Οι µεγάλες συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου τροφοδότησαν µια συζήτηση αν επιστρέφουµε στην περίοδο 2011-2015 ή αν έχουµε περάσει σε µια νέα πολιτική εποχή. Η εθνική τραγωδία των Τεµπών είναι χωρίς αµφιβολία ένα ζήτηµα που συγκινεί µεγάλο µέρος της κοινής γνώµης. Από την άλλη πλευρά, οι γεµάτες πλατείες ξυπνούν µνήµες σε ένα ακόµα µεγαλύτερο µέρος της.

Οι πλατείες, πάνω και κάτω, είναι αυτές που επιτάχυναν την πτώση των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήµου και Σαµαρά και οδήγησαν τη χώρα στην κυβέρνηση Τσίπρα - Καµµένου, στην «υπερήφανη» διαπραγµάτευση, στο δηµοψήφισµα και τελικά σε άλλη µια µνηµονιακή κυβέρνηση. Η εποχή και τα αιτήµατα διαφέρουν, αλλά σίγουρα υπάρχουν κοινά σηµεία. Πολλοί από τους σηµερινούς διαδηλωτές άλλωστε πολιτικοποιήθηκαν στις µαθητικές καταλήψεις της δεκαετίας του ’90, στα ∆εκεµβριανά του 2008 ή αργότερα στις πλατείες των αγανακτισµένων. ∆ύο πολιτικοί αρχηγοί που σήµερα εκτινάσσονται δηµοσκοπικά αναδείχθηκαν πολιτικά σε ταραγµένες περιόδους: ο Κυριάκος Βελόπουλος την περίοδο 2007-2009 και η Ζωή Κωνσταντοπούλου το 2012. Ενώ δεν είναι τυχαία η πρόσφατη επανεµφάνιση του ηγετικού διδύµου του «αντιµνηµονίου», του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καµµένου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα µεγάλο µέρος της ελληνικής κοινωνίας που από τη δεκαετία του ’90 βρήκε κοινό τόπο στους τρεις πυλώνες της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, τον κοινοβουλευτισµό, τον πολιτικό φιλελευθερισµό και τον ευρωπαϊσµό.

Μετά τις ταραχές του ∆εκεµβρίου του 2008, µέρος αυτής της σιωπηρής πλειοψηφίας αποδοκίµασε την αντιµετώπιση της κρίσης από την κυβέρνηση Καραµανλή, είτε στρεφόµενη δεξιότερα είτε απέχοντας από τις κάλπες του 2009. Στις διπλές εκλογές του 2012 αυτό το µέρος εκφράστηκε εκλογικά µέσω της ψήφου σε Ν.∆. - ΠΑΣΟΚ - ∆ΗΜ. ΑΡ., που στήριξαν την κυβέρνηση Σαµαρά, ενώ από αυτήν προήλθε το κίνηµα «Μένουµε Ευρώπη», που πέτυχε τον στόχο του, το καλοκαίρι του 2015. Στη συνέχεια, ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ µέτωπο που δηµιουργήθηκε απέκρουσε τις επιθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. στους τρεις δηµοκρατικούς πυλώνες και ώθησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία το 2019 και σε µια πρωτοφανή πολιτική κυριαρχία.

Οσο οι πλατείες και οι κινητοποιήσεις και να πυκνώνουν, όσο οι πρωταγωνιστές της περασµένης δεκαετίας και να επανεµφανίζονται στην επικαιρότητα, η σιωπηρή πλειοψηφία επανασυντίθεται. Αλλωστε, ήταν η χαµηλή εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 και η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα που οδήγησαν στη χαλάρωσή της. Αυτό φάνηκε στον δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών, στις ευρωεκλογές και στις µετέπειτα έρευνες κοινής γνώµης. Μέρος αυτής της πλειοψηφίας διεκδικεί πλέον και το ΠΑΣΟΚ. ∆εν είναι τυχαία η επιλογή Γιαννίτση και η επανενεργοποίηση της Αννας ∆ιαµαντοπούλου. Η Νέα ∆ηµοκρατία, στον έκτο χρόνο κυβερνητικής θητείας της, οφείλει να ικανοποιήσει το αίτηµα για ασφάλεια στις µεταφορές και όχι µόνο σε αυτές. Να επιδείξει πρόοδο στην αλλαγή του παραγωγικού µοντέλου, στην Υγεία, στην Παιδεία και γενικότερα στη δηµόσια διοίκηση. Να απευθυνθεί στη σιωπηρή, αλλά όχι κωφή, πλειοψηφία, αλλά και στους νέους ψηφοφόρους, που σχεδόν σε όλες τις δυτικές χώρες αποστρέφονται την Αριστερά.

Το αν µπορεί να ξαναδηµιουργηθεί µια νέα σιωπηρή πλειοψηφία, που θα εξελιχθεί σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αυτό θα κριθεί στην τελική ευθεία των επόµενων εκλογών. Ε τσι έγινε άλλωστε µέσα σε έναν µήνα το 2019, αλλά και την άνοιξη του 2023.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά