Ποιοι είναι αυτοί που γεµίζουν τις κινηµατογραφικές αίθουσες για να δουν το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεµπερόπουλου; Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πρόλαβαν να τον δουν στο πάλκο, αρκετοί όσοι δεν έχουν βιωµατικές µνήµες από τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, καθώς έχουν περάσει 23 χρόνια από τον θάνατό του. Oσοι εντυπωσιάζονται από την απήχηση µάλλον δεν ξέρουν τι σηµαίνει Καζαντζίδης για µεγάλο µέρος του ελληνικού πληθυσµού. Το ίδιο ισχύει σε µεγάλο βαθµό και για την κληρονοµιά του ΠΑΣΟΚ.

Όσοι µιλούν για τα χρόνια του Καζαντζίδη µιλούν για πολύ διαφορετικές εποχές. Τα πρώτα του βήµατα, τα χρόνια των ζωντανών εµφανίσεων, οι συνεργασίες µε Μίκη, Λοΐζο και τον Πάνου, στη συνέχεια τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αργότερα της αποχής από τη δισκογραφία ή τα τελευταία χρόνια που επέστρεψε στη δισκογραφία. Σε καθεµία όµως από αυτές τις περιόδους ο τραγουδιστής προσέλκυσε διαφορετικά κοινά, που έγιναν έκτοτε φανατικοί οπαδοί του.

Κάποια από αυτά τα κοινά είναι και αυτά στα οποία στηρίχθηκε το ΠΑΣΟΚ για να κυριαρχήσει πολιτικά από το 1981 έως το 2004. Η ΕΑΜογενής Αριστερά, στην οποία συµµετείχε ο πατέρας του Καζαντζίδη, οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες, οι προσφυγικοί δήµοι της Αθήνας και του Πειραιά, όπου γεννήθηκε και ζούσε, οι οικονοµικοί µετανάστες για τους οποίους τραγούδησε, η Θεσσαλονίκη, από όπου ήταν η πρώτη και η τρίτη του σύζυγος.

Οι «µη προνοµιούχοι» στους οποίους απευθύνθηκε ο Ανδρέας και µπορούσαν να περιλαµβάνουν από τους ανειδίκευτους εργάτες µέχρι τους αυτοδηµιούργητους εφοπλιστές. Ενώ άλλοι καλλιτέχνες δοξάστηκαν εκείνα τα χρόνια, έγιναν οι αγαπηµένοι των µεγάλων πιστών και των δισκογραφικών εταιρειών και εναγκαλίστηκαν την πολιτική και οικονοµική εξουσία, ο Καζαντζίδης έµεινε έξω από αυτόν τον χορό. Και αυτό απογείωσε ακόµα περισσότερο τον µύθο του. Μετά τον θάνατό του ήταν η «µουσική βιοµηχανία» που ήρθε στα µέτρα του.

Μεγάλες πίστες δεν υπάρχουν πια, οι δισκογραφικές εταιρείες έχασαν την επιρροή τους και τη δυνατότητα να επιβάλλουν νέους τραγουδιστές. Ενώ ο Τζίµης Πανούσης αναρωτιόταν τo 1986 «πόσο θα αντέξουνε ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης», καθώς «δεν έχουν κάνει ούτε ένα videoclip», η µουσική κληρονοµιά έγινε κιβωτός για τις ελληνικές οικογένειες και µέσω των πλατφορµών είναι πιο προσβάσιµη στις νέες γενιές. Τα τραγούδια που ερµήνευσε ο Καζαντζίδης έκαναν νέα καριέρα, ειδικά στα προαναφερθέντα κοινά.

Αρκούν όµως αυτές οι ταυτίσεις για να δικαιολογήσουν τη µεγάλη απήχηση της ταινίας; Πιθανότατα όχι. Κάποιοι πήγαν για να δουν µια άρτια ελληνική ταινία και η νέα γενιά επειδή τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Χρήστος Μάστορας. Ισως αυτό να είναι και ένα µήνυµα προς τον Νίκο Ανδρουλάκη και το σηµερινό ΠΑΣΟΚ, που επί µια δεκαετία απέδειξε πως δεν το «σβήνει» κανένας: Να βρει τους αντίστοιχους Μάστορες της πολιτικής και τις σύγχρονες πλατφόρµες για να απευθυνθεί στους «µη προνοµιούχους» αυτής της εποχής, που δεν είναι απαραίτητα οι απόγονοι των αντίστοιχων των ’70s και των ’80s. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ στην πορεία των 50 ετών κατάφερε να επανασυστηθεί σε κάθε δεκαετία, όπως άλλωστε και ο Στέλιος Καζαντζίδης στη δική του πορεία.

*σύµβουλος στρατηγικής επικοινωνίας και πολιτικής διαχείρισης

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 4/01/2025