Όταν βρίσκοµαι σε µια πόλη, συνηθίζω να ακούω τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθµούς. Αυτό έκανα και πριν από τέσσερα χρόνια, όσο ήµουν στη Θεσσαλονίκη για την έναρξη της ∆ιεθνούς Εκθεσης. Ακουγα λοιπόν έναν ραδιοφωνικό παραγωγό να απαριθµεί τα έργα που παρουσίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «∆ηλαδή, σε λίγα χρόνια θα έχουµε και µετρό και Flyover και νέο χώρο ∆ΕΘ;», διερωτήθηκε, προκαλώντας την αντίδραση του συµπαρουσιαστή του:

«Ελα, µωρέ! Ετσι τα λέει!». Εκείνες τις µέρες µίλησα µε αρκετούς Θεσσαλονικείς, για να διαπιστώσω ότι όλοι συµµερίζονταν την ίδια αµφιβολία, κυρίως για την ολοκλήρωση του µετρό. Ενας επιφανής Νεοδηµοκράτης µάλιστα µου εξηγούσε ότι ο πρόεδρος υποχρεούται να µιλήσει γι’ αυτά τα έργα και εµείς υποχρεούµαστε να τον χειροκροτούµε κάθε χρόνο, γνωρίζοντας ότι δεν θα υλοποιηθούν. Αντιλαµβάνοµαι πόσες ανεκπλήρωτες εξαγγελίες είχε ακούσει επί χρόνια από το βήµα της ∆ΕΘ, αλλά αναρωτιέµαι τι θα λέει σήµερα, µετά την έναρξη λειτουργίας του µετρό.

Και δεν είναι µόνο η Θεσσαλονίκη. Στα πολιτικά µας ήθη o εκάστοτε πρωθυπουργός «οφείλει» να εξαγγέλλει έργα και µακροπρόθεσµες στρατηγικές, που για διάφορους λόγους δεν φτάνουν στην υλοποίηση. Ο συχνότερος είναι η διακοπή της θητείας µιας κυβέρνησης, αφού πρώτα έχουν σηµειωθεί καθυστερήσεις για διάφορους λόγους. Αλλά και τα κόµµατα της αντιπολίτευσης «οφείλουν» να αµφισβητήσουν τα έργα και να αντιτεθούν στις µεταρρυθµίσεις. Συνεπώς, όσοι παρακολουθούν τον πολιτικό διάλογο σχηµατίζουν την εντύπωση ότι «έτσι τα λένε» και οι µεν και οι δε.

Γι’ αυτό στην πρόσφατη συζήτηση για τον Προϋπολογισµό του 2025, που στο ελλαδικό πολιτικό καλεντάρι είναι η επόµενη σελίδα µετά τη ∆ΕΘ, ο πρωθυπουργός επέµενε τόσο πολύ στη συνέπεια λόγων και έργων. Εχοντας κατορθώσει να ολοκληρώσει µια θητεία και να επανεκλεγεί, απέκτησε ένα µεγάλο συγκριτικό πλεονέκτηµα σε σχέση µε τους προκατόχους του, αλλά και µε τον σηµερινό πολιτικό ανταγωνισµό. Απέδειξε στην πράξη ότι δεν τα λέει µόνο, αλλά ότι µπορεί να τα κάνει, σε αντίθεση µε την κατακερµατισµένη και αδύναµη αντιπολίτευση.

Από την άλλη πλευρά, ο Νίκος Ανδρουλάκης, στην πρώτη εµφάνιση σε τέτοια συζήτηση ως αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, επιχείρησε την αποδόµηση της κυβερνητικής πολιτικής. Μετά τη συζήτηση, µάλιστα, το ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε τα µέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τις τράπεζες, αποδίδοντάς τα στη δική του πίεση. Την ίδια στιγµή, κατεδείκνυε την υπεροχή του σε σχέση µε τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρισκόταν πέντε χρόνια στη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης χωρίς αντίστοιχες επιτυχίες.

Στην χρονιά που ξεκινά, ο Νίκος Ανδρουλάκης καλείται να πείσει ότι υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση σε σχέση µε αυτήν της κυβέρνησης και ότι έχει τους ανθρώπους και το σχέδιο για να την πραγµατοποιήσει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την πλευρά του, καλείται να αποδείξει ότι συνεχίζει να υλοποιεί τις δεσµεύσεις του, όπως έκανε στην πρώτη θητεία. Σε ένα ιδιαίτερα ασταθές περιβάλλον και σε ένα κλίµα δυσπιστίας, νοµοτέλειες δεν υπάρχουν. Τα δύο κόµµατα του παλιού δικοµµατισµού προσπαθούν να πείσουν για τις διαφορές µεταξύ τους και ταυτόχρονα για τη δυνατότητά τους να υλοποιήσουν όσα παρουσιάζουν. Οτι έχουν δηλαδή έναν πολιτικό προϋπολογισµό και «δεν τα λένε έτσι».

*Σύμβουλος στρατηγικής, επικοινωνίας και πολιτικής διαχείρισης