avatar

7 ημέρες
Ανδριάνα Ζαρακέλη

Γιατί η προοπτική συµµαχιών αποτελεί απαγορευµένο καρπό για τα κόµµατα

Άρθρο γνώμης

Αν η αυτοδυναμία για τη Ν.Δ. είναι εξαιρετικά δύσκολη, για το ΠΑΣΟΚ τι είναι; Και άρα πώς θα διαμορφώσει στρατηγική συμμαχιών και με ποιους; Και σε περίπτωση εθνικής κρίσης, θα σταθεί αρνητικά στο ενδεχόμενο ενός «μεγάλου συνασπισμού» με τη Ν.Δ.;

kommata-a
Τα δεδοµένα στο πολιτικό σκηνικό αλλάζουν, ακολουθώντας τροχιά επιτάχυνσης. Μέσα σε µόνο λίγες εβδοµάδες έχουµε νέα δεδοµένα στον χώρο της αντιπολίτευσης. Στο ΠΑΣΟΚ ολοκληρώθηκε η διαδικασία εκλογής προέδρου, µε την επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί µια καταστροφική πορεία συρρίκνωσης, καθώς υπάρχει µια de facto διάσπαση ανάµεσα στον ΣΥΡΙΖΑ των «87/100» και τον «δικό µας ΣΥΡΙΖΑ» του Στέφανου Κασσελάκη. ∆ύσκολα µπορεί κάποιος να διανοηθεί αναχώµατα στη φθίνουσα πορεία του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.

Κάποιοι, νοσταλγοί του πάλαι ποτέ δικοµµατικού συστήµατος στη χώρα, ονειρεύονται έναν αυτοµατισµό αναβίωσης του διπολικού πολιτικού συστήµατος: η Ν.∆. θα παραµένει ο πόλος συσπείρωσης της ∆εξιάς/Κεντροδεξιάς, ενώ µε τη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ το ΠΑΣΟΚ σταδιακά θα εκτιναχθεί δηµοσκοπικά και, έπειτα από τρία χρόνια, εκλογικά. Θα καθιερωθεί δηλαδή µε το πέρασµα του χρόνου ως ο δεύτερος πόλος, αντίπαλον δέος στη Ν.∆. Κι έτσι θα έχουµε µια αποκατάσταση της εναλλαγής στην εξουσία δύο συστηµικών κοµµάτων. Υπάρχουν και αυτοί που εκτιµούν ότι η αναβίωση των δύο µονοµάχων θα εδράζεται στο σχήµα «∆εξιάΑντιδεξιά». Είναι όµως έτσι τα πράγµατα;

Ο δικοµµατισµός στην Ελλάδα, κατά γενική οµολογία, έδυσε µε τον ερχοµό της κρίσης, µε τη σκληρή δοκιµασία των κοµµάτων που κυβέρνησαν εναλλάξ τον τόπο στη Μεταπολίτευση και την εµφάνιση συµµαχιών για τη διαχείριση της χωρίς προηγούµενο πολύπλευρης κρίσης και των µνηµονίων. Υπήρξε µια αναλαµπή, µια αίσθηση ότι αναβιώνει ο δικοµµατισµός µε την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, που κυβέρνησε µε τους ΑΝ.ΕΛ. για τέσσερα χρόνια τη χώρα, συγκράτησε δυνάµεις µετά την ήττα του στις εκλογές του 2019, αλλά κατατροπώθηκε στις περσινές εκλογικές αναµετρήσεις, µε αποτέλεσµα να ξεσπάσει η διαλυτική κρίση στο κόµµα.

Τι έχουµε τώρα δηµοσκοπικά; Τη Ν.∆., κυρίαρχη µεν πολιτικά, αλλά µε εµφανή φθορά που κάνει δύσκολο έως ακατόρθωτο τον στόχο για αυτοδυναµία στις προσεχείς εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ, που µετά τη διαδικασία των εσωκοµµατικών εκλογών καλείται να κάνει µια δηµοσκοπική υπέρβαση, που προϋποθέτει όµως µια άλλη στρατηγική και φυσιογνωµία. Τον ΣΥΡΙΖΑ, που πλέον καταγράφει µονοψήφια νούµερα. Τα µικρότερα κόµµατα, που, τόσο στο ένα ακραίο φάσµα όσο και στο άλλο, καταγράφουν ένα σηµαντικό ποσοστό, αν και κατακερµατισµένο. Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι είναι κίνδυνος για τη χώρα η παρατεταµένη παραµονή της Ν.∆. στην εξουσία.

