Επέτειος 80 ετών από τη Μάχη Κρήτης - «Δεν ήταν νησί ήταν θεριό που κείτουνταν στο πέλαγος»
Η Μάχη της Κρήτης έφερε στο προσκήνιο μιαν αλήθεια απογυμνωμένη από ψευδαισθήσεις
Στις 14 Μαϊου 1941 οι Γερμανοί αρχίζουν τον βομβαρδισμό της Κρήτης προετοιμάζοντας την τελική τους επίθεση που σχεδίαζαν για τις 18, πραγματοποίησαν στις 20 κι από τότε δεν τόλμησαν να κάνουν άλλη τέτοιας έκτασης αεροπορική έφοδο μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Η Μάχη της Κρήτης έφερε στο προσκήνιο μιαν αλήθεια απογυμνωμένη από ψευδαισθήσεις: Ο Χίτλερ ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο αγνοώντας την ιστορία και νικήθηκε από την αδυσώπητη σκληρότητα της. Διαφωνούσε εξ΄ αρχής με τον Μουσολίνι για την επέμβαση στην Ελλάδα «γιατί οι Έλληνες δεν είναι και τίποτα ανίκανοι στρατιώτες», όμως μετά την ήττα των Ιταλών άνοιξε το μέτωπο στα νότια για να αποτρέψει τους Άγγλους να φτιάξουν αεροπορικές βάσεις στα Βαλκάνια.
Παρότι αναγνώριζε πως τα ελληνικά στρατεύματα και ο πληθυσμός της υπαίθρου είχαν επικρατήσει στους προηγούμενους πολέμους (Μακεδονικούς, Βαλκανικούς, Α΄ Παγκόσμιο), εν τούτοις σημαντικότερο για ΄κείνον ήταν να διασφαλίσει τα νώτα του στη Μεσόγειο ώστε να εφορμήσει ένα μήνα αργότερα στη Ρωσία.
Με την τακτική –λοιπόν - του Blitzgrieg ( περικύκλωση και αστραπιαία σφυροκοπήματα ) είχε επικρατήσει τον Σεπτέμβριο του 1939 στην Πολωνία, το 1940 νικούσε τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία ενώ σχεδόν ταυτόχρονα τον Απρίλιο του 1941 έμπαινε στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Οι μόνοι που του αντιστέκονταν στην αρχή του έτους ήταν οι Βρετανοί ενώ στο τέλος του ’41 όσοι δεν τον πολεμούσαν, τον περίμεναν στη γωνία ή τον κορόιδευαν όπως οι Ιάπωνες του Τότζο που τον παραμύθιαζαν ότι θα διασπάσουν από πίσω, στη Μαντζουρία, τις σοβιετικές δυνάμεις, όμως στις 7 Δεκεμβρίου αιφνιδίασαν τους Αμερικάνους στο Περλ Χάρμπορ.
Η έπαρση, το αίμα, ο αδίστακτος παραλογισμός, το τυφλό μίσος και βεβαίως η αμορφωσιά δεν επέτρεψαν στον φύρερ και τους στρατηγούς του, όπως στον Κουρτ Στούντεντ, να δουν πέρα από το αίμα.
Ο Στούντεντ, ως ανώτατος διοικητής της Λούφτβαφφε (Luftwaffe) κατέβηκε στην Αθήνα για να συντονίσει τις επιδρομές στην Κρήτη.
Στις 18 Μαϊου τα σμήνη των Στούκας προσγειώνονται σε αεροδρόμια της Αττικής και στις 20 τα χαράματα ξεκινούν οι σφοδροί βομβαρδισμοί παράλληλα με την πτώση αλεξιπτωτιστών στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο.
Έντεκα μερόνυχτα οι ψυχωμένοι Κρητικοί με τα μαχαίρια, τις κατσούνες, τα δρεπάνια, τα ξινάρια, τις πέτρες, με τα χέρια τους, μα πάνω απ΄ όλα με τα θεριά που ‘χανε μέσα κι έξω από τα στήθια τους, πάλευαν με τους δυνάστες.
