
Συµβιβασµούς δεν κάνω
Άρθρο γνώμης
"Τα φιλοευρωπαϊκά κόµµατα οφείλουν να παρουσιάσουν ρεαλιστικές προγραµµατικές θέσεις και να αναζητήσουν συγκλίσεις, προκειµένου να αντέξουν στον πολιτικό ανταγωνισµό, γιατί σε έναν κόσµο που αλλάζει µε ταχύτητα κινδυνεύουν να µείνουν µε την απορία"
Πόσο περίεργη φάνηκε σε όλους στην Ελλάδα η πολιτισµένη συζήτηση των Γερµανών πολιτικών αρχηγών µετά την ανακοίνωση των exit polls; Επειδή για τα αποτελέσµατα της κάλπης γράφτηκαν πολλά, ενώ ο σχηµατισµός κυβέρνησης αργεί ακόµη, ας σταθούµε λίγο σε αυτή την εικόνα, που είναι πολύ χαρακτηριστική για τη γερµανική πολιτική κουλτούρα και τελείως ασυνήθιστη για τη δική µας. Γιατί σε εµάς, ενώ ο διάλογος µπορεί να θεωρείται θετικός, θεωρείται πολύ αρνητικός ο συµβιβασµός.
Πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια, στην πρώιµη Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Πάριος είχε κάνει τεράστια επιτυχία µε το τραγούδι «Συµβιβασµούς δεν κάνω». Εχει ενδιαφέρον ότι το τραγούδι είναι διασκευή ενός γαλλικού τραγουδιού του Jean-Noël Dupré. Η µουσική ήταν του Gil Chazal, ενώ οι στίχοι του Mario Magluilo µιλούσαν για διακοπές και ξεφαντώµατα στις παραλίες.
Αντιθέτως, ο Πυθαγόρας, που έγραψε τους ελληνικούς στίχους, εξέλαβε τον κοφτό ρυθµό ως τραγούδι επανάστασης και χωρισµού. Βάζει, λοιπόν, τον τριαντάρη Πάριο να λέει ότι συµβιβασµούς δεν κάνει και για αυτό αποχωρεί. Η έννοια του ασυµβίβαστου πρέπει να ήταν πολύ της µόδας στην Ελλάδα στα ’70s. Ηταν και ο τίτλος της ταινίας µε πρωταγωνιστή τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Και, φυσικά, ήταν πολύ δηµοφιλής στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Την εποχή που στη ∆υτική Γερµανία είχαν κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδηµοκρατών και Φιλελευθέρων (1969- 1982) και στη Γαλλία προήδρευε ο κεντρώος D’ Estaign, στην Ελλάδα επιβραβεύονταν οι ασυµβίβαστοι.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγµα ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που δεν συµβιβάστηκε µε το κατεστηµένο της Ενωσης Κέντρου και έκανε το δικό του κόµµα, το οποίο κυριάρχησε στην πολιτική µας ζωή µέχρι το 2011. Αλλά η εικόνα του ασυµβίβαστου κυριάρχησε στις διαπραγµατεύσεις των συνδικάτων, των φοιτητικών συλλόγων, των τοπικών κοινωνιών, της επιχειρηµατικότητας και, φυσικά, της Τέχνης. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, στον οποίον ο Πυθαγόρας έδωσε µεταξύ άλλων το εµβληµατικό «Υπάρχω», έµεινε εκτός δισκογραφίας επί µία δεκαετία ως ασυµβίβαστος.
Ακόµα και όταν το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τη σκληρή γραµµή, στην ελληνική πολιτική σκηνή ο συµβιβασµός δεν ευδοκίµησε ως έννοια. ∆εν επιβραβεύτηκε ο Συνασπισµός όταν συνεργάστηκε µε τη Ν.∆. στο πλαίσιο της κυβέρνησης Τζαννετάκη, ούτε αργότερα ο ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήµου, ούτε το ΠΑΣΟΚ και η ∆ΗΜ.ΑΡ. στο πλαίσιο της κυβέρνησης Σαµαρά.
Στη Γερµανία, παρά την έντονη προεκλογική µάχη που προηγήθηκε, το βράδυ των εκλογών άπαντες οι πολιτικοί αρχηγοί δήλωσαν διαθέσιµοι να συµµετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήµα και ο Friedrich Merz θα διαλέξει αυτούς µε τους οποίους µπορεί να συγκλίνει σε προγραµµατικό επίπεδο και να καταλήξει σε µια εφαρµόσιµη συµφωνία.
Ας είναι αυτό ένα µάθηµα στους δικούς µας ασυµβίβαστους, που συνεχίζουν να σιγοτραγουδούν «µ’ ανοίγουν όπου πάω οι πόρτες που χτυπάω, χαµένος δε θα πάω» στην ελληνική εκδοχή του τραγουδιού που αναφέραµε. Ο κατακερµατισµός του εκλογικού σώµατος, η άνοδος του αντισυστηµισµού και η αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος είναι πιθανό να καταστήσουν αναγκαίες τις συµµαχικές κυβερνήσεις και στην Ελλάδα.
Τα φιλοευρωπαϊκά κόµµατα οφείλουν να παρουσιάσουν ρεαλιστικές προγραµµατικές θέσεις και να αναζητήσουν συγκλίσεις, προκειµένου να αντέξουν στον πολιτικό ανταγωνισµό, γιατί σε έναν κόσµο που αλλάζει µε ταχύτητα κινδυνεύουν να µείνουν µε την απορία, σαν τον ήρωα του τραγουδιού: «Πώς µπόρεσε η καρδιά σου τον Γιάννη να πικράνει;».