Οι νοσταλγοί του δικοµµατισµού και η αρχή της πολιτικής αβεβαιότητας
Άρθρο γνώμης
Η λύση του «δικοµµατισµού τρίτης νέας γενιάς» εµπεριέχει, για να τα λέµε όλα, και µια δόση νοσταλγίας για τη µακρά επικράτηση του µοντέλου µετά το 1974
Η Ιαπωνία είναι ακόµη µια χώρα που προστίθεται στο πάνθεον της µη αυτοδυναµίας, έπειτα από χρόνια µονοκοµµατικής διακυβέρνησης -από το 2009- του Φιλελεύθερου ∆ηµοκρατικού Κόµµατος. ∆εν ξεχνάµε και τη γειτονική µας Βουλγαρία, που ύστερα από αλλεπάλληλες εκλογές τα τελευταία χρόνια το πρώτο κόµµα πρέπει να συµµαχήσει µε άλλα τρία ή τέσσερα µικρότερα, εάν θέλει να κυβερνήσει.
Στην Ελλάδα όµως φυσά άλλος άνεµος τελευταία. Με τη δηµοσκοπική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, µετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη ως προέδρου του κόµµατος, άρχισαν να προβάλλονται εκ νέου τα σενάρια αναβίωσης του δικοµµατισµού. ∆ύο πόλοι -η Ν.∆. που ήδη κυβερνά από το 2019 και το ΠΑΣΟΚ που εµφανίζεται ως η ανοδική δύναµη της αντιπολίτευσης, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκαταστρέφεται- εµφανίζονται ως η πολιτική λύση της επόµενης µέρας.
Η λύση του «δικοµµατισµού τρίτης νέας γενιάς» εµπεριέχει, για να τα λέµε όλα, και µια δόση νοσταλγίας για τη µακρά επικράτηση του µοντέλου µετά το 1974, όταν η Ν.∆. και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσαν αυτοδύναµα διά της εναλλαγής στην εξουσία. Λίγοι πάντως θιασώτες ενός νέου δικοµµατισµού επικαλούνται το εφήµερο δίπολο Ν.∆. µε ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., που ως «δικοµµατισµός δεύτερης γενιάς» εµφανίστηκε στο πολιτικό στερέωµα στο τέλος της µνηµονιακής φάσης και την απαρχή µιας εποχής πολιτικής σταθερότητας και οικονοµικής ανάκαµψης. Ο λόγος; Η αλλαγή σελίδας για τη χώρα και οι διαδοχικές εκλογικές ήττες του ΣΥΡΙΖΑ, που τον οδήγησαν στα σηµερινά φαινόµενα αποσύνθεσης...
Πέρα όµως από τη νοσταλγία, υπάρχει και µια δόση αφέλειας και αποδοχής µιας ευθύγραµµης εξέλιξης της πολιτικής γραµµής: το ΠΑΣΟΚ θα συνεχίζει να ανεβαίνει και κάποια στιγµή θα φτάσει σε ποσοστά που θα του επιτρέπουν να κυβερνήσει -ποσοστά της τάξης του 35% και βάλε. Η Ν.∆., παράλληλα, ξεκινά από καλύτερη αφετηρία παρά τις απώλειές της και φτάνει ξανά στον πολυπόθητο στόχο της αυτοδυναµίας για τρίτη τετραετία. Και ζήσαµε εµείς καλά... Πόσο πιθανό είναι να ακολουθήσουν τα πολιτικά πράγµατα αυτήν την τροχιά; Το λιγότερο πιθανό, µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα και τις τάσεις που διαγράφονται για το άµεσο µέλλον.
