Οι εκτιµήσεις των διεθνών οίκων και οι προειδοποιήσεις µιας έκθεσης που δεν... τρώγονται
Νηφάλια και ψύχραιµη εκτίµηση
Νοµίζω ότι δεν υπάρχει προηγούµενο η ψήφος για το νέο Ευρωκοινοβούλιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της Ε.Ε., να αποκτά τόσο κρίσιµο πολιτικό φορτίο
∆εν πάνε πολλές µέρες που βρεθήκαµε εν µέσω µιας αντιπαράθεσης, εξαιτίας δηλώσεων υποψήφιου ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πρόσφατη αξιολόγηση BBB- της S&P δεν... τρώγεται.
∆ηλαδή, δεν έχει καµία επίπτωση στη ζωή των πολιτών και τα προβλήµατά τους.
Απαντήσεις δόθηκαν -και οι µνήµες όλων µας ανέτρεξαν στην εποχή όπου οι αρνητικές αξιολογήσεις των διεθνών οίκων οδηγούσαν στα capital controls και σηµατοδοτούσαν την άβυσσο της κρίσης. Ωστόσο, το θέµα που θα µας απασχολήσει εδώ είναι πώς «διαβάζουµε» ορισµένες διεθνείς εξελίξεις, που έχουν άµεσο ή έµµεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της χώρας µας. Ή, για την ακρίβεια, πώς διαχωρίζουµε όπως µας βολεύει τη συζήτηση που αφορά κρίσιµα διεθνή ή γεωπολιτικά µεγέθη από τα «δικά µας».
Κάθε ανεπαίσθητη, έστω, εκτίµηση για την ελληνική οικονοµία έχει και παραέχει σηµασία για τους συµπολίτες µας -τουλάχιστον οι επαΐοντες οφείλουν να το γνωρίζουν και να δίνουν τις σωστές διαστάσεις των επιπτώσεων αυτών, όχι να λαϊκίζουν και να πετάνε την µπάλα στην εξέδρα, λόγω προεκλογικών σκοπιµοτήτων- µέρες που είναι. Πρόσφατο είναι το παράδειγµα της µη αναβάθµισης του αξιόχρεου του ελληνικού ∆ηµοσίου από τη Moody’s. Επίσηµα χείλη αλλά και ορισµένοι αναλυτές έσπευσαν να εκτιµήσουν πως δεν τρέχει και τίποτα µε την εξέλιξη αυτή, είναι θέµα χρόνου η θετική εκτίµηση κ.λπ. Κι όµως, η έκθεση του πρώτου τριµήνου του Ινστιτούτου Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για το πρώτο τρίµηνο του 2024, χωρίς να καταστροφολογεί, επισηµαίνει ότι η θέση της Moody’s «υπενθυµίζει πως η εξοµάλυνση των σχέσεων µε τις διεθνείς αγορές, που είναι σε εξέλιξη, δεν συµβαίνει ευθύγραµµα ούτε αυτόµατα.
Τα πρόσφατα επίσηµα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δείχνουν σχετική επιβράδυνση της οικονοµίας και υποβιβάζουν, έστω κατά λίγο, τον εκτιµώµενο ρυθµό µεγέθυνσης». ∆εν γίνεται να εθελοτυφλούµε και να ισοπεδώνουµε τα πάντα σε µια σηµαντική διεθνή εξέλιξη ούτε, παράλληλα, να σφυρίζουµε αδιάφορα σε µια άβολη εκτίµηση για την ελληνική οικονοµία. Γενικότερα, δεν είναι και πολύ τιµητικό για όλους όσοι αποσυνδέουν το ελληνικό γίγνεσθαι στην οικονοµία από το διεθνές περιβάλλον και τις εξελίξεις. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να γίνεται είναι η νηφάλια και ψύχραιµη εκτίµηση του τι σηµαίνουν τα σήµατα που στέλνουν οι διεθνείς οργανισµοί, τι διορθωτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν. Μια ανάλογη νοοτροπία µοιάζει να επικαλύπτει ακόµα και τον χαρακτήρα της διεξαγωγής των ευρωεκλογών, στις 9 Ιουνίου.
