Πώς ξαναγράφεται κάθε εβδοµάδα το πολιτικό µυθιστόρηµα στην Ελλάδα
Άρθρο γνώμης
Επείγει ένα "όραμα" για τη διαχείριση της καθημερινότητας, δηλαδή ένα ουσιαστικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και διασφάλισης υγιούς ανταγωνισμού
Ζούµε ένα πολιτικό σίριαλ πολλών επεισοδίων στην Ελλάδα; Ναι, αν αναλογιστεί κάποιος τις ανακατατάξεις που καταγράφονται σχεδόν κάθε εβδοµάδα στον πολιτικό χάρτη. Μια αλληλουχία διαγραφών, διασπάσεων, αυτονοµιών, γκρίζων ζωνών εντός των κοµµάτων περιγράφει αυτό που εσχάτως λέµε πολιτική ρευστότητα διαρκείας.
Τα όσα καταγράφουν οι δηµοσκοπήσεις αδιαµφισβήτητα δικαιώνουν τη φήµη τους: είναι οι φωτογραφίες της στιγµής, αγκοµαχούν να µετρήσουν τον ρυθµό των µεταβολών, χωρίς να εξάγονται ασφαλείς προβλέψεις για το αύριο. Ακριβώς αυτή η ρευστότητα είναι που υποσκάπτει τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2027. Είναι η αβεβαιότητα που αναθερµαίνει τα σενάρια τόσο για πρόωρες εκλογές όσο και για την αναθεώρηση του εκλογικού νόµου. Είναι οι αέναες διεργασίες σε όλο το πολιτικό φάσµα που µετατρέπουν την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από περίπατο για την κυβέρνηση σε δυσεπίλυτο γρίφο για τον πρωθυπουργό.
Ας ξεχωρίσουµε τρεις τάσεις που σηµατοδοτούν πιθανές εξελίξεις. Η µία αφορά την εν εξελίξει διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την εµφάνιση τριών -µέχρι στιγµής- σχηµατισµών που προέρχονται από τα σπλάχνα του. Αυτό σε µια πορεία δραµατικής συρρίκνωσης, αφού και τα τρία κόµµατα µαζί -ο εναποµείνας ΣΥΡΙΖΑ, το κόµµα Κασσελάκη και η Νέα Αριστερά-αγκοµαχούν να πιάσουν διψήφιο ποσοστό... Η δεύτερη είναι πως από τις «καραµπόλες» στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, ενός θεσµικού ρόλου, που υποστηρίζεται µε µόλις 31 βουλευτές!
Η τρίτη τάση αφορά την κυβέρνηση. ∆ηµοσκοπικά έχει δύο καλά νέα και έναν πονοκέφαλο. Φαίνεται πως η διαγραφή Σαµαρά δεν επηρεάζει αρνητικά τα ποσοστά της· αντίθετα, εµφανίζει ψήγµατα συσπείρωσης πιθανότατα από τον χώρο του Κέντρου. Επίσης, στον δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο, µε 40% έναντι 15% του Νίκου Ανδρουλάκη (Interview). Οµως η Ν.∆. εξακολουθεί να έχει απώλειες της τάξης του 10% και πλέον σε σχέση µε τις περσινές εκλογές -όταν κέρδισε την αυτοδυναµία- και να κινείται εδώ και καιρό περί το 30%. Μπορεί µεν να προηγείται, αλλά δεν είναι αµελητέο πως η ψαλίδα µε το ΠΑΣΟΚ, δηµοσκοπικά κλείνει (27,2% έναντι 15,7%, Interview, 25,8% έναντι 17,4%, GPS).