Από τους 22.000 στρατιώτες των δυνάμεων του Άξονα, οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές και από αυτούς οι μισοί και παραπάνω βρέθηκαν κατεσφαγμένοι, ξεματωμένοι, στραγγαλισμένοι ή σκοτωμένοι από κυνηγετικά όπλα πάνω σε δέντρα, στα χωράφια, στα αμπέλια, ή όπου άλλου έπεφταν με αλεξίπτωτα τους.
Το μοιραίο λάθος έγινε το βράδυ της 20ης προς την 21η Μαϊου όταν ο Νεοζηλανδός- βρετανικής καταγωγής- διοικητής των συμμάχων Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διέταξε να εκκενωθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε παρότι οι Νεοζηλανδοί δεν είχαν ηττηθεί εκεί.
Όσα κι αν λέγονται μέχρι σήμερα, ότι ο Φράιμπεργκ διαφωνούσε με τους Άγγλους στη στρατηγική ή ότι αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα γι΄ αυτό αποστρατεύτηκε το 1937 αλλά τον επανέφεραν για τις ανάγκες του πολέμου, είναι τελείως γελοία και προσβλητικά όχι μόνο για τη μνήμη των ντόπιων αλλά και για των χιλιάδων ομοεθνών του που δολοφονήθηκαν εξαιτίας του από τους Γερμανούς οι οποίοι φυσικά έσπευσαν να ανακαταλάβουν τις οχυρωματικές θέσεις μέσα στο αεροδρόμιο.
«Τουλάχιστον ας είχαμε κάνει κάτι αξιοπρεπές» είπε ο Τσόρτσιλ στον γραμματέα του, όταν του μετέφερε την είδηση της ήττας και της αιχμαλωσίας 7.000 Βρετανών.
Στις 31 Μαϊου ο Φράιμπεργκ αποχώρησε, την 1η Ιουνίου το νησί έπεσε, στις 2 Ιουνίου οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές συγκέντρωσαν τους άνδρες του χωριού Κοντομαρί και τους εκτέλεσαν στους ελαιώνες. Την επομένη ξεπάστρεψαν και την Κάντανο, ενώ μέχρι τις 12 Ιουνίου 1945 που έφυγαν από το λιμάνι της Σούδας, συνοδεία των Βρετανών, αιματοκυλούσαν τον τόπο απ’ άκρη σ΄ άκρη με τις εντολές του Στουντέντ.
Η Ελλάδα είχε λευτερωθεί από τον Οκτώβριο του 1944, ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει στις 30 Απριλίου 1945, ο πόλεμος επισήμως είχε λήξει στις 8 Μαϊου 1945, όμως ο έσχατος – ανά την υφήλιο - σχηματισμός της Βέρμαχτ (Wermacht) παρέμενε στην Κρήτη.
Μια εξήγηση αντέχει απέναντι σ΄ αυτόν τον παραλογισμό, ότι οι άμαχοι τους στοιχειώσανε όλους , φίλους κι εχθρούς. Όλους.
Οι φίλοι εγκατέλειψαν, οι εχθροί τρόμαξαν. Στη διεθνή βιβλιογραφία το αποτέλεσμα «πιστώνεται» στον Χίτλερ ως συνέπεια και στον Τσόρτσιλ ως βάρος για την αθέτηση της υπόσχεσης του να τους στηρίξει με όλες τους τις δυνάμεις.
Οι Άγγλοι, μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, συνέλαβαν τον Στούντεντ στην Κρήτη τον Μάιο του 1945, τον παρέπεμψαν σε Στρατιωτικό Δικαστήριο, τον καταδίκασαν τον αποφυλάκισαν λίγο αργότερα και τον άφησαν να φύγει χωρίς πότε να τον κατηγορήσουν για τις εκτελέσεις στο Κοντομαρί και την Κάντανο. Ο Φράιμπεργκ έζησε καμιά 15αριά χρόνια παραπάνω ξεπερνώντας προφανώς τα προβλήματα υγείας που έλεγε πως είχε.