Κατ’ αρχάς αυτή προήλθε από δύο εκλογικές αναµετρήσεις που έδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη αυτοδυναµία. ∆εύτερον, δεν είναι πρωτοφανές σε διεθνή κλίµακα το φαινόµενο µακρόχρονης κυριαρχίας ενός κόµµατος. Για πολλά χρόνια το Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα της Σουηδίας, οι Σοσιαλιστές στην Αυστρία, οι Χριστιανοδηµοκράτες στην Ιταλία κατείχαν το κυβερνητικό µονοπώλιο µε αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες. Αυτό όµως είναι άλλο και άλλη υπόθεση αν η Ν.∆. -µε τις πολιτικές της επιλογές και τις ανεπάρκειες, ιδιαίτερα µετά τη νίκη της το 2023- µπορεί να µιµηθεί τα παραδείγµατα που προαναφέραµε. Αλλωστε, οι καιροί και οι πολιτικές συγκυρίες δεν ευνοούν σχεδόν πουθενά στην Ευρώπη το µοντέλο της αυτοδυναµίας - στην Ιταλία, τη Σουηδία και την Αυστρία κυβερνούν ή επιχειρούν να κυβερνήσουν πολυκοµµατικοί συνασπισµοί.

Εάν όµως δεχτούµε ότι η αυτοδυναµία δεν αποτελεί το πιθανότερο σενάριο µετά τις εκλογές το 2027, τότε ανακύπτουν δύο συµπεράσµατα: Πρώτον, ότι το σχήµα «∆εξιάΑντιδεξιά» έχει φάει τα ψωµιά του και δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν πολιτικές «κυβερνησιµότητας» µε βάση παλιές συνταγές. ∆εύτερον, τα κόµµατα που κατά τα φαινόµενα θα εξακολουθήσουν να παίζουν ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις -σε εντελώς νέες όµως συνθήκες- είναι αναγκασµένα να ανοίξουν τη συζήτηση για το πρόβληµα των προβληµάτων: τις συµµαχίες που είτε θα επιλέξουν είτε θα εξαναγκαστούν να αναζητήσουν για να κυβερνηθεί ο τόπος.

Η Ν.∆. διατηρεί βαθιά διαχωριστική γραµµή από τα κόµµατα στα δεξιά της. Οµως ποιες είναι οι επιλογές που έχει σε σχέση µε τον πολιτικό χάρτη της Κεντροαριστεράς; Ποιο ρόλο µπορεί να παίξει στη διατήρηση της συνοχής της, αλλά και της επιρροής της στην εκλογική της βάση η µια ή η άλλη επιλογή; Μήπως, τελικά, εφόσον οδηγηθεί σε αδιέξοδο για πιθανούς συµµάχους προσφύγει σε αλλαγή του εκλογικού νόµου που να ευνοεί την αυτοδυναµία µε χαµηλότερα ποσοστά και, άρα, σε µια διπλή εκλογική αναµέτρηση, στα πρότυπα του 2023;

Και το ΠΑΣΟΚ; Πώς θα πορευθεί ώστε να πείσει ότι µπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση στη διακυβέρνηση του τόπου; Αν η αυτοδυναµία για τη Ν.∆. είναι εξαιρετικά δύσκολη, για το ΠΑΣΟΚ τι είναι; Και άρα πώς θα διαµορφώσει στρατηγική συµµαχιών και µε ποιους; Και σε περίπτωση εθνικής κρίσης, θα σταθεί αρνητικά στο ενδεχόµενο ενός «µεγάλου συνασπισµού» µε τη Ν.∆.;

Προς το παρόν η συζήτηση για τις συµµαχίες και το νέο πολιτικό τοπίο είναι ένα είδος απαγορευµένου καρπού. Η κυβέρνηση κάνει αγώνα δρόµου για να εφαρµόσει ένα πρόγραµµα που, κατά την άποψη του Μαξίµου, θα της επιτρέψει να αναστρέψει τη φθορά. Στην προεκλογική καµπάνια του ΠΑΣΟΚ το θέµα επίσης µπήκε στην άκρη, πλην των περιπτώσεων των υποψηφίων που δήλωναν «ψηφίστε µε, γιατί δεν θα συνεργαστώ ποτέ µε τη ∆εξιά». Αν όµως ο πάλαι ποτέ δικοµµατισµός-διπολισµός µάς άφησε χρόνους, τότε τα ερωτήµατα θα ανακύψουν αµείλικτα για όλα τα κόµµατα, µικρά, µεσαία και µεγάλα...



*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»