Η οικονομία τα «πάντα όλα»
Αν δεν επιμείνουμε στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη της τελευταίας τριετίας και τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ελληνικών και ξένων, η διεθνής θέση της Ελλάδας θα βαίνει ολοένα και πιο αδύναμη
Η προεκλογική περίοδος είναι μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε για τα μεγάλα και τα σημαντικά του συλλογικού μας βίου.
Τίποτα δεν είναι ίσως πιο σημαντικό για το μέλλον του τόπου μας και τη διεθνή θέση της Ελλάδας από την ανάπτυξη της οικονομίας. Η οικονομική ισχύς είναι η βασικότερη προϋπόθεση της εθνικής ισχύος. Χωρίς την πρώτη δύσκολα μπορεί να υπάρξει η δεύτερη. Ο ηρωισμός των λίγων αποδεικνύεται ενίοτε καθοριστικός, αλλά η έκβαση των οξυμένων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών σήμερα κρίνεται από τις δυνατότητες ολόκληρης της κοινωνίας και όχι κάποιων μεμονωμένων και χαρισματικών μονάδων της. Κατά συνέπεια, θα περίμενε κανείς να επικεντρωθούμε στο τι πρέπει να κάνουμε για να αναπτυχθούμε οικονομικά. Για να πάμε το ΑΕΠ της χώρας από τα 220 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος στα 400 το 2040. Ώστε να έχει το κράτος έσοδα για να χρηματοδοτεί με άνεση τα δύο μεγάλα βαρίδια που μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση: το μεγάλο δημόσιο χρέος και το Ασφαλιστικό, η κρατική επιδότηση του οποίου παραμένει η μεγαλύτερη δαπάνη του προϋπολογισμού.
Η ανάπτυξη έρχεται με έναν και μόνο τρόπο. Ούτε με μαγικά ούτε με κούφιες υποσχέσεις. Αλλά μόνο με επενδύσεις. Και οι επενδύσεις είναι απόρροια δύο πηγών: είτε της εθνικής αποταμίευσης είτε της ξένης. Με άλλα λόγια, για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις χρειάζεται να αυξήσουμε την εθνική μας αποταμίευση και, συμπληρωματικά, την ελκυστικότητά μας ως προορισμός των ξένων επενδύσεων. Η αύξηση της εθνικής αποταμίευσης περνάει μέσα από την αναλογική μείωση της εθνικής κατανάλωσης. Ξοδεύεις λιγότερα για τη διαβίωσή σου σήμερα για να έχεις περισσότερα αύριο. Αυτή δεν είναι μια εύκολη επιλογή, ιδίως για ένα πολιτικό σύστημα που μετά το 1981 είχε εθιστεί να ξοδεύει δανεικά, μεταφέροντας πόρους από το μέλλον στο παρόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χειρότερη κληρονομιά της δεκαετούς κρίσης μετά το 2010 και της διόρθωσης που επιβλήθηκε ήταν η κατάρρευση των επενδύσεων και το γεγονός ότι μέχρι το 2021 και για 12 συνολικά χρόνια η καθαρή δημιουργία πάγιου κεφαλαίου ήταν αρνητική, αφού οι λιγοστές επενδύσεις δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αποσβέσεις και κάθε χρόνο αποεπενδύαμε.
Αν δεν επιμείνουμε στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη της τελευταίας τριετίας και τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ελληνικών και ξένων, η διεθνής θέση της Ελλάδας θα βαίνει ολοένα και πιο αδύναμη. Οι πολιτικές δυνάμεις που απλώς υπόσχονται να μοιράσουν πλούτο, χωρίς να εξηγούν πώς αυτός θα παραχθεί, κοροϊδεύουν έναν λαό που έχει ήδη υποφέρει πάρα πολύ από τον λαϊκισμό.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 18/4
Τίποτα δεν είναι ίσως πιο σημαντικό για το μέλλον του τόπου μας και τη διεθνή θέση της Ελλάδας από την ανάπτυξη της οικονομίας. Η οικονομική ισχύς είναι η βασικότερη προϋπόθεση της εθνικής ισχύος. Χωρίς την πρώτη δύσκολα μπορεί να υπάρξει η δεύτερη. Ο ηρωισμός των λίγων αποδεικνύεται ενίοτε καθοριστικός, αλλά η έκβαση των οξυμένων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών σήμερα κρίνεται από τις δυνατότητες ολόκληρης της κοινωνίας και όχι κάποιων μεμονωμένων και χαρισματικών μονάδων της. Κατά συνέπεια, θα περίμενε κανείς να επικεντρωθούμε στο τι πρέπει να κάνουμε για να αναπτυχθούμε οικονομικά. Για να πάμε το ΑΕΠ της χώρας από τα 220 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος στα 400 το 2040. Ώστε να έχει το κράτος έσοδα για να χρηματοδοτεί με άνεση τα δύο μεγάλα βαρίδια που μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση: το μεγάλο δημόσιο χρέος και το Ασφαλιστικό, η κρατική επιδότηση του οποίου παραμένει η μεγαλύτερη δαπάνη του προϋπολογισμού.
Η ανάπτυξη έρχεται με έναν και μόνο τρόπο. Ούτε με μαγικά ούτε με κούφιες υποσχέσεις. Αλλά μόνο με επενδύσεις. Και οι επενδύσεις είναι απόρροια δύο πηγών: είτε της εθνικής αποταμίευσης είτε της ξένης. Με άλλα λόγια, για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις χρειάζεται να αυξήσουμε την εθνική μας αποταμίευση και, συμπληρωματικά, την ελκυστικότητά μας ως προορισμός των ξένων επενδύσεων. Η αύξηση της εθνικής αποταμίευσης περνάει μέσα από την αναλογική μείωση της εθνικής κατανάλωσης. Ξοδεύεις λιγότερα για τη διαβίωσή σου σήμερα για να έχεις περισσότερα αύριο. Αυτή δεν είναι μια εύκολη επιλογή, ιδίως για ένα πολιτικό σύστημα που μετά το 1981 είχε εθιστεί να ξοδεύει δανεικά, μεταφέροντας πόρους από το μέλλον στο παρόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χειρότερη κληρονομιά της δεκαετούς κρίσης μετά το 2010 και της διόρθωσης που επιβλήθηκε ήταν η κατάρρευση των επενδύσεων και το γεγονός ότι μέχρι το 2021 και για 12 συνολικά χρόνια η καθαρή δημιουργία πάγιου κεφαλαίου ήταν αρνητική, αφού οι λιγοστές επενδύσεις δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αποσβέσεις και κάθε χρόνο αποεπενδύαμε.
Αν δεν επιμείνουμε στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη της τελευταίας τριετίας και τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ελληνικών και ξένων, η διεθνής θέση της Ελλάδας θα βαίνει ολοένα και πιο αδύναμη. Οι πολιτικές δυνάμεις που απλώς υπόσχονται να μοιράσουν πλούτο, χωρίς να εξηγούν πώς αυτός θα παραχθεί, κοροϊδεύουν έναν λαό που έχει ήδη υποφέρει πάρα πολύ από τον λαϊκισμό.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 18/4