Ο καιρός πέρασε. Το νησί κλάφτηκε κι έκλαψε. Έθαψε τους νεκρούς του, μα πιο πολύ έδωσε θρύλους κι αλησμόνητες αναμνήσεις στους ζωντανούς.
Το ‘65 Χατζηδάκις αφηνιασμένος από τη χειμαρρώδη αφήγηση του Καζαντζάκη καβαλάει τις μελωδίες του στο κύμα του «Καπετάν Μιχάλη» τυλίγοντας στην παρτιτούρα του τρεις – τέσσερις φράσεις του έργου:
Το είχε γράψει το 1953 για την Τουρκοκρατούμενη πατρίδα του που σκλαβώθηκε τον 17ο αιώνα, ύστερα από 24 χρόνια πολιορκίας απ΄ τους Αγαρηνούς και τους Γκροζάρους, τους Μπαρμπαρέζους και τα σκυλιά τα Σαρακήνικα. Το 1645 αποβιβάσθηκαν στα Χανιά, το 1647 έφτασαν στη Σητεία και από το 1648 έως το 1669 πάλευαν να πάρουν τον Χάνδακα (Ηράκλειο). Καμία πολιορκία στη διεθνή βιβλιογραφία δεν διήρκεσε τόσα χρόνια και δεν είχε τόσες απώλειες για τους νικητές. Επί της ουσίας κι εκείνοι όπως κι οι Γερμανοί, κράτησαν τα περάσματα αλλά τον λαό δεν τον βάλανε κάτω ούτε στιγμή.
Οι διπλωμάτες του Χίτλερ και οι ελληνιστές πανεπιστημιακοί που είχε μαζέψει δίπλα του, δεν ήταν βέβαιο ότι του μετέφεραν σωστά την Ιστορία ή - τέλος πάντων - ότι τους άκουσε.
Μέχρι σήμερα, όσοι Γερμανοί κατεβαίνουν κάτω πληρώνουν το τίμημα του παρελθόντος, περισσότερο σαν ανείπωτη ενοχή της φυλής τους.
Η Κρήτη λευτερώθηκε, 80 χρόνια μετά γελάει, θυμάται τις μάχες της και τραγουδάει:
Η Μάχη της Κρήτης έφερε στο προσκήνιο μιαν αλήθεια απογυμνωμένη από ψευδαισθήσεις: Ο Χίτλερ ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο αγνοώντας την ιστορία και νικήθηκε από την αδυσώπητη σκληρότητα της. Διαφωνούσε εξ΄ αρχής με τον Μουσολίνι για την επέμβαση στην Ελλάδα «γιατί οι Έλληνες δεν είναι και τίποτα ανίκανοι στρατιώτες», όμως μετά την ήττα των Ιταλών άνοιξε το μέτωπο στα νότια για να αποτρέψει τους Άγγλους να φτιάξουν αεροπορικές βάσεις στα Βαλκάνια.
Παρότι αναγνώριζε πως τα ελληνικά στρατεύματα και ο πληθυσμός της υπαίθρου είχαν επικρατήσει στους προηγούμενους πολέμους (Μακεδονικούς, Βαλκανικούς, Α΄ Παγκόσμιο), εν τούτοις σημαντικότερο για ΄κείνον ήταν να διασφαλίσει τα νώτα του στη Μεσόγειο ώστε να εφορμήσει ένα μήνα αργότερα στη Ρωσία.
Με την τακτική –λοιπόν - του Blitzgrieg ( περικύκλωση και αστραπιαία σφυροκοπήματα ) είχε επικρατήσει τον Σεπτέμβριο του 1939 στην Πολωνία, το 1940 νικούσε τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία ενώ σχεδόν ταυτόχρονα τον Απρίλιο του 1941 έμπαινε στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Οι μόνοι που του αντιστέκονταν στην αρχή του έτους ήταν οι Βρετανοί ενώ στο τέλος του ’41 όσοι δεν τον πολεμούσαν, τον περίμεναν στη γωνία ή τον κορόιδευαν όπως οι Ιάπωνες του Τότζο που τον παραμύθιαζαν ότι θα διασπάσουν από πίσω, στη Μαντζουρία, τις σοβιετικές δυνάμεις, όμως στις 7 Δεκεμβρίου αιφνιδίασαν τους Αμερικάνους στο Περλ Χάρμπορ.
