Η επίσκεψη Ερντογάν είναι πολύ κακή ιδέα
Προχθές, διατύπωσα την άποψη πως, μολονότι σ’ αυτή τη συγκυρία είναι λογικό να διατηρεί η χώρα μας υψηλά διπλωματικά κανάλια ανοιχτά με την Τουρκία, θα έπρεπε να αποφύγει να δεχτεί τον δικτάτορα της Τουρκίας στο έδαφός της.
Και σίγουρα δεν θα έπρεπε να ανατρέψει μια μακρά παράδοση προστασίας τούρκων και κούρδων αντιστασιακών, με τις πρόσφατες συλλήψεις, οι οποίες μάλιστα συνοδεύτηκαν από καταγγελίες για κακοποίηση στα χέρια της Ελληνικής Αστυνομίας.
Δεν ήμασταν λίγοι αυτοί που επισημάναμε ότι οι συλλήψεις αυτές μοιάζουν κάπως σαν «δώρο» στον κ. Ερντογάν ενόψει της επίσκεψής του. Ακούγοντάς τον, όμως, στη συνέντευξη που έδωσε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι, μου φαίνεται πως το «δώρο» αυτό είναι ταυτόχρονα και η εξόφληση ενός «χρέους». Χρέους όχι της Ελλάδας αλλά προσωπικό χρέος του κ. Τσίπρα.
Ο κ. Ερντογάν υποστηρίζει ότι αμέσως μετά τη διαφυγή των οκτώ τούρκων αξιωματικών, την επομένη του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία, και την καταφυγή τους στην Ελλάδα, όπου ζήτησαν πολιτικό άσυλο, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Τσίπρα. Σ’ αυτή την επικοινωνία, ο έλληνας πρωθυπουργός τον διαβεβαίωσε, ισχυρίζεται ο κ. Ερντογάν, ότι θα «δρομολογήσει τις διαδικασίες» και ότι οι αξιωματικοί θα εκδοθούν στην Τουρκία «σε 15-20 μέρες».
Ως γνωστόν, ο Άρειος Πάγος, τον περασμένο Ιανουάριο, απέρριψε το αίτημα των τουρκικών αρχών και δεν δέχτηκε να εκδοθούν οι οκτώ αξιωματικοί. Ο κ. Ερντογάν είχε να πει κάτι και γι’ αυτό: κατά την άποψή του, αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να αφήνονται στη Δικαιοσύνη, αλλά πρέπει να επεμβαίνει η εκτελεστική εξουσία και να την «καθοδηγεί».
Δεν έχουμε φυσικά τρόπο να γνωρίζουμε αν ο τούρκος πρόεδρος λέει αλήθεια για όσα του είπε ο έλληνας πρωθυπουργός. Έχουμε, όμως, κάποιες ενδείξεις. Καθόλο το διάστημα που προηγήθηκε των συνεδριάσεων του Αρείου Πάγου, από το καλοκαίρι του 2016 ως τον Ιανουάριο του 2017, παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, του υπουργού Δικαιοσύνης και άλλων κυβερνητικών στελεχών ότι δεν θα παρέμβουν στην «ανεξάρτητη Ελληνική Δικαιοσύνη», μέσω δηλώσεών τους καταστρατηγούσαν το τεκμήριο αθωότητας και φωτογράφιζαν τους οκτώ ως πραξικοπηματίες: ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, είχε σπεύσει να αναρτήσει στο Twitter, μόλις λίγες ώρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ότι ο ελληνικός λαός βρίσκεται «στο πλευρό της συνταγματικής νομιμότητας» και όταν, δύο περίπου μήνες αργότερα, συνάντησε τον Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, είχε δημοσιοποιηθεί η αποστροφή του ότι οι πραξικοπηματίες «δεν είναι καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα».
Η αποστροφή αυτή απηχούσε τη δήλωση που είχε κάνει η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, την επομένη της απόπειρας πραξικοπήματος, πως «σε ό,τι αφορά τους οκτώ συλληφθέντες θα τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες από το Διεθνές Δίκαιο, ωστόσο λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη ότι οι συλληφθέντες στη χώρα τους κατηγορούνται για παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας και απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας».
