αξιολογήσεις δεν βαραίνουν παρά μόνο αν κάποιος μπορεί να υποστηρίξει πως όντως πρέπει να αλλάξει η εξωτερική πολιτική της χώρας. Και, κυρίως, αν μπορεί πειστικά να πει προς τα πού πρέπει να προσανατολιστεί. (Σ’ αυτό το σημείο, άλλωστε, προέκυπτε και το, κατά τη γνώμη μου, πιεστικότερο ερώτημα προς όσους τα προηγούμενα χρόνια διακήρυσσαν την ανάγκη άμεσης παύσης πληρωμών του χρέους, ρήξη με την ΕΕ και νέο, εθνικό νόμισμα: ποια ήταν η γεωπολιτική έκφραση αυτών των κινήσεων, τι σήμαιναν σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, αμυντικής πολιτικής, ενεργειακής πολιτικής, εμπορικών συμφωνιών κτλ;)
Όμως εδώ γεννάται ένα κολοσσιαίο ερώτημα: ως ποιον βαθμό; Ως ποιον βαθμό, δηλαδή, είναι μια κυβέρνηση υποχρεωμένη να ακολουθεί τις ράγες της δεδομένης για μια μικρή χώρα εξωτερικής πολιτικής; Υπάρχει μια έστω και ελάχιστη ευελιξία ανάμεσα στις γεωπολιτικές μυλόπτερες;
Η απαντήση είναι –και εδώ– ναι. Διαφορετικά, όλες οι εξωτερικές πολιτικές θα ήταν απαράλλαχτες. Δεν είναι. Κι όσο κι αν αυτή η μικρή ευελιξία που υπάρχει μοιάζει συχνά άνευ ουσιαστικής σημασίας, δεν είναι καθόλου έτσι.
Σκεφτείτε, λόγου χάρη, ότι η Ελλάδα πάντοτε συντασσόταν –κάποτε με βαριά καρδιά, κάποτε όχι– με τις πάσης φύσεως δυτικές «εκστρατείες», μέσω της εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο των συνθηκών. Ταυτόχρονα, όμως, ακολουθούσε ένα δόγμα όσο το δυνατόν μικρότερης εμπλοκής σε συγκρούσεις – ειδικά στη Μέση Ανατολή. Δόγμα ταιριαστό για μια μικρή χώρα, που δεν είχε ούτε λόγο ούτε αξίωση να διεκδικήσει ρόλο επικυρίαρχου, αλλά και σωτήριο: το να μην εμπλέκεσαι σε πολέμους είναι προφανέστατα προϋπόθεση για την ευημερία των πολιτών σου.
Το να θέλεις να πουλήσεις όπλα στη Σαουδική Αραβία, μια δικτατορία που κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου, προφανώς δοκιμάζει τα όρια αυτού του δόγματος και εξαντλεί την ευελιξία που διαθέτει η χώρα στο πλαίσιο του δεδομένου γεωπολιτικού της ρόλου. Άλλως ειπείν: μπορείς να μην «υποταχθείς» στη γεωπολιτική σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ; Όχι. Μπορείς να μην πουλήσεις όπλα στη Σαουδική Αραβία; Ναι.
Όπως μπορείς και να μην φέρεις τον εαυτό σου στη θέση να υποδεχτεί –με όλες τις αναπόδραστες τιμές– τον δικτάτορα της Τουρκίας στο έδαφός σου. Ασφαλώς πρέπει να έχει η Ελλάδα σχέση με την Τουρκία, ασφαλώς και σε αυτή τη συγκυρία είναι αν μη τι άλλο σώφρων κίνηση να ανοίξεις ένα κανάλι σε υψηλό διπλωματικό επίπεδο. Αλλά μπορείς να μην το κάνεις με τρόπο που να φαίνεται ότι είσαι ένας από τους ελάχιστους πρόθυμους να παραβλέψουν τις τεράστιες αγριότητες του ερντογανικού καθεστώτος.
Μια μικρή χώρα, πράγματι, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με την εξωτερική πολιτική της και συχνά, σε γεωπολιτικό επίπεδο, δεν έχει πολλά περιθώρια για ηθικούς ενδοιασμούς. Έχει, όμως, κάποια περιθώρια. Κανένας –πέραν της αναμενόμενης πλάκας– δεν περίμενε από τον κ. Τσίπρα να διατηρήσει τον συνθηματολογικό αντιαμερικανισμό του ως πρωθυπουργός της χώρας. Όλοι, όμως, έχουμε κάθε λόγο να περιμένουμε να μην πουλάει όπλα σε δικτατορίες και να μην συλλαμβάνονται αντιστασιακοί σε ελληνικό έδαφος.