Η έπαρση, το αίμα, ο αδίστακτος παραλογισμός, το τυφλό μίσος και βεβαίως η αμορφωσιά δεν επέτρεψαν στον φύρερ και τους στρατηγούς του, όπως στον Κουρτ Στούντεντ, να δουν πέρα από το αίμα.
Ο Στούντεντ, ως ανώτατος διοικητής της Λούφτβαφφε (Luftwaffe) κατέβηκε στην Αθήνα για να συντονίσει τις επιδρομές στην Κρήτη.
Στις 18 Μαϊου τα σμήνη των Στούκας προσγειώνονται σε αεροδρόμια της Αττικής και στις 20 τα χαράματα ξεκινούν οι σφοδροί βομβαρδισμοί παράλληλα με την πτώση αλεξιπτωτιστών στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο.
Έντεκα μερόνυχτα οι ψυχωμένοι Κρητικοί με τα μαχαίρια, τις κατσούνες, τα δρεπάνια, τα ξινάρια, τις πέτρες, με τα χέρια τους, μα πάνω απ΄ όλα με τα θεριά που ‘χανε μέσα κι έξω από τα στήθια τους, πάλευαν με τους δυνάστες.
Από τους 22.000 στρατιώτες των δυνάμεων του Άξονα, οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές και από αυτούς οι μισοί και παραπάνω βρέθηκαν κατεσφαγμένοι, ξεματωμένοι, στραγγαλισμένοι ή σκοτωμένοι από κυνηγετικά όπλα πάνω σε δέντρα, στα χωράφια, στα αμπέλια, ή όπου άλλου έπεφταν με αλεξίπτωτα τους.
Το μοιραίο λάθος έγινε το βράδυ της 20ης προς την 21η Μαϊου όταν ο Νεοζηλανδός- βρετανικής καταγωγής- διοικητής των συμμάχων Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διέταξε να εκκενωθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε παρότι οι Νεοζηλανδοί δεν είχαν ηττηθεί εκεί.
Όσα κι αν λέγονται μέχρι σήμερα, ότι ο Φράιμπεργκ διαφωνούσε με τους Άγγλους στη στρατηγική ή ότι αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα γι΄ αυτό αποστρατεύτηκε το 1937 αλλά τον επανέφεραν για τις ανάγκες του πολέμου, είναι τελείως γελοία και προσβλητικά όχι μόνο για τη μνήμη των ντόπιων αλλά και για των χιλιάδων ομοεθνών του που δολοφονήθηκαν εξαιτίας του από τους Γερμανούς οι οποίοι φυσικά έσπευσαν να ανακαταλάβουν τις οχυρωματικές θέσεις μέσα στο αεροδρόμιο.
«Τουλάχιστον ας είχαμε κάνει κάτι αξιοπρεπές» είπε ο Τσόρτσιλ στον γραμματέα του, όταν του μετέφερε την είδηση της ήττας και της αιχμαλωσίας 7.000 Βρετανών.
Στις 31 Μαϊου ο Φράιμπεργκ αποχώρησε, την 1η Ιουνίου το νησί έπεσε, στις 2 Ιουνίου οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές συγκέντρωσαν τους άνδρες του χωριού Κοντομαρί και τους εκτέλεσαν στους ελαιώνες. Την επομένη ξεπάστρεψαν και την Κάντανο, ενώ μέχρι τις 12 Ιουνίου 1945 που έφυγαν από το λιμάνι της Σούδας, συνοδεία των Βρετανών, αιματοκυλούσαν τον τόπο απ’ άκρη σ΄ άκρη με τις εντολές του Στουντέντ.
Η Ελλάδα είχε λευτερωθεί από τον Οκτώβριο του 1944, ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει στις 30 Απριλίου 1945, ο πόλεμος επισήμως είχε λήξει στις 8 Μαϊου 1945, όμως ο έσχατος – ανά την υφήλιο - σχηματισμός της Βέρμαχτ (Wermacht) παρέμενε στην Κρήτη.
Μια εξήγηση αντέχει απέναντι σ΄ αυτόν τον παραλογισμό, ότι οι άμαχοι τους στοιχειώσανε όλους , φίλους κι εχθρούς. Όλους.
Οι φίλοι εγκατέλειψαν, οι εχθροί τρόμαξαν. Στη διεθνή βιβλιογραφία το αποτέλεσμα «πιστώνεται» στον Χίτλερ ως συνέπεια και στον Τσόρτσιλ ως βάρος για την αθέτηση της υπόσχεσης του να τους στηρίξει με όλες τους τις δυνάμεις.
Οι Άγγλοι, μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, συνέλαβαν τον Στούντεντ στην Κρήτη τον Μάιο του 1945, τον παρέπεμψαν σε Στρατιωτικό Δικαστήριο, τον καταδίκασαν τον αποφυλάκισαν λίγο αργότερα και τον άφησαν να φύγει χωρίς πότε να τον κατηγορήσουν για τις εκτελέσεις στο Κοντομαρί και την Κάντανο. Ο Φράιμπεργκ έζησε καμιά 15αριά χρόνια παραπάνω ξεπερνώντας προφανώς τα προβλήματα υγείας που έλεγε πως είχε.
Ο καιρός πέρασε. Το νησί κλάφτηκε κι έκλαψε. Έθαψε τους νεκρούς του, μα πιο πολύ έδωσε θρύλους κι αλησμόνητες αναμνήσεις στους ζωντανούς.
Το ‘65 Χατζηδάκις αφηνιασμένος από τη χειμαρρώδη αφήγηση του Καζαντζάκη καβαλάει τις μελωδίες του στο κύμα του «Καπετάν Μιχάλη» τυλίγοντας στην παρτιτούρα του τρεις – τέσσερις φράσεις του έργου:
«Δεν ήταν νησί
Ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου
Που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγο
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
Θα λευτερωθεί και μένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη, θα γελάσω».
Το είχε γράψει το 1953 για την Τουρκοκρατούμενη πατρίδα του που σκλαβώθηκε τον 17ο αιώνα, ύστερα από 24 χρόνια πολιορκίας απ΄ τους Αγαρηνούς και τους Γκροζάρους, τους Μπαρμπαρέζους και τα σκυλιά τα Σαρακήνικα. Το 1645 αποβιβάσθηκαν στα Χανιά, το 1647 έφτασαν στη Σητεία και από το 1648 έως το 1669 πάλευαν να πάρουν τον Χάνδακα (Ηράκλειο). Καμία πολιορκία στη διεθνή βιβλιογραφία δεν διήρκεσε τόσα χρόνια και δεν είχε τόσες απώλειες για τους νικητές. Επί της ουσίας κι εκείνοι όπως κι οι Γερμανοί, κράτησαν τα περάσματα αλλά τον λαό δεν τον βάλανε κάτω ούτε στιγμή.
Οι διπλωμάτες του Χίτλερ και οι ελληνιστές πανεπιστημιακοί που είχε μαζέψει δίπλα του, δεν ήταν βέβαιο ότι του μετέφεραν σωστά την Ιστορία ή - τέλος πάντων - ότι τους άκουσε.
Μέχρι σήμερα, όσοι Γερμανοί κατεβαίνουν κάτω πληρώνουν το τίμημα του παρελθόντος, περισσότερο σαν ανείπωτη ενοχή της φυλής τους.
Η Κρήτη λευτερώθηκε, 80 χρόνια μετά γελάει, θυμάται τις μάχες της και τραγουδάει:
«Τόπος που βγάνει ήρωες δεν σκιάζεται φοβέρες
κι οι Γερμανοί περάσανε στην Κρήτη μαύρες μέρες»