Ας δούµε µερικές µόνο παραµέτρους που ευνοούν τα σενάρια πολιτικού ζιγκ ζαγκ:
Η τάση στην Ευρώπη δεν κατευθύνεται στο µοντέλο των αυτοδύναµων, µονοκοµµατικών κυβερνήσεων. Σχεδόν παντού σαρώνουν οι πολυκοµµατικοί κυβερνητικοί σχηµατισµοί -αλλού µε επιτυχία, αλλού όχι, αλλά δεν είναι αυτό το θέµα µας. Υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις -ενδεικτικά αναφέρουµε την περίπτωση Ορµπαν στην Ουγγαρία, αλλά και τα βάσανα της µειοψηφικής κυβέρνησης Μπαρνιέ στη Γαλλία- που µάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα των συµµαχικών κυβερνητικών σχηµάτων.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόµο, η Νέα ∆ηµοκρατία είναι δύσκολο να καταγράψει ποσοστά της τάξης του 40% -όπως έγινε στις αναµετρήσεις από το 2019- ενώ για το ΠΑΣΟΚ είναι ακόµα πιο δύσκολο, έως αδύνατο. Αρα, εφόσον δεν αλλάξει ο εκλογικός νόµος, η πιο πιθανή εξέλιξη θα είναι η αναζήτηση συµµαχιών για τον σχηµατισµό κυβέρνησης. Κι εδώ, είναι αλήθεια, αρχίζουν τα δύσκολα για τα κόµµατα εξουσίας, µε ποιον θα συµµαχήσουν.
Με την επίκληση της δικοµµατικής εναλλαγής και, άρα, αυτοδυναµίας επιχειρείται η δαιµονοποίηση της προοπτικής συµµαχικών κυβερνήσεων. Ακόµα χειρότερα, οι συµµαχικές κυβερνήσεις -µε απεµπόληση της αυτοδυναµίας- εµφανίζονται ως ισοδύναµο της κυβερνητικής αστάθειας. Αγνοείται το γεγονός ότι στα χρόνια της µνηµονιακής λαίλαπας ήταν οι κυβερνήσεις συνεργασίας που σήκωσαν το βάρος της ευθύνης για την εφαρµογή των µνηµονίων. Αλλωστε, υπάρχουν και παραδείγµατα χωρών, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που µε τη συναίνεση των βασικών πολιτικών δυνάµεων ξεπέρασαν την κρίση σε σύντοµο χρονικό διάστηµα (βλ. Τάκη Παππά, «Παράδοξη Χώρα», εκδόσεις Πατάκη).
Με αφορµή την τελευταία διαπίστωση, ας θυµίσουµε ότι ο µεταπολιτευτικός δικοµµατισµός ανδρώθηκε στη µη επίτευξη συναινέσεων σε βασικές κατευθύνσεις για τη χώρα, κάτι που οδήγησε σε ολιστική αντιπαλότητα τους δύο µεγάλους -ας θυµηθούµε την οξύτητα και τακτική ρήξης από το κόµµα που ερχόταν στην αντιπολίτευση. (Παραδόξως, οι διαχρονικές «συναινέσεις» των δύο µεγάλων για παροχές, διορισµούς, κατασπατάληση κοινοτικών πόρων κ.λπ. οδήγησαν στη γιγάντωση του χρέους και έστειλαν τη χώρα στα βράχια...)
Συνεπώς, το ερώτηµα που ανακύπτει είναι µήπως πρέπει επιτέλους να αποσαφηνιστεί ότι άλλο πράγµα το µοντέλο διακυβέρνησης και άλλο η διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας. Κι ακόµη, µήπως τελικά το θέµα δεν είναι ποιος θα συµµαχήσει µε ποιον, αλλά τι πολιτικές µπορούν να εφαρµοστούν για να θωρακίσουν τη χώρα στα δύσκολα χρόνια που έρχονται; Επιπλέον, µήπως τελικά έφτασε ο καιρός, οι µεγαλύτερες πολιτικές δυνάµεις του τόπου να αντιληφθούν ότι το σχήµα «∆εξιά - Αντιδεξιά» έχει ξεπεραστεί από τη ζωή και πως η σκληρή πραγµατικότητα απαιτεί µια άλλου είδους στρατηγική που δεν θα είναι της λογικής «ή αυτοί ή εµείς» αλλά ενός «συµβολαίου» κοινής στόχευσης στα βασικά;
Και στο τέλος της γραφής, µήπως αντί για τα δηµοσκοπικά ευρήµατα, τα εκλογολογικά µαγειρέµατα και άλλα σενάρια «υψηλής πολιτικής» θα πρέπει τα κόµµατα που επιζητούν την κυβερνησιµότητα -και αναφέροµαι, εκτός από τη Ν.∆., που κάτι ψηλαφεί τελευταία, στο ανερχόµενο δηµοσκοπικά ΠΑΣΟΚ- να στραφούν στα ζητήµατα της καταραµένης καθηµερινότητας, που βασανίζουν τους συµπολίτες µας;
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
Στην Ελλάδα όµως φυσά άλλος άνεµος τελευταία. Με τη δηµοσκοπική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, µετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη ως προέδρου του κόµµατος, άρχισαν να προβάλλονται εκ νέου τα σενάρια αναβίωσης του δικοµµατισµού. ∆ύο πόλοι -η Ν.∆. που ήδη κυβερνά από το 2019 και το ΠΑΣΟΚ που εµφανίζεται ως η ανοδική δύναµη της αντιπολίτευσης, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοκαταστρέφεται- εµφανίζονται ως η πολιτική λύση της επόµενης µέρας.