Τι σηµαίνουν όλα αυτά; Αφήνουµε προς στιγµήν τα άλλα κόµµατα και εστιάζουµε στη Ν.∆. Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιµέτωπη µε µια επιδείνωση διαπιστωµένων παθογενειών. Πριν απ’ όλα, το δυσβάστακτο βάρος της ακρίβειας για τους πολίτες. Στη δηµοσκόπηση της GPO, το 89,3% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι δυσκολεύονται στην καθηµερινότητά τους λόγω της ακρίβειας. Οµως εκτός από αυτήν την πληγή, η δυσφορία -που τείνει να λάβει µόνιµα χαρακτηριστικά- αφορά και άλλες παραµέτρους, όπως το ξεχαρβάλωµα στις δηµόσιες µεταφορές, το ατελείωτο µποτιλιάρισµα καθηµερινά στο κέντρο, αλλά και στο «ποτάµι», τις δυσκολίες πρόσβασης στις δηµόσιες δοµές της Υγείας, την ανησυχητική αύξηση τους τελευταίους µήνες των µεταναστευτικών εισροών στην πατρίδα µας, την γκρίνια των µικροµεσαίων για τις επιβαρύνσεις.
Σε επίπεδο Βουλής, ο πρωθυπουργός είναι έτοιµος να δεχτεί πυρά από επτά -προς το παρόν- αρχηγούς κοµµάτων σε ένα κοινοβουλευτικό τοπίο χωρίς προσανατολισµό, µε βαθιές διαφωνίες ακόµα και ανάµεσα στους «µικρούς». Σε επίπεδο κόµµατος, η διαγραφή Σαµαρά µπορεί να ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσµα µιας τακτικής προκλήσεων από τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά είναι κοινό µυστικό πως κι εντός της Ν.∆. ελλοχεύουν απόψεις και εκτιµήσεις συγγενικές µε αυτές του κ. Σαµαρά, που ασκούν στο Μαξίµου µια αδιόρατη, πλην αισθητή, πίεση για στροφή προς τα (πιο) δεξιά.
Πώς θα αντιδράσει σε αυτά ο πρωθυπουργός; Μόλις πρόσφατα η κυβέρνηση έλαβε ένα ηχηρό µήνυµα από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, µε την επικράτηση του Ντόναλντ Τραµπ. Οι αριθµοί στις Ηνωµένες Πολιτείες ευηµερούν, η οικονοµία πάει πρίµα, αλλά το «µέρισµα» προς τους εργαζόµενους δεν έφτασε ποτέ στην τσέπη τους. Με µεγάλη προσοχή και πολλές αναγωγές, το µήνυµα αφορά και τη χώρα µας. Μπορεί τα µακροοικονοµικά µεγέθη να ευηµερούν, µπορεί -και σωστά- ο προϋπολογισµός του 2025 να στοχεύει στη σταθερότητα, αλλά αυτό δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την άµβλυνση των ανισοτήτων που πλήττουν τους εισοδηµατικά ασθενέστερους. Αυτός είναι ο λόγος που ο πρωθυπουργός, µιλώντας την περασµένη ∆ευτέρα στο υπουργικό συµβούλιο, µιλούσε για έναν πολιτικό οδικό χάρτη, «ο οποίος κρατά την πατρίδα µας σε µια σταθερή τροχιά προόδου, επιδιώκοντας στο εξής να µεταφράζει τους θετικούς δείκτες της ανάπτυξης σε ένα χειροπιαστό κοινωνικό αποτέλεσµα».
Το πώς θα γίνει αυτό κατορθωτό παραµένει ζητούµενο και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πιο δύσκολο για την κυβέρνηση, αφού, έπειτα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, σε αυτήν χρεώνουν οι πολίτες τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν στην καθηµερινότητά τους. Θα έλεγε κάποιος ότι µε κατακερµατισµένη τη Βουλή, η Ν.∆., ως η µόνη συνεκτική πολιτική δύναµη, θα «ζωγράφιζε» χωρίς, ουσιαστικά, αντίπαλο. Αν και διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία, εντούτοις αγκοµαχά και συχνά εκτίθεται µε δικά της «αυτογκόλ». Επιπλέον, δεν υπάρχει φαντασία στην εξουσία... Συνεπώς, επείγει ένα «όραµα» για τη διαχείριση της καθηµερινότητας, δηλαδή ένα ουσιαστικό σχέδιο µεταρρυθµίσεων και διασφάλισης υγιούς ανταγωνισµού, εάν θέλει η κυβέρνηση να ευδοκιµήσει ο πολιτικός οδικός χάρτης µέχρι το 2027.
*Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή
Τα όσα καταγράφουν οι δηµοσκοπήσεις αδιαµφισβήτητα δικαιώνουν τη φήµη τους: είναι οι φωτογραφίες της στιγµής, αγκοµαχούν να µετρήσουν τον ρυθµό των µεταβολών, χωρίς να εξάγονται ασφαλείς προβλέψεις για το αύριο. Ακριβώς αυτή η ρευστότητα είναι που υποσκάπτει τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2027. Είναι η αβεβαιότητα που αναθερµαίνει τα σενάρια τόσο για πρόωρες εκλογές όσο και για την αναθεώρηση του εκλογικού νόµου. Είναι οι αέναες διεργασίες σε όλο το πολιτικό φάσµα που µετατρέπουν την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από περίπατο για την κυβέρνηση σε δυσεπίλυτο γρίφο για τον πρωθυπουργό.
Ας ξεχωρίσουµε τρεις τάσεις που σηµατοδοτούν πιθανές εξελίξεις. Η µία αφορά την εν εξελίξει διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την εµφάνιση τριών -µέχρι στιγµής- σχηµατισµών που προέρχονται από τα σπλάχνα του. Αυτό σε µια πορεία δραµατικής συρρίκνωσης, αφού και τα τρία κόµµατα µαζί -ο εναποµείνας ΣΥΡΙΖΑ, το κόµµα Κασσελάκη και η Νέα Αριστερά-αγκοµαχούν να πιάσουν διψήφιο ποσοστό... Η δεύτερη είναι πως από τις «καραµπόλες» στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, ενός θεσµικού ρόλου, που υποστηρίζεται µε µόλις 31 βουλευτές!
Η τρίτη τάση αφορά την κυβέρνηση. ∆ηµοσκοπικά έχει δύο καλά νέα και έναν πονοκέφαλο. Φαίνεται πως η διαγραφή Σαµαρά δεν επηρεάζει αρνητικά τα ποσοστά της· αντίθετα, εµφανίζει ψήγµατα συσπείρωσης πιθανότατα από τον χώρο του Κέντρου. Επίσης, στον δείκτη της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο, µε 40% έναντι 15% του Νίκου Ανδρουλάκη (Interview). Οµως η Ν.∆. εξακολουθεί να έχει απώλειες της τάξης του 10% και πλέον σε σχέση µε τις περσινές εκλογές -όταν κέρδισε την αυτοδυναµία- και να κινείται εδώ και καιρό περί το 30%. Μπορεί µεν να προηγείται, αλλά δεν είναι αµελητέο πως η ψαλίδα µε το ΠΑΣΟΚ, δηµοσκοπικά κλείνει (27,2% έναντι 15,7%, Interview, 25,8% έναντι 17,4%, GPS).
Τι σηµαίνουν όλα αυτά; Αφήνουµε προς στιγµήν τα άλλα κόµµατα και εστιάζουµε στη Ν.∆. Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιµέτωπη µε µια επιδείνωση διαπιστωµένων παθογενειών. Πριν απ’ όλα, το δυσβάστακτο βάρος της ακρίβειας για τους πολίτες. Στη δηµοσκόπηση της GPO, το 89,3% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι δυσκολεύονται στην καθηµερινότητά τους λόγω της ακρίβειας. Οµως εκτός από αυτήν την πληγή, η δυσφορία -που τείνει να λάβει µόνιµα χαρακτηριστικά- αφορά και άλλες παραµέτρους, όπως το ξεχαρβάλωµα στις δηµόσιες µεταφορές, το ατελείωτο µποτιλιάρισµα καθηµερινά στο κέντρο, αλλά και στο «ποτάµι», τις δυσκολίες πρόσβασης στις δηµόσιες δοµές της Υγείας, την ανησυχητική αύξηση τους τελευταίους µήνες των µεταναστευτικών εισροών στην πατρίδα µας, την γκρίνια των µικροµεσαίων για τις επιβαρύνσεις.