Η πολιτική αντιπαράθεση αγνοεί σε µεγάλο βαθµό τον παράγοντα «Ευρώπη» και αναλώνεται σε µια αναµέτρηση «εσωτερικής καύσης». Πολύς καβγάς για τον τάδε ή δείνα υποψήφιο, αλλά ελάχιστες οι αναφορές για το τι σηµαίνει τελικά η ψήφος µας για την Ευρώπη. Μήπως τελικά ό,τι να λέµε ή να ψηφίσουµε στις 9 Ιουνίου τελικά δεν έχει και τόση σηµασία γιατί... «δεν τρώγεται», δεν αφορά την καθηµερινότητα του Ελληνα;
Το ράπισµα σε τέτοιου είδους αντιλήψεις δίνει η εκτίµηση της έκθεσης του ΙΟΒΕ, που αναφέρεται σε δύο κοµβικά ερωτήµατα για τη χώρα µας: «Κατά πόσο το παγκόσµιο οικονοµικό περιβάλλον και ιδίως οι εξελίξεις στην Ευρώπη θα ευνοήσουν ή θα επιβαρύνουν την ελληνική οικονοµία. Και αν η ποιοτική αναβάθµιση της οικονοµίας, µε αλλαγές στη δοµή της, επαρκεί για να καλύψει την πρόκληση της συστηµατικής αύξησης των εισοδηµάτων στα επόµενα χρόνια».
Οµως ακόµα µια εκτίµηση της έκθεσης δίνει το συντριπτικό επιχείρηµα, γιατί τυχόν όχι ευνοϊκοί συσχετισµοί που θα προκύψουν από την ευρωκάλπη µπορεί να µας οδηγήσουν σε επικίνδυνα µονοπάτια: «Ακόµη και οι ευρωπαϊκές εκλογές στην αρχή του καλοκαιριού µπορεί να οδηγήσουν σε αποτέλεσµα που θα δυσχεράνει την αναγκαία ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό µπορεί να συµβεί ακριβώς όταν η Ενωση αντιµετωπίζει στο οικονοµικό πεδίο υστέρηση παραγωγικότητας και καινοτοµίας, στο κοινωνικό δηµογραφικές πιέσεις και αδυναµία εφαρµογής αποτελεσµατικής µεταναστευτικής πολιτικής και, ταυτόχρονα, εξασθένηση του ρόλου της στην παγκόσµια πολιτική σκακιέρα. Ο συνδυασµός αυτών των παραγόντων µπορεί να οδηγήσει σταδιακά ή απότοµα σε απώλεια ευηµερίας, όµως δεν διαφαίνεται κάποιο αξιόπιστο σχέδιο αντιµετώπισης ή εναλλακτικής πορείας».
Να µιλήσουµε ακόµα και για το πώς οι δηµοσιονοµικές εξελίξεις στη χώρα θα συναρτηθούν µε το νέο δηµοσιονοµικό πλαίσιο της Ε.Ε.; Για το πώς θα εξελιχθούν τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές, κάτι που επηρεάζει χώρες όπως η Ελλάδα µε υψηλό δηµόσιο χρέος;
Νοµίζω ότι δεν υπάρχει προηγούµενο η ψήφος για το νέο Ευρωκοινοβούλιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της Ε.Ε., να αποκτά τόσο κρίσιµο πολιτικό φορτίο. ∆εν υποτιµά κανείς ότι στην προεκλογική φάση που βρισκόµαστε θα αναδειχθούν και θέµατα εσωτερικής πολιτικής. Αλλά αυτό που συµβαίνει είναι ότι αυτή ακριβώς η αντιπαράθεση για τα δικά µας επισκιάζει και υποβαθµίζει την αναγκαία συζήτηση του γιατί τελικά αυτό που θα συµβεί στην Ευρώπη το προσεχές διάστηµα αφορά την «ευηµερία» µας και την «αύξηση των εισοδηµάτων», όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ. Μη µου πείτε ότι κι αυτά δεν τρώγονται!
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
∆ηλαδή, δεν έχει καµία επίπτωση στη ζωή των πολιτών και τα προβλήµατά τους.
Απαντήσεις δόθηκαν -και οι µνήµες όλων µας ανέτρεξαν στην εποχή όπου οι αρνητικές αξιολογήσεις των διεθνών οίκων οδηγούσαν στα capital controls και σηµατοδοτούσαν την άβυσσο της κρίσης. Ωστόσο, το θέµα που θα µας απασχολήσει εδώ είναι πώς «διαβάζουµε» ορισµένες διεθνείς εξελίξεις, που έχουν άµεσο ή έµµεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της χώρας µας. Ή, για την ακρίβεια, πώς διαχωρίζουµε όπως µας βολεύει τη συζήτηση που αφορά κρίσιµα διεθνή ή γεωπολιτικά µεγέθη από τα «δικά µας».
Κάθε ανεπαίσθητη, έστω, εκτίµηση για την ελληνική οικονοµία έχει και παραέχει σηµασία για τους συµπολίτες µας -τουλάχιστον οι επαΐοντες οφείλουν να το γνωρίζουν και να δίνουν τις σωστές διαστάσεις των επιπτώσεων αυτών, όχι να λαϊκίζουν και να πετάνε την µπάλα στην εξέδρα, λόγω προεκλογικών σκοπιµοτήτων- µέρες που είναι. Πρόσφατο είναι το παράδειγµα της µη αναβάθµισης του αξιόχρεου του ελληνικού ∆ηµοσίου από τη Moody’s. Επίσηµα χείλη αλλά και ορισµένοι αναλυτές έσπευσαν να εκτιµήσουν πως δεν τρέχει και τίποτα µε την εξέλιξη αυτή, είναι θέµα χρόνου η θετική εκτίµηση κ.λπ. Κι όµως, η έκθεση του πρώτου τριµήνου του Ινστιτούτου Οικονοµικών και Βιοµηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για το πρώτο τρίµηνο του 2024, χωρίς να καταστροφολογεί, επισηµαίνει ότι η θέση της Moody’s «υπενθυµίζει πως η εξοµάλυνση των σχέσεων µε τις διεθνείς αγορές, που είναι σε εξέλιξη, δεν συµβαίνει ευθύγραµµα ούτε αυτόµατα.
Τα πρόσφατα επίσηµα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δείχνουν σχετική επιβράδυνση της οικονοµίας και υποβιβάζουν, έστω κατά λίγο, τον εκτιµώµενο ρυθµό µεγέθυνσης». ∆εν γίνεται να εθελοτυφλούµε και να ισοπεδώνουµε τα πάντα σε µια σηµαντική διεθνή εξέλιξη ούτε, παράλληλα, να σφυρίζουµε αδιάφορα σε µια άβολη εκτίµηση για την ελληνική οικονοµία. Γενικότερα, δεν είναι και πολύ τιµητικό για όλους όσοι αποσυνδέουν το ελληνικό γίγνεσθαι στην οικονοµία από το διεθνές περιβάλλον και τις εξελίξεις. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να γίνεται είναι η νηφάλια και ψύχραιµη εκτίµηση του τι σηµαίνουν τα σήµατα που στέλνουν οι διεθνείς οργανισµοί, τι διορθωτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν. Μια ανάλογη νοοτροπία µοιάζει να επικαλύπτει ακόµα και τον χαρακτήρα της διεξαγωγής των ευρωεκλογών, στις 9 Ιουνίου.
