Τι προσφέρει, λοιπόν, η επίσκεψη Ερντογάν;
Μετά τις σημερινές δηλώσεις του κ. Ερντογάν και του κ. Τσίπρα και παρακολουθώντας τον εν εξελίξει τρόπο που συζητιούνται σε ΜΜΕ και κοινωνικά δίκτυα, βλέπει κανείς μεγάλη αγωνία να διαγνωστεί ποιος τελικά αποστόμωσε τον άλλον.
Αναλόγως με το αν το ΜΜΕ είναι συμπολιτευόμενο ή αντιπολιτευόμενο, αναλόγως με την κομματική στράτευση του καθενός, η διάγνωση εμφανίζει μια τεράστια διακύμανση ανάμεσα στο φιάσκο και την ταπείνωση που υπέστη η Ελλάδα και στον θρίαμβο που κατήγαγε ο έλληνας πρωθυπουργός λέγοντας στον τούρκο πρόεδρο ότι η κατοχή της βόρειας Κύπρου είναι παράνομη, πως η μειονότητα είναι μουσουλμανική (υπονοώντας πως δεν είναι τουρκική) και ό,τι την αφορά αποτελεί εσωτερικό μας ζήτημα, και πως εμείς δεν θα διοργανώναμε ορθόδοξη λειτουργία στο Φετιχιέ Τζαμί όπως έχουν κάνει εκείνοι στην Αγιασοφιά.
Δεν θέλω να στερήσω από τους θαυμαστές του πρωθυπουργού τη χαρά τους. Θεωρώ άστοχο, αν όχι μικρόψυχο, να μην παραδεχτεί κανείς πως στάθηκε καλά στην αντιπαράθεση. Όμως, αυτό είναι αλήθεια το θέμα; Με αφήνει στ’ αλήθεια βαθιά απορημένο το γεγονός ότι αυτού του είδους η οπαδική –με τη χειρότερη έννοια του όρου– προσέγγιση αποτελεί το σύνολο σχεδόν της ανάλυσης γύρω από την επίσκεψη του τούρκου προέδρου στη χώρα μας. Αν ήταν προκλητικός ο Ερντογάν, αν του απάντησε αρκετά επιβλητικά ο Παυλόπουλος, αν τον τάπωσε ο Τσίπρας – μα καλά, πόση έλλειψη σοβαρότητας αντέχει αυτή η έρημη η δημόσια συζήτησή μας, τέλος πάντων;
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να αποφανθώ αν τους ταπώσαμε ή μας τάπωσαν. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να απαντηθεί η απορία που διατυπώνω από τη στιγμή που ανακοινώθηκε αυτή η επίσκεψη: γιατί χρειαζόταν να γίνει, τι προσδοκούσε η ελληνική κυβέρνηση από μια τέτοια πρόσκληση;
Έχοντας παρακολουθήσει τα σημερινά, δεν έχω γίνει διόλου σοφότερος. Υποθέτω, το ελληνικό σκεπτικό ήταν περίπου το εξής: Πρώτον, δεδομένης της έντασης ανάμεσα στην Τουρκία και στις ΗΠΑ και την ΕΕ, η Ελλάδα μπορεί να γίνει ο συνομιλητής «πρώτης γραμμής», οιονεί εκπρόσωπος της Δύσης, αναβαθμίζοντας τον διεθνή της ρόλο και προσφέροντας υπηρεσία στους συμμάχους της, την οποία θα εξαργυρώσει στο μέλλον. Δεύτερον, η Ελλάδα θα προσφέρει στον τούρκο πρόεδρο –ως «παράθυρο προς τη Δύση», που λέει κι ο πρωθυπουργός μας– τη δυνατότητα να απευθυνθεί στη Δύση από έδαφος της ΕΕ, κάτι που χαλαρώνει την απομόνωσή του, περιμένοντας να της το ανταποδώσει στο πεδίο των διμερών ζητημάτων. Τρίτον, έχει τη δυνατότητα να θέσει στην Τουρκία τα διμερή ζητήματα με τον αέρα της πρόσφατης επίσκεψης Τσίπρα στον Λευκό Οίκο.
Είναι προφανές ότι δεν έγινε αυτό σήμερα. Αυτό που έγινε ήταν ένας τσακωμός, με όσο πιο ακραίες διατυπώσεις επιτρέπει η διπλωματική γλώσσα, ο οποίος έβγαλε όλη την ατζέντα μιας περίπλοκης διαπραγμάτευσης σε μια δημόσια αρένα. Τι εξυπηρετεί αυτό; Ξέραμε ότι έχουμε διαφορές με την Τουρκία και προηγουμένως. Ξέραμε, επίσης, ότι παρά τις διαφορές συνεργαζόμαστε σε μια σειρά ζητήματα – εμπορικά, ενεργειακά κτλ. Τι μας προσφέρει να έχει καταγραφεί και μια δημόσια αντιπαράθεση, η οποία πλέον επισήμως περιγράφει το χάος που χωρίζει τις δύο εξωτερικές πολιτικές; Γιατί είναι καλό να πάρεις μια λεπτή διαπραγμάτευση και να τη μετατρέψεις σε δημόσια αντιπαράθεση – κάτι που ήταν απολύτως προβλέψιμο ότι θα αναγκαστείς να κάνεις, καλώντας στο έδαφός σου έναν δικτάτορα με παραισθήσεις μεγαλείου για τον ρόλο του σε ολόκληρη την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή;
Θα αρκούσε, ασφαλώς, να επιδιώξεις τους ίδιους στόχους –οι οποίοι καθαυτοί θα μπορούσαν να είναι θεμιτοί– μέσω πιο χαμηλόφωνων και πιο ελεγχόμενων επαφών. Κι έτσι δεν θα χρειαζόταν και να υφίσταται ο κ. Τσίπρας τα ψέματα του κ. Ερντογάν, ότι «δεν γίνονται βασανιστήρια στην Τουρκία», και να απαιτείται να νεύσει συγκαταβατικά και να το καταπιεί.
Ας παρακολουθήσουμε και τη συνέχεια, όχι για να σημειώσουμε «προκλήσεις» και «απαντήσεις» αλλά μήπως καταλάβουμε λίγο καλύτερα αυτά που ως αυτό το σημείο μοιάζουν –το λιγότερο– ακατανόητα.