Η ΝΔ, το Μακεδονικό και η «εσωτερική αντιπαράθεση»
Ποιον άραγε συμφέρει να μετατραπεί το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ σε «εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση»;
Διαβάζω ότι η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, Μαρία Σπυράκη, κατηγόρησε την κυβέρνηση σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το όνομα της ΠΓΔΜ ότι χειρίζεται ένα κρίσιμο εθνικό θέμα με όρους «εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης». Ταυτόχρονα, απηύθυνε το ερώτημα «αν εκφράζει ακόμη τους υπουργούς κ.κ. Τσακαλώτο και Γαβρόγλου η θέση που είχαν προσυπογράψει παλαιότερα σε επιστολή και στην οποία αναφερόταν ότι δεν έχουν πρόβλημα η γειτονική χώρα να αποκαλείται με το συνταγματικό της όνομα, δηλαδή "Δημοκρατία της Μακεδονίας"».
Η αντίφαση θα έπρεπε να είναι προφανής: από τη μία η ΝΔ λέει ότι μια υπόθεση διεθνούς διπλωματίας του κράτους δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο για να αντιπαρατίθεται η κυβέρνηση με την αντιπολίτευση. Δεν είμαι βέβαιος ότι έχει δίκιο, όπως δεν είμαι βέβαιος και γιατί είναι τόσο αυτονόητο σε όλους ότι στα «εθνικά θέματα» πρέπει να ομονοεί το πολιτικό φάσμα, στο κάτω κάτω διαφορές αναμεσα στις παρατάξεις υπάρχουν και στην εξωτερική, όχι μόνο στην εσωτερική πολιτική – αλλά, σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ αυτό λέει. Και την ίδια στιγμή, βουτάει ολόψυχα σε μια αντιπαράθεση που και να θέλει κανείς να την κάνει πιο «εσωτερική», δεν γίνεται: μας υπενθυμίζει πόσο «εχθροί του έθνους» –κατά την οικεία εμφυλιοπολεμική ρητορική– είναι αυτοί οι αριστεροί, που υποστήριζαν, όπως και μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς, ότι η γειτονική χώρα μπορεί να λέγεται αυτό που λέγεται εδώ και πολλές δεκαετίες, αυτό που τη λέει όλος ο κόσμος, και αυτό που εν τέλει συνιστά την ταυτότητα των πολιτών της: Μακεδονία.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα το έχει η ΝΔ. Όντας σε συντριπτικό βαθμό η παράταξη που ευθύνεται για το πρόβλημα, λόγω των χειρισμών του Αντώνη Σαμαρά, καθώς ο πολιτικός χώρος που κατεξοχήν προκάλεσε, υποδαύλισε και καρπώθηκε την εθνικιστική υστερία που ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει μια διόλου απλή διχοτόμηση: από τη μία υπάρχει μια ιστορία της παράταξης κι ένα μεγάλο μέρος λαϊκής βάσης που έχει γαλουχηθεί με την ιδέα πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». (Φυσικά, δεν το πιστεύουν μόνο νεοδημοκράτες αυτό αλλά πολύ ευρύτερα στρώματα, είναι η ΝΔ όμως που αποτελεί τον «φυσικό» του πολιτικό χώρο.) Οι άνθρωποι αυτοί έχουν εκπαιδευτεί πλέον, μετά από χρόνια, να αποδέχονται ως ρυθμιστή των σημερινών πολιτικών σχέσεων την ιδέα τους για το τι ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα μεταστροφής τους. Αν τους «προδώσει» κανείς, τους έχασε. Και μαζί βέβαια και τις ψήφους τους – ψήφους που μέχρι τώρα η ΝΔ θεωρούσε ιδιοκτησία της. Από την άλλη, υπάρχει ο ρεαλισμός: η ΠΓΔΜ πρέπει να μπει στο ΝΑΤΟ, τα Βαλκάνια πρέπει να «ησυχάσουν» και καμιά διεθνής διπλωματία δεν παίρνει στα σοβαρά το «η Μακεδονία είναι ελληνική». Ο κ. Μητσοτάκης, ως νεότερος και πιο προοδευτικός, ασφαλώς το ξέρει αυτό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στον αντίποδα, δεν έχει τέτοια προβλήματα. Πράγματι, ως κυβέρνηση υποχωρεί από τις παλαιότερες, πιο ριζοσπαστικές θέσεις αρκετών στελεχών του, έτσι όμως αποτελεί την ιδανική παράταξη για να τα βάλει με αυτό το ζήτημα και να προωθήσει τη λύση μιας ονομασίας που θα περιέχει, φυσικά, τον όρο «Μακεδονία». Όσοι είναι να τον θεωρήσουν «εθνομηδενιστή» και «ανθέλληνα» τον θεωρούν ήδη. Δεν έχει να χάσει τίποτα. Έχει μόνο να κερδίσει: αν πετύχει, θα προστεθούν ακόμη κάποια εύσημα στο αφήγημά του ότι στο διεθνές πεδίο λογίζεται ένας σοβαρός και υπεύθυνος συνομιλητής.
Η μόνη λοιπόν που έχει λόγο να μετατρέψει το ζήτημα σε «εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση» είναι η ΝΔ. Γιατί μόνο στο εσωτερικό έχει κάτι να κερδίσει – ή μάλλον να υπερασπιστεί: τους ψηφοφόρους της.