Επτά μέρες ψέματα
O τίτλος της ομώνυμης ταινίας του Κώστα Ανδρίτσου περιγράφει, ίσως με τον καλύτερο τρόπο, τη σταδιοδρομία του μακροβιότερου λαϊκιστή που γνώρισε η χώρα τα τελευταία χρόνια.
Ο ίδιος, ξεκινώντας από τα «μικρά» και τα «αθώα» ψέματα («Εμείς δεν θα φέρουμε μνημόνια»), κατέβηκε από το καλάμι του αντιμνημονιακού και έφτασε μέχρι τα μεγάλα και τα οδυνηρά της διακυβέρνησής του («Η φωτιά είναι σε ύφεση»). Για την ακρίβεια, όλη του η έως τώρα στρατηγική εξυπηρετούσε μόνον έναν σκοπό, το ψέμα. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι τα συνεχή ψέματα δημιουργούν το φαινόμενο της ψευδαίσθησης της αλήθειας. Μια αλήθεια με αφετηρία τα fake news και, τέλος, τις ύβρεις του Πολάκη, που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμη ανέλθει στην εξουσία, στηρίχθηκε σε έναν βαθιά διχαστικό λόγο και σε ένα ηθικό πλεονέκτημα που βυθίστηκε γρήγορα στα απόνερα της θερινής «Οδύσσειας» του πρωθυπουργού.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη χώρα σε λάθος ρότα. Οι συνεχείς απειλές κατά της Δικαιοσύνης, η ανοχή στην αύξηση της εγκληματικότητας και της παραβατικότητας, οι ιδεοληψίες στην ανώτατη εκπαίδευση, ο διωγμός της Ορθοδοξίας και οι παλινωδίες στα μείζονα εθνικά θέματα οδηγούν τη χώρα σε μια περίοδο καχεκτικής Δημοκρατίας.
Η πληγή του λαϊκισμού που θα αφήσει πίσω του πολύ σύντομα ο Αλ. Τσίπρας επουλώνεται μόνο με σοβαρότητα, νηφαλιότητα και σκληρή δουλειά. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια που λέει από την αρχή ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Προφανώς για τη συνιστώσα των «άεργων του Μαξίμου» δεν είναι διακριτή η διαφορά μεταξύ της επταήμερης εργασίας (sic) και του μοντέλου της επταήμερης λειτουργίας μιας επιχείρησης. Οπως, επίσης, είναι λογικό να μην αντιλαμβάνονται ότι, για να έχουμε σταθερή εργασία, απαιτείται ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, με υγιείς επιχειρήσεις και νέες επενδύσεις.
Με απλά λόγια, η χώρα έχει άμεση ανάγκη για ένα μείγμα πολιτικής, με τους νέους στο επίκεντρο, που θα συνοψίζεται σε τρεις άξονες: νέες δουλειές, μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές και ασφάλεια. Ο Αλ. Τσίπρας στο διάστημα που βρίσκεται στην εξουσία ανακύκλωσε τα ίδια φθαρμένα υλικά που μας οδήγησαν στη σκληρότερη ύφεση που γνώρισε η χώρα, σέρνοντάς τη στο σκοτάδι του λαϊκισμού.
Η τελεία στην πολιτική των ψευδαισθήσεων μπαίνει με τη μαζική συμμετοχή στις κάλπες. Το μήνυμα για την επιστροφή στην κανονικότητα θα ακουστεί την 26η Μαΐου, για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα χρόνια, θα είναι ηχηρό, εμφατικό και δεν θα μπορεί να αγνοηθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμη ανέλθει στην εξουσία, στηρίχθηκε σε έναν βαθιά διχαστικό λόγο και σε ένα ηθικό πλεονέκτημα που βυθίστηκε γρήγορα στα απόνερα της θερινής «Οδύσσειας» του πρωθυπουργού.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη χώρα σε λάθος ρότα. Οι συνεχείς απειλές κατά της Δικαιοσύνης, η ανοχή στην αύξηση της εγκληματικότητας και της παραβατικότητας, οι ιδεοληψίες στην ανώτατη εκπαίδευση, ο διωγμός της Ορθοδοξίας και οι παλινωδίες στα μείζονα εθνικά θέματα οδηγούν τη χώρα σε μια περίοδο καχεκτικής Δημοκρατίας.
Η πληγή του λαϊκισμού που θα αφήσει πίσω του πολύ σύντομα ο Αλ. Τσίπρας επουλώνεται μόνο με σοβαρότητα, νηφαλιότητα και σκληρή δουλειά. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια που λέει από την αρχή ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Προφανώς για τη συνιστώσα των «άεργων του Μαξίμου» δεν είναι διακριτή η διαφορά μεταξύ της επταήμερης εργασίας (sic) και του μοντέλου της επταήμερης λειτουργίας μιας επιχείρησης. Οπως, επίσης, είναι λογικό να μην αντιλαμβάνονται ότι, για να έχουμε σταθερή εργασία, απαιτείται ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, με υγιείς επιχειρήσεις και νέες επενδύσεις.
Με απλά λόγια, η χώρα έχει άμεση ανάγκη για ένα μείγμα πολιτικής, με τους νέους στο επίκεντρο, που θα συνοψίζεται σε τρεις άξονες: νέες δουλειές, μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές και ασφάλεια. Ο Αλ. Τσίπρας στο διάστημα που βρίσκεται στην εξουσία ανακύκλωσε τα ίδια φθαρμένα υλικά που μας οδήγησαν στη σκληρότερη ύφεση που γνώρισε η χώρα, σέρνοντάς τη στο σκοτάδι του λαϊκισμού.
Η τελεία στην πολιτική των ψευδαισθήσεων μπαίνει με τη μαζική συμμετοχή στις κάλπες. Το μήνυμα για την επιστροφή στην κανονικότητα θα ακουστεί την 26η Μαΐου, για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα χρόνια, θα είναι ηχηρό, εμφατικό και δεν θα μπορεί να αγνοηθεί.