Γιατί δεν γίνονται απεργίες στην Ελλάδα;
Οι µοναχικοί δρόµοι υπερτερούν µπροστά στην υποχώρηση των αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης
Ο κάθε µισθωτός που δυσκολεύεται, ο νέος που βλέπει τα νοίκια να είναι στα ύψη, η οικογένεια που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα µε τις υποχρεώσεις για τα παιδιά, όλοι προσπαθούν καθηµερινά να αντιµετωπίσουν µόνοι τους τις δυσκολίες
Στην Πορτογαλία την περασµένη Κυριακή έγιναν µεγάλες διαδηλώσεις για το ζήτηµα της κατοικίας -τιµές ακινήτων στα ύψη, υψηλά ενοίκια, έλλειψη κατοικιών, σας θυµίζουν κάτι όλα αυτά; Στις ΗΠΑ την περασµένη Τρίτη άρχισαν µεγάλες απεργίες στα λιµάνια της ανατολικής ακτής, ενώ η Boeing ταρακουνιέται από την πολυήµερη απεργία των εργαζοµένων.
Στη Γερµανία, εάν ναυαγήσουν οι συνοµιλίες της διοίκησης της Volkswagen µε το συνδικάτο για το αγκάθι των περικοπών σε θέσεις εργασίας, θα έχουµε την πρώτη µεγάλη απεργία στον όµιλο-µαµούθ έπειτα από χρόνια. Στην Ελλάδα; Παρ’ ότι οι στατιστικές δείχνουν ότι τα προβλήµατα οξύνονται, παρά το γεγονός ότι στις δηµοσκοπήσεις ένα µεγάλο µέρος των πολιτών δηλώνει τη δυσαρέσκειά του για την ακρίβεια και τις κυβερνητικές επιλογές, παρά το ότι καθηµερινά τα τηλεοπτικά δελτία αφιερώνουν µεγάλο µέρος του χρόνου τους στα επιτόπια ρεπορτάζ για το πώς τα βγάζουν δύσκολα οι οικογένειες, παρ’ όλ’ αυτά οι οργανωµένες αντιδράσεις είναι υποτονικές. Σποραδικές απεργίες και κινητοποιήσεις δεν δικαιολογούν το κύµα αγανάκτησης που καταγράφεται. Οι αντιδράσεις σε επίπεδο κορυφής; Μόλις την περασµένη ∆ευτέρα η ΓΣΕΕ κήρυξε γενική απεργία για τις... 20 Νοεµβρίου. Για την ίδια ηµεροµηνία κήρυξε απεργία και η Α∆Ε∆Υ, που αρχικά είχε ορίσει τη δική της κινητοποίηση για τις 13 Νοεµβρίου. Σε κλαδικό επίπεδο ούτε λόγος να γίνεται για κινητοποιήσεις στον ορίζοντα. Πώς εξηγείται αυτό το χάσµα και τι κινδύνους εγκυµονεί;
∆εν είναι εύκολη η απάντηση, καθώς έχουµε να κάνουµε µε έναν συνδυασµό διαχρονικών παθογενειών µε συγκυριακούς λόγους. Ωστόσο, µερικές διαπιστώσεις µπορούν να γίνουν. Πολιτικοί λόγοι. Η κυβέρνηση, παρά τα λάθη και τις ανεπάρκειές της, παίζει στην πολιτική σκακιέρα ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο. Οι όποιες αντιπολιτευτικές τακτικές, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ, έχουν εκµηδενιστεί από τις εσωκοµµατικές αναµετρήσεις, που αν µη τι άλλο συντηρούν την εσωστρέφεια. Το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα εξακολουθεί για καιρό ακόµα να σπαράσσεται από την οξεία αναµέτρηση για την ανάδειξη αρχηγού -πού καιρός, συνεπώς, για αντιπολιτευτική δράση...Πιο κοντά στην έξοδο από το τούνελ της εσωστρέφειας βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, εφόσον η εκλογή προέδρου σηµατοδοτήσει µια χάραξη ουσιαστικής αντιπολιτευτικής στρατηγικής.
Σε κάθε περίπτωση, η απουσία αντιπολίτευσης για µεγάλο διάστηµα -στην ουσία µετά τις τελευταίες ευρωεκλογές- είναι ένας παράγοντας που παίζει ρόλο στην απουσία οργανωµένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Συνδικαλιστικό τοπίο. Απονευρωµένα συνδικάτα, συρρικνωµένα, απαξιωµένοι συνδικαλιστές, µε τους εργαζόµενους να εξακολουθούν να τους γυρίζουν την πλάτη, αναιµική συνδικαλιστική παρουσία στον ιδιωτικό τοµέα, χωρίς φαντασία και δηµιουργικότητα για την προσέλκυση νέων, αυτή είναι η πραγµατικότητα που εκφράζεται µε αποχή ακόµα και από τις πανελλαδικές απεργίες που προγραµµατίζονται. Στο τοπίο αυτό έρχεται να προστεθεί και ο διχασµός ανάµεσα στη ΓΣΕΕ και την Α∆Ε∆Υ, µε το χάσµα να µη γεφυρώνεται. Η κρίση ξέσπασε τον περασµένο Απρίλιο, όταν η Α∆Ε∆Υ κήρυξε απεργία για την τραγωδία στα Τέµπη.
«Πάνω σε νεκρούς δεν θεµελιώνονται αυξήσεις, δεν χτίζονται καριέρες» είχε δηλώσει ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, για την απεργία αυτή. Ιδιαίτερα οι νέοι µένουν ασυγκίνητοι από τη µίζερη συνδικαλιστική πραγµατικότητα. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω; Οι δύο παράγοντες που προαναφέραµε δεν αφήνουν περιθώρια να ελπίζουν πολλοί εργαζόµενοι αλλά και επαγγελµατίες στις συλλογικές δράσεις. Το δόγµα «ο καθένας για τον εαυτό του» κυριαρχεί. Ο κάθε µισθωτός που δυσκολεύεται, ο νέος που βλέπει τα νοίκια να είναι στα ύψη, η οικογένεια που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα µε τις υποχρεώσεις για τα παιδιά, όλοι προσπαθούν καθηµερινά να αντιµετωπίσουν µόνοι τους τις δυσκολίες. Οι µοναχικοί δρόµοι υπερτερούν µπροστά στην υποχώρηση των αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης.
Η παραοικονοµία είναι εδώ. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι, παρά τα µέτρα που έχουν παρθεί κατά της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση των επίσηµων δεικτών, η παραοικονοµία ζει και βασιλεύει. Παρά τη µείωση της κυκλοφορίας του «µαύρου» χρήµατος σε σχέση µε την περίοδο της κρίσης στη χώρα, παραµένει δραστήρια µια γκρίζα ζώνη συναλλαγών, που παρακάµπτει τους φορολογικούς κανόνες και αξιοποιείται από πολλούς µισθωτούς, αλλά και επαγγελµατίες. Η αναζήτηση των αιτιών για την απεργιακή νηνεµία δεν περιορίζεται ασφαλώς σε αυτές τις διαπιστώσεις. Ούτε η αδράνεια που καταγράφεται σηµαίνει ότι θα είναι η κυρίαρχη τάση επ’ άπειρον.
