Το κίνημα κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν ποινικοποιεί το φλερτ
Το φαινόμενο #metoo.
Η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το κίνημα #metoo, το οποίο καταγγέλλει τη σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση, αναζωπυρώθηκε μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα «Le Monde» μιας ανοιχτής επιστολής που συνυπέγραφαν εκατό γυναίκες - ανάμεσά τους διασημότητες όπως η Κατρίν Ντενέβ και η Κατρίν Μιγιέ.
Οι συντάκτριες της επιστολής επισημαίνουν τον κίνδυνο ενός «κυνηγιού μαγισών» και, μολονότι ευλόγως καταδικάζουν την κακοποίηση και τον βιασμό ως «εγκλήματα», υποστηρίζουν ότι το αδέξιο ή επίμονο ή ακόμη και ενοχλητικό φλερτ δεν συνιστά παρενόχληση. Η επιστολή έδωσε νέα πνοή σε παρόμοια επιχειρήματα και στη χώρα μας, ανοίγοντας νέο κύκλο συζήτησης τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα κοινωνικά δίκτυα.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτε νέο σ' αυτά τα επιχειρήματα. Έχουν κάνει την εμφάνισή τους από την πρώτη στιγμή, όταν το σκάνδαλο Γουάινστιν ακολούθησε το φαινόμενο #metoo, με εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον πλανήτη να δηλώνουν ότι έχει συμβεί «και σ' εμένα». Μολονότι ποικίλουν αρκετά στις επιμέρους εκφορές τους, μπορούν άνετα να συνοψιστούν στα εξής δύο: πρώτον, ότι το κίνημα #metoo αποτελεί μια «υπερβολή» που ποινικοποιεί το φλερτ, μια «υστερία» της φεμινιστικής «πολιτικής ορθότητας» που απαγορεύει ως και το αδέξιο πλην αθώο πέσιμο· δεύτερον, ότι το κίνημα παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας και οι άντρες που καταγγέλλονται καταστρέφονται όχι βάσει κάποιας δικαστικής διαδικασίας βάσει νόμων αλλά διά της δημόσιας διαπόμπευσής τους.
Το πρώτο επιχείρημα δυσκολεύομαι να το παρακολουθήσω. Είμαι άντρας, ευτύχησα να έχω φλερτάρει κάμποσες φορές στη ζωή μου και ποτέ δεν θυμάμαι ο στόχος του φλερτ μου να μου έχει υπογράψει εκ των προτέρων συμβόλαιο ότι συναινεί να την αγγίξω - όπως περιγράφουν οι θιασώτες του επιχειρήματος την κατάσταση στην οποία φοβούνται ότι οδηγούμαστε. Πράγματι, κάθε φλερτ περιλαμβάνει ένα ρίσκο, ένα ενδεχόμενο απόρριψης. Μολοντούτο, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αναλαμβάνοντας αυτό το ρίσκο κινδύνευα να παρενοχλήσω κάποια, ποτέ δεν μου φάνηκε ότι τα όρια μεταξύ φλερτ και παρενόχλησης ήταν θολά, έστω κι όταν ήμουν αδέξιος.
Ας πούμε την αλήθεια: οι ιστορίες που ακούμε δεν αφορούν αδέξια φλερτ. Δεν είναι αδέξιο φλερτ να ακολουθείς μια γυναίκα που είδες στον δρόμο επί εφτά τετράγωνα, όσο εκείνη όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται αλλά προοδευτικά τρομάζει όλο και περισσότερο. Δεν είναι αδέξιο φλερτ να είσαι με μια παρέα αντρών και να φωνάζεις σε κάποια που περνάει μπροστά σου. Δεν είναι αδέξιο φλερτ να αυνανίζεσαι μπροστά σε κάποια με την οποία δεν έχεις καμία οικειότητα και που δεν σου το ζήτησε. Και σίγουρα δεν είναι αδέξιο φλερτ να απειλείς κάποια ότι θα την «καταστρέψεις» αν δεν συμφωνήσει να κάνει σεξ μαζί σου.
Πώς μπορεί λοιπόν κανείς να ακούει αυτές τις ιστορίες και να λέει ότι ποινικοποιείται το φλερτ; Ποιο φλερτ; Ποιος μίλησε για φλερτ - αδέξιο ή οποιουδήποτε είδους;
Το δεύτερο επιχείρημα είναι κάπως πιο σοβαρό. Πράγματι, κάθε κίνημα δημόσιας καταγγελίας έχει πλευρές ανησυχητικές. Και είναι αλήθεια ότι έχουμε δει πολλούς να υφίστανται συνέπειες -επαγγελματικές και κοινωνικές- λόγω της κατακραυγής που προκάλεσαν οι καταγγελίες εναντίον τους. Υπάρχει λόγος να ανησυχεί κανείς ότι μέσα σ' αυτό τον ορυμαγδό, κάποιοι μπορεί να κατηγορηθούν άδικα; Πιστεύω πως ναι. Όμως το να μας οδηγεί αυτό στο να πούμε ότι «όποιος έχει πρόβλημα, να πάει στην αστυνομία» σημαίνει ότι αγνοούμε τη θεμελιωδώς εξουσιαστική φύση της σεξουαλικής παρενόχλησης. Σημαίνει ότι αγνοούμε πως μέρος του φαινομένου είναι η κοινωνική συνθήκη που επιβάλλει τη σιωπή στα θύματα.
Αυτή η σιωπή είναι που έσπασε με το #metoo. Αντί να οχυρωνόμαστε πίσω από μια φανταστική πιθανότητα να ποινικοποιηθεί το αδέξιο φλερτ ή πίσω από τη φανταστική «ισότητα απέναντι στον νόμο» που τεκμηριωμένα δεν υφίσταται για τα θύματα της σεξουαλικής βίας, καλά θα κάνουμε να σκεφτούμε το εξής: ακόμη κι όσοι ουδέποτε παρενοχλήσαμε σεξουαλικά οποιονδήποτε, είναι εξαιρετικά πιθανό να έχουμε σιωπήσει ή αδιαφορήσει βλέποντας την παρενόχληση στον κοινωνικό περίγυρό μας, στην εργασία μας, στον δρόμο. Αυτό μας κάνει, έστω και ελάσσονες, συνένοχους. Κι αυτή τη συνενοχή είναι που, πιστεύω, συσκοτίζουν πρωτίστως τα παρελκυστικά επιχειρήματα που για άλλη μια φορά ακούγονται στον δημόσιο λόγο.