Από το καφενείο μέχρι τα non paper
Ο μέσος αναγνώστης θα απορήσει γιατί μεταφέρω συζητήσεις επιπέδου καφενείου.
Την επομένη της δολοφονίας του Μιχάλη Ζαφειρόπουλου, στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ειπώθηκε ως υπόθεση το εύλογο και αναμενόμενο: «Κάτι σημαντικό θα ήξερε». Δυστυχώς, δεν ελέχθη μόνο αυτό. Ακούστηκε, αν και -για να είμαι ειλικρινής- χωρίς πνεύμα εμπάθειας (αλλά με αδιαφορία για το τραγικό γεγονός), και ο πρόσθετος υπαινιγμός: «Σε κάτι σκοτεινό θα είχε εμπλακεί». Στην ερώτηση αν αυτό δικαιολογεί τη δολοφονία ενός ανθρώπου και στην πρόσθετη αν κάποιος από τους ομιλούντες είχε ακούσει τίποτε κακό για τον Μιχάλη, η απάντηση ήταν αποφατική. Όσο για το πόσα γνωρίζει ένας δικηγόρος, η συζήτηση γρήγορα οδήγησε στην παραδοχή ότι μάλλον δεν ξέρει τόσα όσα οι τρίτοι υπολαμβάνουν (εκτός αν είναι «κονσιλιέρε» της Μαφίας, αλλά τότε δεν ασκεί κυρίως δικηγορία) και ότι, αν έχει μάθει κάτι, αυτή η γνώση είναι, πάντως, μέσα στη δουλειά του - και στις κατά νόμο υποχρεώσεις του.
Γι' αυτές τις παραδοχές, όμως, χρειάστηκε συζήτηση. Χρειάστηκε συζήτηση. Για το αυτονόητο. Η ενστικτώδης πρώτη αντίδραση είχε κινηθεί προς απόδοση μιας «οιονεί» ευθύνης στο θύμα του εγκλήματος. «Σε κάτι σκοτεινό θα είχε ανακατευτεί». Σαν παραδεκτή αιτιολογία. Λες και στα γραφεία των ποινικολόγων συχνάζουν παρθένες ενδιαφερόμενες να μάθουν για την άμωμη σύλληψη.
Το ότι αυτοί που εξέφρασαν τη συγκεκριμένη γνώμη ανασκεύασαν δεν διορθώνει την πρώτη εκδήλωσή τους - πολύ περισσότερο που η ανασκευή γίνεται συνήθως με μισή καρδιά. Λέω «συνήθως», γιατί αυτού του τύπου η αντίδραση γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη. Σε περιπτώσεις βαρύτατων εγκλημάτων, όπως το συγκεκριμένο, οι δηλώσεις του είδους είναι, βέβαια, συγκρατημένες, γιατί ο αποτροπιασμός επικρατεί. Ακόμη και σ' αυτά, όμως, ακούγεται το «κάπου θα έμπλεξε» ή το αναλόγως εξωφρενικό «αφού πήρε γυναίκα τριάντα χρόνια μικρότερη, τι περίμενε;». Τι, αλήθεια; Συζυγική «απάτη», ίσως. Αλλά σφαίρες;
Ο μέσος αναγνώστης θα απορήσει γιατί μεταφέρω συζητήσεις επιπέδου καφενείου. Επειδή αυτές οι συζητήσεις, παρότι δεν διεκδικούν αναλυτική σοβαρότητα, αντανακλούν αισθήματα και νοοτροπίες. Και αυτό που αναδίδουν κινείται όλο και περισσότερο προς την επιθετική μικρότητα, την απροθυμία πραγματικής πληροφόρησης, την εκ προοιμίου απόρριψη της αντίρρησης του συνομιλητή. Η κακότητα και η ανοησία αναδύονται χέρι-χέρι. Ακόμα και σε ορισμένα non paper κυβέρνησης και παρατάξεων.
Το φαινόμενο δεν είναι μετρήσιμο. Ακόμα και όταν εκφράζεται δημοσίως, όπως είχε συμβεί με κάποιες ομάδες των «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος, δεν μπορεί κανείς να πιθανολογήσει σε ποιον βαθμό απαντάται στην κοινωνία. Ελπίζω, λοιπόν, να απασχολώ τον αναγνώστη με κάτι περιθωριακό. Δεν το νομίζω, όμως. Πολλαπλασιάζονται ολόγυρα οι εκδηλώσεις λασπώδους κακεντρέχειας, με συνηθέστερες όσες αφορούν τα οικονομικά. Είχαν ομόλογα ή μετοχές και έχασαν τα πάντα; Ε, δεν πειράζει, «τότε είχαν λεφτά». Διαθέτουν περιουσία; Είναι πετυχημένοι; Τότε είναι «λαμόγια» - άλλο αν σε τέτοια... λαμόγια θα προσφύγει ο ίδιος, που τα λέει αυτά, αν χρειαστεί γιατρό, αρχιτέκτονα ή δικηγόρο. Και πιο πέρα. Έγραψε ο τάδε δημοσιογράφος αυτό που δεν ταιριάζει στην άποψη ή την εμμονή μας; Του το υπαγόρευσαν. Είναι πουλημένος.
Όπως προανέφερα, δεν έχω απόδειξη και εύχομαι να σφάλλω. Αν όμως η εντύπωσή μου (και δεν είναι μόνο δική μου) έχει βάση, τότε δεν συζητούμε απλώς για μια χώρα σε οικονομική κρίση, αλλά για μια κοινωνία τοξικής μικρότητας. Για μια χώρα απ' όπου όσοι μπορούν να αποδράσουν θα το κάνουν.