Ένας θάνατος που προκαλεί αγαλλίαση
Στο πλαίσιο των κοινώς αποδεκτών ηθών, το να κακολογήσει κανείς κάποιον που μόλις πέθανε θεωρείται ανάρμοστο. Έστω κι αν έχει κάτι βάσιμο να πει εναντίον του, οι περισσότεροι παραδέχονται πως οφείλει να περιμένει ένα εύλογο διάστημα, σεβόμενος αν μη τι άλλο το πένθος των οικείων του εκλιπόντος. Το ζήτημα αυτό ανακύπτει συχνά, κυρίως όταν πεθαίνει κάποιος που διατύπωνε δημόσιο λόγο ή ήταν μικρότερου ή μεγαλύτερου βεληνεκούς δημόσιο πρόσωπο, όπου όσοι επιλέγουν εκείνη τη στιγμή για να υπενθυμίσουν τη διαφωνία τους συνήθως συναντούν την αντίδραση όσων τους κατηγορούν για ασέβεια.
Δεν έχω γενικώς πρόβλημα με την ασέβεια, αγαπώ όμως το τακτ. Δεν βλέπω γιατί, στις περισσότερες περιπτώσεις, νιώθει κανείς υποχρεωμένος να δηλώσει ό,τι έβρισκε μεμπτό για κάποιον άρτι εκλιπόντα, λίγες ώρες μετά τον θάνατό του, αδιαφορώντας πόσο μπορεί αυτή του η κίνηση να πληγώνει. Δεν με απασχολεί που είναι προκλητικό, με απασχολεί που είναι άκομψο. Και, τρόπον τινά, μοχθηρό. Και παραμένει, παρεμπιπτόντως, άκομψο και μοχθηρό ακόμη κι όταν συμφωνώ με την κριτική.
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις όπου κανείς δεν πρέπει να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο για να διατρανώσει τι είδους άνθρωπος ακριβώς ήταν ένας που μόλις πέθανε; Ναι, υπάρχουν. Είναι εκείνες όπου ο πόνος που έχει προκαλέσει κάποιος που πέθανε είναι τόσο μεγάλος, ώστε θα ήταν ασέβεια προς τα θύματά του το να ζήσει η μνήμη του «ελεύθερη» έστω και για λίγες ώρες ή λίγες ημέρες.
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο καρδινάλιος Μπέρναρντ Λο, ο οποίος πέθανε σήμερα, όπως ανακοίνωσε το Βατικανό. Ο καρδινάλιος Λο ήταν ίσως το κεντρικότερο πρόσωπο στην υπόθεση παιδοφιλίας που αποκαλύφθηκε ότι ενδημούσε στην Καθολική Εκκλησία. Ήταν αυτός που, σύμφωνα με τα βραβευμένα ρεπορτάζ της εφημερίδας Boston Globe, κάλυψε παιδόφιλους ιερείς επί σειρά δεκαετιών, μετακινώντας τους από ενορία σε ενορία όταν κάποιο θύμα κακοποίησης έβρισκε το κουράγιο να διαμαρτυρηθεί, κι επιτρέποντάς τους έτσι να συνεχίσουν τη δράση τους. Η Boston Globe αποκάλυψε δεκάδες περιπτώσεις παιδόφιλων ιερέων με χιλιάδες θύματα, περιπτώσεις τις οποίες γνώριζε και συγκάλυπτε ο καρδινάλιος Λο. Οι αποκαλύψεις της, που έχουν αποτυπωθεί και στην πολύ ωραία ταινία Spotlight (όπως είναι το όνομα της ερευνητικής ομάδας της εφημερίδας που έκανε τα ρεπορτάζ), πυροδότησαν μια έκρηξη δημοσιότητας γύρω από την ενδημική παιδοφιλία της Καθολικής Εκκλησίας: δεκάδες χιλιάδες θύματα σε κάθε ήπειρο, από την Αυστραλία ως τη Λατινική Αμερική, αποκαλύφθηκε ότι είχαν υποφέρει ως παιδιά στα χέρια καθολικών ιερέων, ενώ οι ανώτεροί τους συστηματικά συγκάλυπταν την αλήθεια.
Μετά την αποκάλυψη των μεθοδεύσεων του Λο, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την έδρα της Βοστώνης, όμως η Καθολική Εκκλησία τον «μετέθεσε» στη Ρώμη, όπου του ανέθεσε νέα και προβεβλημένα καθήκοντα. Ο καρδινάλιος Λο ουδέποτε αντιμετώπισε τον ποινικό νόμο, ενώ ακόμη και μετά τη δημοσιοποίηση της εγκληματικής ευθύνης του για τη συνέχιση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εξακολούθησε να απολαμβάνει την πλήρη κάλυψη της καθολικής ιεραρχίας. Πέθανε πλήρης ημερών, στα 86 του χρόνια.
Να λοιπόν ένας θάνατος όπου η μεγαλύτερη ασέβεια θα ήταν να αναφερθεί έστω και μία φορά το όνομα του νεκρού ακηλίδωτο.