Σε επίπεδο Βουλής, ο πρωθυπουργός είναι έτοιµος να δεχτεί πυρά από επτά -προς το παρόν- αρχηγούς κοµµάτων σε ένα κοινοβουλευτικό τοπίο χωρίς προσανατολισµό, µε βαθιές διαφωνίες ακόµα και ανάµεσα στους «µικρούς». Σε επίπεδο κόµµατος, η διαγραφή Σαµαρά µπορεί να ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσµα µιας τακτικής προκλήσεων από τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά είναι κοινό µυστικό πως κι εντός της Ν.∆. ελλοχεύουν απόψεις και εκτιµήσεις συγγενικές µε αυτές του κ. Σαµαρά, που ασκούν στο Μαξίµου µια αδιόρατη, πλην αισθητή, πίεση για στροφή προς τα (πιο) δεξιά.
Πώς θα αντιδράσει σε αυτά ο πρωθυπουργός; Μόλις πρόσφατα η κυβέρνηση έλαβε ένα ηχηρό µήνυµα από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, µε την επικράτηση του Ντόναλντ Τραµπ. Οι αριθµοί στις Ηνωµένες Πολιτείες ευηµερούν, η οικονοµία πάει πρίµα, αλλά το «µέρισµα» προς τους εργαζόµενους δεν έφτασε ποτέ στην τσέπη τους. Με µεγάλη προσοχή και πολλές αναγωγές, το µήνυµα αφορά και τη χώρα µας. Μπορεί τα µακροοικονοµικά µεγέθη να ευηµερούν, µπορεί -και σωστά- ο προϋπολογισµός του 2025 να στοχεύει στη σταθερότητα, αλλά αυτό δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την άµβλυνση των ανισοτήτων που πλήττουν τους εισοδηµατικά ασθενέστερους. Αυτός είναι ο λόγος που ο πρωθυπουργός, µιλώντας την περασµένη ∆ευτέρα στο υπουργικό συµβούλιο, µιλούσε για έναν πολιτικό οδικό χάρτη, «ο οποίος κρατά την πατρίδα µας σε µια σταθερή τροχιά προόδου, επιδιώκοντας στο εξής να µεταφράζει τους θετικούς δείκτες της ανάπτυξης σε ένα χειροπιαστό κοινωνικό αποτέλεσµα».
Το πώς θα γίνει αυτό κατορθωτό παραµένει ζητούµενο και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πιο δύσκολο για την κυβέρνηση, αφού, έπειτα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, σε αυτήν χρεώνουν οι πολίτες τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν στην καθηµερινότητά τους. Θα έλεγε κάποιος ότι µε κατακερµατισµένη τη Βουλή, η Ν.∆., ως η µόνη συνεκτική πολιτική δύναµη, θα «ζωγράφιζε» χωρίς, ουσιαστικά, αντίπαλο. Αν και διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία, εντούτοις αγκοµαχά και συχνά εκτίθεται µε δικά της «αυτογκόλ». Επιπλέον, δεν υπάρχει φαντασία στην εξουσία... Συνεπώς, επείγει ένα «όραµα» για τη διαχείριση της καθηµερινότητας, δηλαδή ένα ουσιαστικό σχέδιο µεταρρυθµίσεων και διασφάλισης υγιούς ανταγωνισµού, εάν θέλει η κυβέρνηση να ευδοκιµήσει ο πολιτικός οδικός χάρτης µέχρι το 2027.
*Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή