Ποιος φοβάται την αποχή;
Άρθρο γνώμης
''Είναι αναµενόµενο να υπάρχει κόπωση σε µέρος του εκλογικού σώµατος, ειδικά σε ετεροδηµότες που δεν επέλεξαν την επιστολική ψήφο''
Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες ηµέρες για το ύψος στο οποίο αναµένεται να φτάσει η αποχή στις αυριανές εκλογές. Oι εκτιµήσεις αυτές βασίζονται αρχικά στο γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά που οι ευρωεκλογές διεξάγονται χωρίς την ταυτόχρονη διεξαγωγή άλλων εκλογών, έπειτα από 15 χρόνια.
Το 2009, σε µια πολύ διαφορετική, προµνηµονιακή Ελλάδα, ήταν η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Τότε σηµειώθηκε η χαµηλότερη συµµετοχή που έχει παρατηρηθεί σε βουλευτικές ή ευρωεκλογές. Εφτασε µόλις το 52,24%, έναντι 63,22% που ήταν το 2004 και 70,25% το 1999. Η διεξαγωγή περιφερειακών και δηµοτικών εκλογών την ίδια ηµέρα µε τις ευρωεκλογές το 2014 και το 2019, µε χιλιάδες υποψήφιους συµβούλους για τους δύο βαθµούς Αυτοδιοίκησης, αλλά και ο σταυρός προτίµησης που εφαρµόστηκε για την εκλογή ευρωβουλευτών σταµάτησαν τη συνεχιζόµενη µείωση της συµµετοχής, που πλησίασε το 60% και στις δύο αναµετρήσεις.
Ενας άλλος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι φετινές ευρωεκλογές βρίσκονται στο τέλος ενός κύκλου καλπών του 2023, που ξεκίνησε τον Μάιο µε τις βουλευτικές της απλής αναλογικής, συνεχίστηκε έναν µήνα µετά µε τις δεύτερες βουλευτικές, µε ενισχυµένη αναλογική, ενώ ακολούθησαν δύο γύροι δηµοτικών και περιφερειακών εκλογών τον Οκτώβριο. Είναι αναµενόµενο λοιπόν να υπάρχει κόπωση σε µέρος του εκλογικού σώµατος, ειδικά σε ετεροδηµότες που δεν επέλεξαν την επιστολική ψήφο.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι το 2004, όταν οι ευρωεκλογές και πάλι είχαν ακολουθήσει τις βουλευτικές, η συµµετοχή ήταν αισθητά µικρότερη, περίπου 13% µικρότερη, αλλά επιβεβαίωσαν την πολιτική κυριαρχία του Κώστα Καραµανλή. Εκτοτε οι ευρωεκλογές προηγούνται των βουλευτικών και καταδεικνύουν την πολιτική αλλαγή που έρχεται (ΓΑΠ 2009, Τσίπρας 2014, Μητσοτάκης 2019).
Η διατήρηση της συµµετοχής στα επίπεδα του 2019 πιθανότατα θα ευνοούσε τη Νέα ∆ηµοκρατία, που έχει θέσει ως στόχο να διατηρήσει το ποσοστό της. Συνεπώς, η αναµενόµενη αύξηση της αποχής ανησυχεί την Πειραιώς. Το ίδιο ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που µετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη έχει χάσει µεγάλο µέρος του στελεχιακού δυναµικού και, για να ισοσκελίσει τις απώλειες, προσπαθεί να απευθυνθεί στα νεανικά κοινά, τα οποία εµφανίζουν τα χαµηλότερα ποσοστά βεβαιότητας ψήφου.
Αντιθέτως, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ είναι ισχυρότερα στις µεγάλες ηλικίες, που αποτελούν τους συνεπέστερους ψηφοφόρους. Από τα µικρότερα κόµµατα, µεγάλο ερωτηµατικό αποτελεί η γεωγραφικά ιδιόµορφη «Νίκη» και µικρότερα η Ελληνική Λύση, που εµφανίζεται ενισχυµένη στις δηµοσκοπήσεις, οι πρωτοεµφανιζόµενοι ∆ηµοκράτες και η Νέα Αριστερά, αλλά και το πού θα κατευθυνθεί το εκλογικό κοινό των «Σπαρτιατών». Η αναµενόµενη υψηλή αποχή και η οµοιοµορφία της ή µη σε όλο το πολιτικό φάσµα µπορεί να φέρουν εκπλήξεις το βράδυ των εκλογών.
Το 2009, σε µια πολύ διαφορετική, προµνηµονιακή Ελλάδα, ήταν η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Τότε σηµειώθηκε η χαµηλότερη συµµετοχή που έχει παρατηρηθεί σε βουλευτικές ή ευρωεκλογές. Εφτασε µόλις το 52,24%, έναντι 63,22% που ήταν το 2004 και 70,25% το 1999. Η διεξαγωγή περιφερειακών και δηµοτικών εκλογών την ίδια ηµέρα µε τις ευρωεκλογές το 2014 και το 2019, µε χιλιάδες υποψήφιους συµβούλους για τους δύο βαθµούς Αυτοδιοίκησης, αλλά και ο σταυρός προτίµησης που εφαρµόστηκε για την εκλογή ευρωβουλευτών σταµάτησαν τη συνεχιζόµενη µείωση της συµµετοχής, που πλησίασε το 60% και στις δύο αναµετρήσεις.
Ενας άλλος λόγος ανησυχίας είναι ότι οι φετινές ευρωεκλογές βρίσκονται στο τέλος ενός κύκλου καλπών του 2023, που ξεκίνησε τον Μάιο µε τις βουλευτικές της απλής αναλογικής, συνεχίστηκε έναν µήνα µετά µε τις δεύτερες βουλευτικές, µε ενισχυµένη αναλογική, ενώ ακολούθησαν δύο γύροι δηµοτικών και περιφερειακών εκλογών τον Οκτώβριο. Είναι αναµενόµενο λοιπόν να υπάρχει κόπωση σε µέρος του εκλογικού σώµατος, ειδικά σε ετεροδηµότες που δεν επέλεξαν την επιστολική ψήφο.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι το 2004, όταν οι ευρωεκλογές και πάλι είχαν ακολουθήσει τις βουλευτικές, η συµµετοχή ήταν αισθητά µικρότερη, περίπου 13% µικρότερη, αλλά επιβεβαίωσαν την πολιτική κυριαρχία του Κώστα Καραµανλή. Εκτοτε οι ευρωεκλογές προηγούνται των βουλευτικών και καταδεικνύουν την πολιτική αλλαγή που έρχεται (ΓΑΠ 2009, Τσίπρας 2014, Μητσοτάκης 2019).
Η διατήρηση της συµµετοχής στα επίπεδα του 2019 πιθανότατα θα ευνοούσε τη Νέα ∆ηµοκρατία, που έχει θέσει ως στόχο να διατηρήσει το ποσοστό της. Συνεπώς, η αναµενόµενη αύξηση της αποχής ανησυχεί την Πειραιώς. Το ίδιο ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που µετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη έχει χάσει µεγάλο µέρος του στελεχιακού δυναµικού και, για να ισοσκελίσει τις απώλειες, προσπαθεί να απευθυνθεί στα νεανικά κοινά, τα οποία εµφανίζουν τα χαµηλότερα ποσοστά βεβαιότητας ψήφου.
Αντιθέτως, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ είναι ισχυρότερα στις µεγάλες ηλικίες, που αποτελούν τους συνεπέστερους ψηφοφόρους. Από τα µικρότερα κόµµατα, µεγάλο ερωτηµατικό αποτελεί η γεωγραφικά ιδιόµορφη «Νίκη» και µικρότερα η Ελληνική Λύση, που εµφανίζεται ενισχυµένη στις δηµοσκοπήσεις, οι πρωτοεµφανιζόµενοι ∆ηµοκράτες και η Νέα Αριστερά, αλλά και το πού θα κατευθυνθεί το εκλογικό κοινό των «Σπαρτιατών». Η αναµενόµενη υψηλή αποχή και η οµοιοµορφία της ή µη σε όλο το πολιτικό φάσµα µπορεί να φέρουν εκπλήξεις το βράδυ των εκλογών.