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα είχε κινηθεί και ο υφυπουργός Άμυνας Δημήτρης Βίτσας δηλώνοντας στο Mega Channel, την επόμενη μέρα, ότι «το επιχείρημα υπέρ της έκδοσης από την πλευρά της Τουρκίας είναι αρκετά ισχυρό, θα έλεγα πολύ ισχυρό. Το γεγονός ότι παραβιάστηκε η συνταγματική νομιμότητα και ότι υπήρξε απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας είναι ένα ισχυρό επιχείρημα». Αργότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής, σε μια μάλλον αψυχολόγητη επίθεσή του εναντίον της πρωτοβουλίας πολιτών για τη μη έκδοση των οκτώ, καταστρατήγησε και αυτός το τεκμήριο αθωότητας και συνέβαλε στη δημιουργία κλίματος χαρακτηρίζοντας τους οκτώ «υπό κατηγορία πραξικοπηματίες».
Το κλίμα των δηλώσεων των ελλήνων αξιωματούχων μοιάζει σύμφωνο με όσα ισχυρίζεται ο κ. Ερντογάν και σίγουρα αποσκοπούσε σ’ έναν εξευμενισμό της τουρκικής πλευράς και σε μια συσκότιση του γεγονότος ότι οι οκτώ δήλωναν σε όλους τους τόνους αθώοι.
Οι οκτώ αξιωματικοί μού είχαν κάνει την τιμή τότε να με δεχτούν, στον χώρο όπου κρατούνταν, και να μου μιλήσουν. Μεταξύ άλλων, μου είχαν πει: «Παντού σκότωναν στρατιώτες. Στη γέφυρα του Βοσπόρου, μέσα στις βάσεις. Τους λυντσάριζαν, τους πέταγαν από τη γέφυρα, τους ξυλοκοπούσαν, τους έκοβαν τ’ αυτιά, τους κρέμαγαν, τους αποκεφάλιζαν. Σκεφτήκαμε τις οικογένειές μας. Για να βοηθήσεις την οικογένειά σου, πρέπει πρώτα απ’ όλα να είσαι ζωντανός. Όπως το βλέπαμε εκείνη τη στιγμή, είχαμε δύο επιλογές: ή να γυρίσουμε στη βάση και να μας σκοτώσει το πλήθος ή να φύγουμε. Ήμασταν εννιά. Τρία πληρώματα. Οι οκτώ είχαμε οικογένεια, ο ένας όχι. Όσοι είχαμε οικογένεια αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο ένατος έμεινε. Τον είδαμε αργότερα σε φωτογραφίες, βασανισμένο και ματωμένο. Από τις χώρες στις οποίες επαρκούσαν τα καύσιμά μας για να πάμε, διαλέξαμε την Ελλάδα. Πλησιάσαμε στην Αλεξανδρούπολη και εκπέμψαμε σήμα κινδύνου. Από τότε είμαστε εδώ και ζητάμε πολιτικό άσυλο στη χώρα σας. Ντρεπόμαστε που η χώρα μας λέει αυτά τα ψέματα για εμάς. Αλλά φύγαμε για να έχουμε κάποια στιγμή στο μέλλον την ευκαιρία να φροντίσουμε τις οικογένειές μας. Είμαστε άνθρωποι με δυτικό τρόπο σκέψης, σύγχρονο. Δώσαμε στα παιδιά μας δυτικού τύπου εκπαίδευση. Θέλουμε να ζήσουμε με δημοκρατία».
Από την Ελλάδα, τους είχα ρωτήσει, τι περιμένετε; «Να μας κρίνει δίκαια «μου είχαν απαντήσει. «Δεν ήρθαμε για να δημιουργήσουμε πολιτικό πρόβλημα. Ήρθαμε επειδή δεν είχαμε επιλογή. Δεν είμαστε εγκληματίες. Είμαστε αθώοι. Είμαστε αξιωματικοί που ζητούν άσυλο σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία».
Η Ελλάδα τους έκρινε δίκαια. Δεν τους εξέδωσε. Είναι, όμως, σήμερα δύσκολο να αποφύγει κανείς την υποψία ότι οι εννιά αντιστασιακοί που συνελλήφθησαν προ ημερών είναι κάποιου είδους «αντάλλαγμα» για τους οκτώ που η ελληνική κυβέρνηση δεν κατόρθωσε τότε να παραδώσει. Κι αυτή η υποψία ενισχύει ακόμη περισσότερο τον φόβο ότι το να καλούμε στο έδαφός μας έναν ηγέτη που δηλώνει ανερυθρίαστα πως η εκτελεστική εξουσία πρέπει να «καθοδηγεί» τη δικαστική, είναι πάρα πολύ κακή ιδέα.