Ηδη πολιτικά η δυσφορία εκφράζεται µε την αποστροφή της κοινής γνώµης για το σύνολο του πολιτικού συστήµατος και µε µεγάλα ποσοστά αποχής που καταγράφονται στις δηµοσκοπήσεις. Σε πολιτικό επίπεδο η κατάσταση αυτή σηµατοδοτεί τις διεργασίες για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς -µε πολύ δυσοίωνες προοπτικές προς το παρόν- αλλά και τροφοδοτεί σενάρια για ενίσχυση της Ακροδεξιάς. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση επιχειρεί ένα restart της πολιτικής της µε επίκεντρο την καθηµερινότητα των πολιτών και, ταυτόχρονα, εµφανίζεται ως ο εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας. Ολα αυτά όµως δεν αναιρούν τον κίνδυνο µιας κοινωνικής έκρηξης, µιας ανεξέλεγκτης εκτόνωσης της δυσαρέσκειας ευρύτερων κοινωνικών στρωµάτων, όσο τα προβλήµατα δεν λύνονται. Κι αυτό θα πρέπει να αποτελεί κύριο µέληµα για κόµµατα και φορείς που θα κινδυνεύσουν να γίνουν ουρά σε ανεπιθύµητες εξελίξεις.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Στη Γερµανία, εάν ναυαγήσουν οι συνοµιλίες της διοίκησης της Volkswagen µε το συνδικάτο για το αγκάθι των περικοπών σε θέσεις εργασίας, θα έχουµε την πρώτη µεγάλη απεργία στον όµιλο-µαµούθ έπειτα από χρόνια. Στην Ελλάδα; Παρ’ ότι οι στατιστικές δείχνουν ότι τα προβλήµατα οξύνονται, παρά το γεγονός ότι στις δηµοσκοπήσεις ένα µεγάλο µέρος των πολιτών δηλώνει τη δυσαρέσκειά του για την ακρίβεια και τις κυβερνητικές επιλογές, παρά το ότι καθηµερινά τα τηλεοπτικά δελτία αφιερώνουν µεγάλο µέρος του χρόνου τους στα επιτόπια ρεπορτάζ για το πώς τα βγάζουν δύσκολα οι οικογένειες, παρ’ όλ’ αυτά οι οργανωµένες αντιδράσεις είναι υποτονικές. Σποραδικές απεργίες και κινητοποιήσεις δεν δικαιολογούν το κύµα αγανάκτησης που καταγράφεται. Οι αντιδράσεις σε επίπεδο κορυφής; Μόλις την περασµένη ∆ευτέρα η ΓΣΕΕ κήρυξε γενική απεργία για τις... 20 Νοεµβρίου. Για την ίδια ηµεροµηνία κήρυξε απεργία και η Α∆Ε∆Υ, που αρχικά είχε ορίσει τη δική της κινητοποίηση για τις 13 Νοεµβρίου. Σε κλαδικό επίπεδο ούτε λόγος να γίνεται για κινητοποιήσεις στον ορίζοντα. Πώς εξηγείται αυτό το χάσµα και τι κινδύνους εγκυµονεί;
∆εν είναι εύκολη η απάντηση, καθώς έχουµε να κάνουµε µε έναν συνδυασµό διαχρονικών παθογενειών µε συγκυριακούς λόγους. Ωστόσο, µερικές διαπιστώσεις µπορούν να γίνουν. Πολιτικοί λόγοι. Η κυβέρνηση, παρά τα λάθη και τις ανεπάρκειές της, παίζει στην πολιτική σκακιέρα ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο. Οι όποιες αντιπολιτευτικές τακτικές, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ, έχουν εκµηδενιστεί από τις εσωκοµµατικές αναµετρήσεις, που αν µη τι άλλο συντηρούν την εσωστρέφεια. Το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης θα εξακολουθεί για καιρό ακόµα να σπαράσσεται από την οξεία αναµέτρηση για την ανάδειξη αρχηγού -πού καιρός, συνεπώς, για αντιπολιτευτική δράση...Πιο κοντά στην έξοδο από το τούνελ της εσωστρέφειας βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, εφόσον η εκλογή προέδρου σηµατοδοτήσει µια χάραξη ουσιαστικής αντιπολιτευτικής στρατηγικής.
Σε κάθε περίπτωση, η απουσία αντιπολίτευσης για µεγάλο διάστηµα -στην ουσία µετά τις τελευταίες ευρωεκλογές- είναι ένας παράγοντας που παίζει ρόλο στην απουσία οργανωµένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Συνδικαλιστικό τοπίο. Απονευρωµένα συνδικάτα, συρρικνωµένα, απαξιωµένοι συνδικαλιστές, µε τους εργαζόµενους να εξακολουθούν να τους γυρίζουν την πλάτη, αναιµική συνδικαλιστική παρουσία στον ιδιωτικό τοµέα, χωρίς φαντασία και δηµιουργικότητα για την προσέλκυση νέων, αυτή είναι η πραγµατικότητα που εκφράζεται µε αποχή ακόµα και από τις πανελλαδικές απεργίες που προγραµµατίζονται. Στο τοπίο αυτό έρχεται να προστεθεί και ο διχασµός ανάµεσα στη ΓΣΕΕ και την Α∆Ε∆Υ, µε το χάσµα να µη γεφυρώνεται. Η κρίση ξέσπασε τον περασµένο Απρίλιο, όταν η Α∆Ε∆Υ κήρυξε απεργία για την τραγωδία στα Τέµπη.
«Πάνω σε νεκρούς δεν θεµελιώνονται αυξήσεις, δεν χτίζονται καριέρες» είχε δηλώσει ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, για την απεργία αυτή. Ιδιαίτερα οι νέοι µένουν ασυγκίνητοι από τη µίζερη συνδικαλιστική πραγµατικότητα. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω; Οι δύο παράγοντες που προαναφέραµε δεν αφήνουν περιθώρια να ελπίζουν πολλοί εργαζόµενοι αλλά και επαγγελµατίες στις συλλογικές δράσεις. Το δόγµα «ο καθένας για τον εαυτό του» κυριαρχεί. Ο κάθε µισθωτός που δυσκολεύεται, ο νέος που βλέπει τα νοίκια να είναι στα ύψη, η οικογένεια που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα µε τις υποχρεώσεις για τα παιδιά, όλοι προσπαθούν καθηµερινά να αντιµετωπίσουν µόνοι τους τις δυσκολίες. Οι µοναχικοί δρόµοι υπερτερούν µπροστά στην υποχώρηση των αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης.
Η παραοικονοµία είναι εδώ. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι, παρά τα µέτρα που έχουν παρθεί κατά της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση των επίσηµων δεικτών, η παραοικονοµία ζει και βασιλεύει. Παρά τη µείωση της κυκλοφορίας του «µαύρου» χρήµατος σε σχέση µε την περίοδο της κρίσης στη χώρα, παραµένει δραστήρια µια γκρίζα ζώνη συναλλαγών, που παρακάµπτει τους φορολογικούς κανόνες και αξιοποιείται από πολλούς µισθωτούς, αλλά και επαγγελµατίες. Η αναζήτηση των αιτιών για την απεργιακή νηνεµία δεν περιορίζεται ασφαλώς σε αυτές τις διαπιστώσεις. Ούτε η αδράνεια που καταγράφεται σηµαίνει ότι θα είναι η κυρίαρχη τάση επ’ άπειρον.
Ηδη πολιτικά η δυσφορία εκφράζεται µε την αποστροφή της κοινής γνώµης για το σύνολο του πολιτικού συστήµατος και µε µεγάλα ποσοστά αποχής που καταγράφονται στις δηµοσκοπήσεις. Σε πολιτικό επίπεδο η κατάσταση αυτή σηµατοδοτεί τις διεργασίες για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς -µε πολύ δυσοίωνες προοπτικές προς το παρόν- αλλά και τροφοδοτεί σενάρια για ενίσχυση της Ακροδεξιάς. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση επιχειρεί ένα restart της πολιτικής της µε επίκεντρο την καθηµερινότητα των πολιτών και, ταυτόχρονα, εµφανίζεται ως ο εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας. Ολα αυτά όµως δεν αναιρούν τον κίνδυνο µιας κοινωνικής έκρηξης, µιας ανεξέλεγκτης εκτόνωσης της δυσαρέσκειας ευρύτερων κοινωνικών στρωµάτων, όσο τα προβλήµατα δεν λύνονται. Κι αυτό θα πρέπει να αποτελεί κύριο µέληµα για κόµµατα και φορείς που θα κινδυνεύσουν να γίνουν ουρά σε ανεπιθύµητες εξελίξεις.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής