Η αφετηρία της επανάστασης στη συνάντηση της Βοστίτσας
«Αλλ΄ ημείς εδώ , αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν; Ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς ευθύς αφού πάρει τα όπλα, δεν θα μας ακούει και δεν θα μας σέβεται, και θα πέσωμεν στα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήτα) ο οποίος προ ολίγου δεν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη». Τέτοιες μέρες τον Ιανουάριο του 1821, στα σταφιδάλωνα της Βοστίτσας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συντόνιζε τη συζήτηση για την έναρξη της επανάστασης. Συμμετείχαν αρκετοί, κυρίως εκκλησιαστικοί και πολιτικοί παράγοντες καθώς και ντόπιοι προύχοντες. Ο Παπαφλέσσας ως απεσταλμένος του Υψηλάντη και των Φιλικών, τέσσερις επίσκοποι, οι Ζαϊμηδες, ο Ανδρέας Λόντος, ο Φωτάκος του Κολοκοτρώνη, κάποιοι άλλοι ένοπλοι, ο Νικήτας ένα από τα 28 αδέλφια του Παπαφλέσσα και άλλοι.
Ο κοτζάμπασης των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης έθεσε το μοναδικό ερώτημα που απαντήθηκε. «Άγιοι αρχιερείς και ευγενέστατοι άρχοντες απορώ δια την ομιλία του κυρίου Χαραλάμπη να φρονή ούτως» είπε ο Δικαίος και συνέχισε: «Εάν σκοτώσωμεν τους Τούρκους όλους, θα σκοτώσωμεν και τον πρώτον Αγάν της Πελοποννήσου και τότε η ευγένεια του (σς ο Χαραλάμπης) θα πάρει την θέσιν του». Κατόπιν, μοίρασε αξιώματα και στους υπολοίπους, σπέρνοντας την αμφιβολία για τον αγώνα που θα ξεκινούσε και τη βεβαιότητα για τη φαγωμάρα που θα διαπερνούσε έκτοτε τη χώρα.
Ο Πετρόμπεης (σς Μαυρομιχάλης) δεν είχε πάει για να μην κινήσει υποψίες, όμοια κι ο Κολοκοτρώνης γύρναγε γύρω – γύρω από την Τρίπολη, τη Μάνη και τη Μεσσηνία έχοντας μόλις επιστρέψει από τα Επτάνησα όπου πολεμούσε μισθοφορικά για 30 χρόνια με τους Γάλλους και τους Άγγλους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ο Γιουσούφ μπέης, αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης στην Πελοπόννησο εκείνη την περίοδο, ρίχνει διαφορετικές ματιές σε ορισμένα γεγονότα. Για παράδειγμα γράφει ότι ο Πετρόμπεης όταν «μαθεύτηκε πως ο κακώνυμος Κολοκοτρώνης, πάππου προς πάππου κλέφτης, είχε περάσει από τη Ζάκυνθο στο Μοριά κι από ‘κει στη Μάνη…» , είχε απαντήσει στους Τούρκους: «Εάν πράγματι βρίσκεται σ΄ αυτά τα μέρη πρέπει να εκδιωχθεί από τα σύνορα μας σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν στη Χερσόνησο». Και παρακάτω: « Για την ασφάλεια των κατοίκων μπορώ να στείλω ως ενέχυρο το παιδί μου, τον γραμματικό μου που είναι και συγγενής μου κι άλλους πέντε - δέκα συγγενείς μου να μείνουν εκεί ως εγγύηση . Αν θεωρείτε πως ούτε έτσι υπάρχει ασφάλεια, μόλις φτάσει η διαταγή του καϊμακάμη… να έλθω προσωπικά ο ίδιος».
Όντως – κατά τον Γιουσούφ Μπέη – οι συγγενείς του Μαυρομιχάλη εγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη, το σημαντικότερο πασαλίκι της Πελοποννήσου και μάλιστα δεν φυλακίστηκαν ως «πρόθυμοι και αφοσιωμένοι» που ήταν.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 17 Μαρτίου, ο Πετρόμπεης κήρυξε την έναρξη της επανάστασης από την Τζίμοβα, δίνοντας της το όνομα Αρεόπολη (πόλη του Άρη). Στις 20 Μαρτίου «εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ασπασθήκαμε και εκινήσαμε…» γράφει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του, βάζοντας και τη δική του σφραγίδα στην αφετηρία του αγώνα. Στις 23 απελευθέρωσε την πόλη αφανίζοντας τους Τούρκους ενώ την ίδια ώρα ο Ανδρέας Λόντος σήκωνε άλλο λάβαρο στην Αιγιάλεια με μαύρο σταυρό σε κόκκινο φόντο.
Από μια οπτική, ευτυχώς δηλαδή που ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Ελλάδα και ταυτόχρονα γραμματικός του Αλή Πασά, όρισε μπαμ – μπαμ (σς 1824) χρονολογικά και τοπογραφικά την εξέγερση: 25η Μαρτίου 1821, ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου , στο Καλαβρυτινό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας με τον Μητροπολίτη Γερμανό, ως ευλογούντα και αγιάζοντα τα όπλα και τους πολεμιστές.
Κι από μιαν άλλη, ευτυχώς που ελάχιστα διαδεδομένα κι αφομοιωμένα είναι τα παραπάνω γιατί διαφορετικά θα γίνονταν αυθαίρετες και αποσπασματικές ερμηνείες α) από όσους δεν διαβάζουν και β) από όσους ενώ διαβάζουν, δεν εισέρχονται παράλληλα και στην κοινωνική πραγματικότητα των περιόδων αναφοράς .
Ο,τι και να ‘χε συμβεί, η πιο αυθεντική ώρα των Ελλήνων κοντοζύγωνε, έστω κι αν στα βάθη των τεσσάρων αιώνων της σκλαβιάς είχαν ισοπεδωθεί πολιτισμικά. Η άσβεστη Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη του «ανακατεμένου» λαού, οι επαχθείς φόροι, τα παιδομαζώματα (ντεβσιμέρδες) αλλά και τα στρατηγικά λάθη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Μαχμουτ Β΄) , που έστειλε στα τέλη του 1820 τον Χουρσίτ πασά του Μοριά να πολεμήσει τον Αλή Πασά στην Ήπειρο αφήνοντας ουσιαστικά αφύλακτη την περιοχή εποπτείας του, όλα αυτά συντέλεσαν στο να ξεκινήσει ο πόλεμος.
Το μόνο αδιαμφισβήτητο γεγονός και το μόνο που δεν παίρνει πρέπουσα θέση στην κίνηση της Ιστορίας, αφορά στην αφύπνιση των κατακτημένων που ποτέ έως τότε ούτε ήταν ούτε είχαν νοιώσει ελεύθεροι κι ούτε ήξεραν την αξία της ελευθερίας, παρά μόνο τη φαντάζονταν γι΄ αυτό και αντέδρασαν ενστικτωδώς.
Τελικώς η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς, καθώς και πλήρη δικαιώματα, στις 22 Ιανουαρίου 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου των σύμμαχων δυνάμεων Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας και το 1832 τα σύνορα επανατοποθετήθηκαν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.
Και στο διάβα των δεκαετιών ανέβηκε κι απλώθηκε προς όλες τις πλευρές του ορίζοντα της, παρότι ενίοτε διχαζόταν ή κούναγε μοιρολατρικά το κεφάλι ή σήκωνε τα χέρια ψηλά στο ζήτημα που είχε θίξει ο Χαραλάμπης.
Ο κοτζάμπασης των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης έθεσε το μοναδικό ερώτημα που απαντήθηκε. «Άγιοι αρχιερείς και ευγενέστατοι άρχοντες απορώ δια την ομιλία του κυρίου Χαραλάμπη να φρονή ούτως» είπε ο Δικαίος και συνέχισε: «Εάν σκοτώσωμεν τους Τούρκους όλους, θα σκοτώσωμεν και τον πρώτον Αγάν της Πελοποννήσου και τότε η ευγένεια του (σς ο Χαραλάμπης) θα πάρει την θέσιν του». Κατόπιν, μοίρασε αξιώματα και στους υπολοίπους, σπέρνοντας την αμφιβολία για τον αγώνα που θα ξεκινούσε και τη βεβαιότητα για τη φαγωμάρα που θα διαπερνούσε έκτοτε τη χώρα.
Ο Πετρόμπεης (σς Μαυρομιχάλης) δεν είχε πάει για να μην κινήσει υποψίες, όμοια κι ο Κολοκοτρώνης γύρναγε γύρω – γύρω από την Τρίπολη, τη Μάνη και τη Μεσσηνία έχοντας μόλις επιστρέψει από τα Επτάνησα όπου πολεμούσε μισθοφορικά για 30 χρόνια με τους Γάλλους και τους Άγγλους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ο Γιουσούφ μπέης, αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης στην Πελοπόννησο εκείνη την περίοδο, ρίχνει διαφορετικές ματιές σε ορισμένα γεγονότα. Για παράδειγμα γράφει ότι ο Πετρόμπεης όταν «μαθεύτηκε πως ο κακώνυμος Κολοκοτρώνης, πάππου προς πάππου κλέφτης, είχε περάσει από τη Ζάκυνθο στο Μοριά κι από ‘κει στη Μάνη…» , είχε απαντήσει στους Τούρκους: «Εάν πράγματι βρίσκεται σ΄ αυτά τα μέρη πρέπει να εκδιωχθεί από τα σύνορα μας σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν στη Χερσόνησο». Και παρακάτω: « Για την ασφάλεια των κατοίκων μπορώ να στείλω ως ενέχυρο το παιδί μου, τον γραμματικό μου που είναι και συγγενής μου κι άλλους πέντε - δέκα συγγενείς μου να μείνουν εκεί ως εγγύηση . Αν θεωρείτε πως ούτε έτσι υπάρχει ασφάλεια, μόλις φτάσει η διαταγή του καϊμακάμη… να έλθω προσωπικά ο ίδιος».
Όντως – κατά τον Γιουσούφ Μπέη – οι συγγενείς του Μαυρομιχάλη εγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη, το σημαντικότερο πασαλίκι της Πελοποννήσου και μάλιστα δεν φυλακίστηκαν ως «πρόθυμοι και αφοσιωμένοι» που ήταν.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 17 Μαρτίου, ο Πετρόμπεης κήρυξε την έναρξη της επανάστασης από την Τζίμοβα, δίνοντας της το όνομα Αρεόπολη (πόλη του Άρη). Στις 20 Μαρτίου «εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ασπασθήκαμε και εκινήσαμε…» γράφει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του, βάζοντας και τη δική του σφραγίδα στην αφετηρία του αγώνα. Στις 23 απελευθέρωσε την πόλη αφανίζοντας τους Τούρκους ενώ την ίδια ώρα ο Ανδρέας Λόντος σήκωνε άλλο λάβαρο στην Αιγιάλεια με μαύρο σταυρό σε κόκκινο φόντο.
Από μια οπτική, ευτυχώς δηλαδή που ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Ελλάδα και ταυτόχρονα γραμματικός του Αλή Πασά, όρισε μπαμ – μπαμ (σς 1824) χρονολογικά και τοπογραφικά την εξέγερση: 25η Μαρτίου 1821, ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου , στο Καλαβρυτινό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας με τον Μητροπολίτη Γερμανό, ως ευλογούντα και αγιάζοντα τα όπλα και τους πολεμιστές.
Κι από μιαν άλλη, ευτυχώς που ελάχιστα διαδεδομένα κι αφομοιωμένα είναι τα παραπάνω γιατί διαφορετικά θα γίνονταν αυθαίρετες και αποσπασματικές ερμηνείες α) από όσους δεν διαβάζουν και β) από όσους ενώ διαβάζουν, δεν εισέρχονται παράλληλα και στην κοινωνική πραγματικότητα των περιόδων αναφοράς .
Ο,τι και να ‘χε συμβεί, η πιο αυθεντική ώρα των Ελλήνων κοντοζύγωνε, έστω κι αν στα βάθη των τεσσάρων αιώνων της σκλαβιάς είχαν ισοπεδωθεί πολιτισμικά. Η άσβεστη Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη του «ανακατεμένου» λαού, οι επαχθείς φόροι, τα παιδομαζώματα (ντεβσιμέρδες) αλλά και τα στρατηγικά λάθη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Μαχμουτ Β΄) , που έστειλε στα τέλη του 1820 τον Χουρσίτ πασά του Μοριά να πολεμήσει τον Αλή Πασά στην Ήπειρο αφήνοντας ουσιαστικά αφύλακτη την περιοχή εποπτείας του, όλα αυτά συντέλεσαν στο να ξεκινήσει ο πόλεμος.
Το μόνο αδιαμφισβήτητο γεγονός και το μόνο που δεν παίρνει πρέπουσα θέση στην κίνηση της Ιστορίας, αφορά στην αφύπνιση των κατακτημένων που ποτέ έως τότε ούτε ήταν ούτε είχαν νοιώσει ελεύθεροι κι ούτε ήξεραν την αξία της ελευθερίας, παρά μόνο τη φαντάζονταν γι΄ αυτό και αντέδρασαν ενστικτωδώς.
Τελικώς η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς, καθώς και πλήρη δικαιώματα, στις 22 Ιανουαρίου 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου των σύμμαχων δυνάμεων Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας και το 1832 τα σύνορα επανατοποθετήθηκαν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.
Και στο διάβα των δεκαετιών ανέβηκε κι απλώθηκε προς όλες τις πλευρές του ορίζοντα της, παρότι ενίοτε διχαζόταν ή κούναγε μοιρολατρικά το κεφάλι ή σήκωνε τα χέρια ψηλά στο ζήτημα που είχε θίξει ο Χαραλάμπης.