Η λύση του «δικοµµατισµού τρίτης νέας γενιάς» εµπεριέχει, για να τα λέµε όλα, και µια δόση νοσταλγίας για τη µακρά επικράτηση του µοντέλου µετά το 1974, όταν η Ν.∆. και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσαν αυτοδύναµα διά της εναλλαγής στην εξουσία. Λίγοι πάντως θιασώτες ενός νέου δικοµµατισµού επικαλούνται το εφήµερο δίπολο Ν.∆. µε ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., που ως «δικοµµατισµός δεύτερης γενιάς» εµφανίστηκε στο πολιτικό στερέωµα στο τέλος της µνηµονιακής φάσης και την απαρχή µιας εποχής πολιτικής σταθερότητας και οικονοµικής ανάκαµψης. Ο λόγος; Η αλλαγή σελίδας για τη χώρα και οι διαδοχικές εκλογικές ήττες του ΣΥΡΙΖΑ, που τον οδήγησαν στα σηµερινά φαινόµενα αποσύνθεσης...
Πέρα όµως από τη νοσταλγία, υπάρχει και µια δόση αφέλειας και αποδοχής µιας ευθύγραµµης εξέλιξης της πολιτικής γραµµής: το ΠΑΣΟΚ θα συνεχίζει να ανεβαίνει και κάποια στιγµή θα φτάσει σε ποσοστά που θα του επιτρέπουν να κυβερνήσει -ποσοστά της τάξης του 35% και βάλε. Η Ν.∆., παράλληλα, ξεκινά από καλύτερη αφετηρία παρά τις απώλειές της και φτάνει ξανά στον πολυπόθητο στόχο της αυτοδυναµίας για τρίτη τετραετία. Και ζήσαµε εµείς καλά... Πόσο πιθανό είναι να ακολουθήσουν τα πολιτικά πράγµατα αυτήν την τροχιά; Το λιγότερο πιθανό, µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα και τις τάσεις που διαγράφονται για το άµεσο µέλλον.
Ας δούµε µερικές µόνο παραµέτρους που ευνοούν τα σενάρια πολιτικού ζιγκ ζαγκ:
Η τάση στην Ευρώπη δεν κατευθύνεται στο µοντέλο των αυτοδύναµων, µονοκοµµατικών κυβερνήσεων. Σχεδόν παντού σαρώνουν οι πολυκοµµατικοί κυβερνητικοί σχηµατισµοί -αλλού µε επιτυχία, αλλού όχι, αλλά δεν είναι αυτό το θέµα µας. Υπάρχουν βεβαίως εξαιρέσεις -ενδεικτικά αναφέρουµε την περίπτωση Ορµπαν στην Ουγγαρία, αλλά και τα βάσανα της µειοψηφικής κυβέρνησης Μπαρνιέ στη Γαλλία- που µάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα των συµµαχικών κυβερνητικών σχηµάτων.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόµο, η Νέα ∆ηµοκρατία είναι δύσκολο να καταγράψει ποσοστά της τάξης του 40% -όπως έγινε στις αναµετρήσεις από το 2019- ενώ για το ΠΑΣΟΚ είναι ακόµα πιο δύσκολο, έως αδύνατο. Αρα, εφόσον δεν αλλάξει ο εκλογικός νόµος, η πιο πιθανή εξέλιξη θα είναι η αναζήτηση συµµαχιών για τον σχηµατισµό κυβέρνησης. Κι εδώ, είναι αλήθεια, αρχίζουν τα δύσκολα για τα κόµµατα εξουσίας, µε ποιον θα συµµαχήσουν.