Η πολιτική αντιπαράθεση αγνοεί σε µεγάλο βαθµό τον παράγοντα «Ευρώπη» και αναλώνεται σε µια αναµέτρηση «εσωτερικής καύσης». Πολύς καβγάς για τον τάδε ή δείνα υποψήφιο, αλλά ελάχιστες οι αναφορές για το τι σηµαίνει τελικά η ψήφος µας για την Ευρώπη. Μήπως τελικά ό,τι να λέµε ή να ψηφίσουµε στις 9 Ιουνίου τελικά δεν έχει και τόση σηµασία γιατί... «δεν τρώγεται», δεν αφορά την καθηµερινότητα του Ελληνα;
Το ράπισµα σε τέτοιου είδους αντιλήψεις δίνει η εκτίµηση της έκθεσης του ΙΟΒΕ, που αναφέρεται σε δύο κοµβικά ερωτήµατα για τη χώρα µας: «Κατά πόσο το παγκόσµιο οικονοµικό περιβάλλον και ιδίως οι εξελίξεις στην Ευρώπη θα ευνοήσουν ή θα επιβαρύνουν την ελληνική οικονοµία. Και αν η ποιοτική αναβάθµιση της οικονοµίας, µε αλλαγές στη δοµή της, επαρκεί για να καλύψει την πρόκληση της συστηµατικής αύξησης των εισοδηµάτων στα επόµενα χρόνια».
Οµως ακόµα µια εκτίµηση της έκθεσης δίνει το συντριπτικό επιχείρηµα, γιατί τυχόν όχι ευνοϊκοί συσχετισµοί που θα προκύψουν από την ευρωκάλπη µπορεί να µας οδηγήσουν σε επικίνδυνα µονοπάτια: «Ακόµη και οι ευρωπαϊκές εκλογές στην αρχή του καλοκαιριού µπορεί να οδηγήσουν σε αποτέλεσµα που θα δυσχεράνει την αναγκαία ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό µπορεί να συµβεί ακριβώς όταν η Ενωση αντιµετωπίζει στο οικονοµικό πεδίο υστέρηση παραγωγικότητας και καινοτοµίας, στο κοινωνικό δηµογραφικές πιέσεις και αδυναµία εφαρµογής αποτελεσµατικής µεταναστευτικής πολιτικής και, ταυτόχρονα, εξασθένηση του ρόλου της στην παγκόσµια πολιτική σκακιέρα. Ο συνδυασµός αυτών των παραγόντων µπορεί να οδηγήσει σταδιακά ή απότοµα σε απώλεια ευηµερίας, όµως δεν διαφαίνεται κάποιο αξιόπιστο σχέδιο αντιµετώπισης ή εναλλακτικής πορείας».
Να µιλήσουµε ακόµα και για το πώς οι δηµοσιονοµικές εξελίξεις στη χώρα θα συναρτηθούν µε το νέο δηµοσιονοµικό πλαίσιο της Ε.Ε.; Για το πώς θα εξελιχθούν τα επιτόκια στις διεθνείς αγορές, κάτι που επηρεάζει χώρες όπως η Ελλάδα µε υψηλό δηµόσιο χρέος;
Νοµίζω ότι δεν υπάρχει προηγούµενο η ψήφος για το νέο Ευρωκοινοβούλιο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της Ε.Ε., να αποκτά τόσο κρίσιµο πολιτικό φορτίο. ∆εν υποτιµά κανείς ότι στην προεκλογική φάση που βρισκόµαστε θα αναδειχθούν και θέµατα εσωτερικής πολιτικής. Αλλά αυτό που συµβαίνει είναι ότι αυτή ακριβώς η αντιπαράθεση για τα δικά µας επισκιάζει και υποβαθµίζει την αναγκαία συζήτηση του γιατί τελικά αυτό που θα συµβεί στην Ευρώπη το προσεχές διάστηµα αφορά την «ευηµερία» µας και την «αύξηση των εισοδηµάτων», όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ. Μη µου πείτε ότι κι αυτά δεν τρώγονται!
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής