Ο συνδυασμός πελατειακών προσλήψεων και αυταρχικής στάσης όντως δεν εκπλήσσει - και, υπό τη σημερινή κυβέρνηση, αμφότερα τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται ακόμη εντονότερα απ' όσο επί προηγούμενων κυβερνήσεων των τελευταίων ετών.
Το δίπτυχο της παθογένειας είναι, όμως, ριζωμένο πολλά χρόνια, έκδηλο στην έκρηξη του δημόσιου τομέα, όπου, όπως παραθέτει ο Στ. Καλύβας, οι εργαζόμενοι από 320.000 το 1971, είχαν αυξηθεί σε 510.000 το 1980 και σε 722.000 το 1991, αλλά και στη φιλοκυβερνητική ενημέρωση που παρείχε η ΕΡΤ. Ίσως και για τον λόγο αυτό η Ελλάδα ήταν η μόνη «δυτική» χώρα όπου, μετά την κατάργηση του τηλεοπτικού κρατικού μονοπωλίου, η δημόσια τηλεόραση εξέπεσε σε τόσο περιορισμένη τηλεθέαση και ανυποληψία (το τελευταίο με εξαίρεση ορισμένες περιόδους, που όμως δεν είχαν συνέχεια). Ας προστεθεί εδώ ότι πλήθος προσλήψεων έγινε -και γίνεται- αδιαφανώς, με αμιγώς πελατειακά, αναξιοκρατικά κριτήρια.
Υπό το βάρος αυτής της αρνητικής παράδοσης, το πολιτικό «γονιδίωμα» των σημερινών κυβερνώντων δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας για εξυγιαντικές αλλαγές. Μαζί με την εχθρική στάση προς τη διαφωνία και τη διάθεση να βολευτούν όσοι «ημέτεροι» γίνεται, εκδηλώνεται αδιαφορία για τη σχέση κόστους-ποιότητας των δημοσίων οργανισμών, ενώ απουσιάζει εντελώς η σκέψη περιορισμού της δαπάνης με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης των πολιτών. Η αδιαφορία αυτή οδηγεί και σε ευθεία παρανομία όποτε υποτιθέμενα «ανταποδοτικά» τέλη καταλήγουν στον προϋπολογισμό, άρα μεταβάλλονται σε άδηλους, μη νομοθετημένους φόρους.
Ακριβώς επειδή αυτή η νοοτροπία οικονομικής κρατικής διαχείρισης είναι παλιά και εκτεταμένη, η σχετική πτυχή των δηλώσεων Παππά έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ακόμη και από τα ειδικότερα πελατειακά και «ενημερωτικά» κριτήρια που σχετίζονται με την ΕΡΤ. Ο υπουργός ανέφερε συγκεκριμένα ότι τα ανταποδοτικά τέλη για την ΕΡΤ ανήλθαν σε 180.000.000 ευρώ. Από αυτά η ΕΡΤ απορρόφησε 125.000.000 και θα «επιστρέψει» στον προϋπολογισμό 55.000.000. Όμως, αυτά τα λεφτά η ΕΡΤ δεν τα πήρε από τον προϋπολογισμό, αλλά απευθείας από το βαλάντιο των ελληνικών νοικοκυριών. Αν κάπου λοιπόν πρέπει να «επιστραφούν», είναι σε αυτά, καθώς πρόκειται για (δήθεν) «ανταποδοτικό» τέλος και όχι για φόρο που θα χρηματοδοτεί π.χ. τον μισθό του Καρανίκα.
Αντί οι διοικούντες να προβληματιστούν γιατί το ανταποδοτικό τέλος ανέρχεται στο ποσό των 180.000.000 (πάνω από 25% του διανεμηθέντος «κοινωνικού μερίσματος» και 18% του ετήσιου αποθεματικού για έκτακτες ανάγκες) και γιατί η ΕΡΤ απορροφά 125.000.000, προκειμένου να περικόψουν τις δαπάνες της και να μειώσουν τα τέλη, μια που… βρέθηκε χρήμα προσλαμβάνουν κι άλλους, ενώ το περίσσευμα το καρπούται το κράτος.
Η δε νοοτροπία αυτή είναι ριζωμένη και γενική. Όσοι δήμοι βρίσκονται, αίφνης, σε θετικό οικονομικό πρόσημο, δεν περιορίζουν τον δανεισμό τους, ούτε μειώνουν τα δημοτικά τέλη, αλλά «επενδύουν» σε αμφισβητούμενης αναγκαιότητας πλακοστρώσεις ή δημοτικά γυμναστήρια. Και αυτά σε περίοδο κρίσης και μειωμένων εισοδημάτων.
Κατά τα λοιπά, όποιος ζητεί περιορισμό του δημόσιου τομέα είναι… νεοφιλελεύθερος. Ορατότης μηδέν, κατά τον τίτλο της ταινίας του Φώσκολου…