Με την επίκληση της δικοµµατικής εναλλαγής και, άρα, αυτοδυναµίας επιχειρείται η δαιµονοποίηση της προοπτικής συµµαχικών κυβερνήσεων. Ακόµα χειρότερα, οι συµµαχικές κυβερνήσεις -µε απεµπόληση της αυτοδυναµίας- εµφανίζονται ως ισοδύναµο της κυβερνητικής αστάθειας. Αγνοείται το γεγονός ότι στα χρόνια της µνηµονιακής λαίλαπας ήταν οι κυβερνήσεις συνεργασίας που σήκωσαν το βάρος της ευθύνης για την εφαρµογή των µνηµονίων. Αλλωστε, υπάρχουν και παραδείγµατα χωρών, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που µε τη συναίνεση των βασικών πολιτικών δυνάµεων ξεπέρασαν την κρίση σε σύντοµο χρονικό διάστηµα (βλ. Τάκη Παππά, «Παράδοξη Χώρα», εκδόσεις Πατάκη).
Με αφορµή την τελευταία διαπίστωση, ας θυµίσουµε ότι ο µεταπολιτευτικός δικοµµατισµός ανδρώθηκε στη µη επίτευξη συναινέσεων σε βασικές κατευθύνσεις για τη χώρα, κάτι που οδήγησε σε ολιστική αντιπαλότητα τους δύο µεγάλους -ας θυµηθούµε την οξύτητα και τακτική ρήξης από το κόµµα που ερχόταν στην αντιπολίτευση. (Παραδόξως, οι διαχρονικές «συναινέσεις» των δύο µεγάλων για παροχές, διορισµούς, κατασπατάληση κοινοτικών πόρων κ.λπ. οδήγησαν στη γιγάντωση του χρέους και έστειλαν τη χώρα στα βράχια...)
Συνεπώς, το ερώτηµα που ανακύπτει είναι µήπως πρέπει επιτέλους να αποσαφηνιστεί ότι άλλο πράγµα το µοντέλο διακυβέρνησης και άλλο η διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας. Κι ακόµη, µήπως τελικά το θέµα δεν είναι ποιος θα συµµαχήσει µε ποιον, αλλά τι πολιτικές µπορούν να εφαρµοστούν για να θωρακίσουν τη χώρα στα δύσκολα χρόνια που έρχονται; Επιπλέον, µήπως τελικά έφτασε ο καιρός, οι µεγαλύτερες πολιτικές δυνάµεις του τόπου να αντιληφθούν ότι το σχήµα «∆εξιά - Αντιδεξιά» έχει ξεπεραστεί από τη ζωή και πως η σκληρή πραγµατικότητα απαιτεί µια άλλου είδους στρατηγική που δεν θα είναι της λογικής «ή αυτοί ή εµείς» αλλά ενός «συµβολαίου» κοινής στόχευσης στα βασικά;
Και στο τέλος της γραφής, µήπως αντί για τα δηµοσκοπικά ευρήµατα, τα εκλογολογικά µαγειρέµατα και άλλα σενάρια «υψηλής πολιτικής» θα πρέπει τα κόµµατα που επιζητούν την κυβερνησιµότητα -και αναφέροµαι, εκτός από τη Ν.∆., που κάτι ψηλαφεί τελευταία, στο ανερχόµενο δηµοσκοπικά ΠΑΣΟΚ- να στραφούν στα ζητήµατα της καταραµένης καθηµερινότητας, που βασανίζουν τους συµπολίτες µας;
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή