Παρακολουθώντας πριν από λίγες ηµέρες την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση Μητσοτάκη - Ανδρουλάκη, που εκπροσωπούν τον «νέο παλιό δικοµµατισµό», σκεφτόµουν την κριτική που δέχτηκαν τις προηγούµενες εβδοµάδες.

Στον Νίκο Ανδρουλάκη αµφισβητούν τη δυνατότητά του να αποτελέσει αντίπαλον δέος του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ στον πρωθυπουργό να φτάσει για άλλη µια φορά σε ποσοστά αυτοδυναµίας. Στην περίπτωση του κ. Μητσοτάκη, η κριτική τον τελευταίο µήνα αφορά κυρίως στις επιλογές Τασούλα και Κακλαµάνη. Σε συνδυασµό µε κάποιες αναφορές του πρωθυπουργού κατά της woke agenda, πολλοί µιλούν για δεξιά στροφή, η οποία αποµακρύνει τη Ν.∆. από τους κεντρώους ψηφοφόρους.

Αντιστοίχως, ο Νίκος Ανδρουλάκης δέχθηκε κριτική µετά την αναφορά του σε πιθανή µετεκλογική συνεργασία µε κόµµατα της Κεντροαριστεράς, την οποία υποστήριξαν στη συνέχεια δύο από τους συνυποψηφίους του στις εσωκοµµατικές εκλογές, ο Π. Γερουλάνος και ο Μ. Κατρίνης. Παρότι ακολούθησαν διευκρινίσεις, το ενδεχόµενο συνεργασίας µε τον ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Νίκος Παπανδρέου, µάλιστα, προέβλεψε ότι έτσι το ΠΑΣΟΚ θα πήγαινε στο 5%.

Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης είναι βέβαιο ότι θα αντιµετωπίσουν ξανά στο µέλλον τέτοιες κριτικές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να αποκαταστήσει την επαφή µε συντηρητικά κοινά τα οποία αποµακρύνθηκαν από τη Νέα ∆ηµοκρατία λόγω συγκεκριµένων νοµοθετικών πρωτοβουλιών, αλλά και της τοποθέτησης σε κυβερνητικές θέσεις πολλών στελεχών της άλλης πλευράς.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης, από την πλευρά του, έχοντας κυριαρχήσει στον χώρο του «µικρού ΠΑΣΟΚ» των τελευταίων ετών, προσπαθεί να βρει επαφή µε το «µεγάλο ΠΑΣΟΚ», δηλαδή µε τους ψηφοφόρους που µετά το 2012 κινήθηκαν προς ΣΥΡΙΖΑ, ∆ΗΜ.ΑΡ., ΑΝ.ΕΛ., Πλεύση Ελευθερίας κ.α. Με τη συζήτηση περί συνεργασιών κατέστη σαφές σε αυτά τα κοινά ότι το Κίνηµα έχει πάψει να είναι πιθανός ελάσσων κυβερνητικός εταίρος της Ν.∆., αλλά µείζων αντιπολίτευση. Από τις βουλευτικές εκλογές του 2009 και µετά έγινε σαφές ότι για να έχουν σηµασία οι κεντρώοι ψηφοφόροι, ένα κόµµα εξουσίας πρέπει πρώτα να έχει οικοδοµήσει µια ισχυρή βάση πάνω από 30%. Και έχει µεγάλη σηµασία από ποια αφετηρία ξεκινά το κόµµα µια προεκλογική εκστρατεία. Γι’ αυτόν τον λόγο τα δύο κόµµατα θα συνεχίσουν να «δαιµονοποιούν» το ένα το άλλο.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης αναδεικνύει τα προβλήµατα που δεν έχει επιλύσει η κυβέρνηση επί έξι έτη, όπως έκανε µε αυτά του αγροτικού τοµέα, αλλά και τις διαχρονικές της ευθύνες, προβάλλοντας την ιστορία ενός «υπεύθυνου ΠΑΣΟΚ», που πάντα προσαρµοζόταν µε βάση τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Αυτή τη λογική είχε άλλωστε η επιλογή Τάσου Γιαννίτση για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας, κόντρα στη Λούκα Κατσέλη, που στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την πλευρά του, θυµίζει τις αρνητικές πτυχές της ιστορίας του ΠΑΣΟΚ, όπως τους χρεοκοπηµένους αγροτικούς συνεταιρισµούς ή τη στάση του ΓΑΠ στην προεδρική εκλογή του 2009, ενώ παρουσιάζει το Κίνηµα ως µια άλλη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, µε αφετηρία την επιλογή Τζιτζικώστα για την Κοµισιόν, προχωρά σε επιλογές προσώπων µε ισχυρό συµβολισµό, ώστε να περιορίσει τις αναπόφευκτες απώλειες. Με αυτές τις επιλογές τροφοδοτεί µε επιχειρήµατα το ΠΑΣΟΚ. Αλλωστε, χρειάζονται δύο για να χορέψεις ταν γκό.


*Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά»