Οι απώλειες στο Κέντρο, οι πιέσεις δεξιά της Ν.∆. και το αναγκαίο rebranding
Άρθρο γνώμης
H κυβερνητική ατζέντα, με ορίζοντα τις εκλογές του 2027, θέλει αναθεώρηση, ξαναγράψιμο, σε συνθήκες εξαιρετικά πιο δύσκολες σε σχέση με το 2019 ή ακόμα το 2023
Μπορεί να χαθεί το πλεονέκτηµα του ανοίγµατος της Ν.∆. προς το Κέντρο -που της χάρισε δύο νίκες αυτοδυναµίας το 2019 και το 2023- µέσα στο σκηνικό έντονης ρευστότητας; Μπορεί το εγχείρηµα του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αρχηγία της Ν.∆., για «ειρηνική συνύπαρξη» της δεξιάς συνιστώσας µε την κεντρώα απόχρωση, να έχει εξαντλήσει τη δυναµική του; Μήπως το ατού της κεντροδεξιάς σύνθεσης είναι πλέον δύσκολο να αντέξει στις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται εντός της Ν.∆., µέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον ρευστότητας; Οι τελευταίες δηµοσκοπικές µετρήσεις αποτυπώνουν τον βαθµό δυσκολίας για την κυβερνητική παράταξη.
Ας δούµε ορισµένα ευρήµατα για το τι συµβαίνει στη µια και την άλλη όχθη της κυβερνητικής παράταξης. Στα δεξιά της Ν.∆. καταγράφεται µεγάλη διασπορά ψήφου της τάξης του 15% κυρίως προς Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής και Νίκη. Στις απώλειες της Ν.∆. -που υπολείπεται και στη συσπείρωση- καταγράφονται ένα 5% στη Φωνή Λογικής και ένα 3,3% στην Ελληνική Λύση (σύνολο 8,3%, MARC).
Οι διαρροές αυτές ωστόσο δεν είναι τωρινές, καταγράφονται εδώ και καιρό. Εκτός των άλλων, µπορεί κάποιος να σηµειώσει ότι η διαγραφή του Αντώνη Σαµαρά από τη Ν.∆. δεν έφερε πνοή ενίσχυσης στα κόµµατα αυτά. Παράλληλα, πρόβληµα συνιστούν και οι µεταξύ τους αντιθέσεις: η ένταση ανάµεσα στην Ελληνική Λύση και τη Φωνή Λογικής καλά κρατεί, ενώ εσωτερική κρίση βιώνει και η Νίκη µε τη... στάση των «κοσµικών» του κόµµατος. Είναι ακόµα και το µειωµένο ακροατήριο που γοητεύεται από τις εθνικιστικές κορόνες και επιθυµεί ένταση µε την Τουρκία, καθώς οι δύο στους τρεις πολίτες επιθυµούν τη συνέχιση του βήµα προς βήµα διαλόγου µε την Αγκυρα (το ίδιο επιθυµούν οκτώ στους δέκα, που δηλώνουν ότι ψηφίζουν Ν.∆.!).
Σε κάθε περίπτωση είναι αυτό το 15% που ωθεί ορισµένους στη Ν.∆. να θεωρούν ότι η κυβερνητική ατζέντα πρέπει να αποκτήσει εντονότερη δεξιά χροιά, ένα είδος επιστροφής στις συντηρητικές ρίζες ή, εν πάση περιπτώσει, αλλαγή του µίγµατος πολιτικής που να παίρνει υπόψη της την πραγµατικότητα δεξιά της Ν.∆. Αν όµως υποθέσουµε πως αυτή είναι η λύση για την ενίσχυση της Ν.∆., τι γίνεται στην «άλλη όχθη», αυτή του Κέντρου; Στη δηµοσκόπηση της MARC υπάρχει µια µέτρηση που συναρτά την πρόθεση ψήφου µε βάση το πώς αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ο κάθε ερωτώµενος. Σε ό,τι αφορά αυτούς που δηλώνουν ότι κινούνται στο Κέντρο, η Ν.∆. συγκεντρώνει το 24,4%, ενώ το ΠΑΣΟΚ πρώτη φορά υπερέχει, µε 30,1%.
Η µετατόπιση αυτή ανιχνεύεται και στον τοµέα των διαρροών των κοµµάτων προς άλλους σχηµατισµούς. Οι απώλειες της Ν.∆. προς το ΠΑΣΟΚ καταγράφονται στο 7,8%, µε αντίστροφες εισροές στο 2,6%. Καθαρές απώλειες δηλαδή προς το ΠΑΣΟΚ της τάξης του 5%. Βλέποντας και τις εισροές του ΠΑΣΟΚ διαπιστώνει κανείς ότι αυτές δεν προέρχονται αποκλειστικά από την αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ -εισπράττει βέβαια ένα 14% από εκεί- αλλά, όπως είδαµε, µε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, και από τη Ν.∆. Αρα, υπάρχουν και οι φωνές στη Ν.∆. που προειδοποιούν να µην υποτιµηθούν οι απώλειες που καταγράφονται στον χώρο του Κέντρου. Οτι η «κρίσιµη µάζα» για την πολιτική υπεροχή της κυβερνητικής παράταξης µέχρι σήµερα είναι ακριβώς η υπεροχή της στον χώρο του Κέντρου, που δέχεται τις πρώτες προειδοποιητικές βολές από το ΠΑΣΟΚ, ως θεσµικού πλέον παράγοντα αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Συνεπώς, η κυβερνητική ατζέντα, µε ορίζοντα τις εκλογές του 2027, θέλει αναθεώρηση, ξαναγράψιµο, σε συνθήκες εξαιρετικά πιο δύσκολες σε σχέση µε το 2019 ή ακόµα το 2023.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισµός εξακολουθούν να αποτελούν ανυπέρβλητο, µέχρι στιγµής, τείχος για µια διορθωτική πορεία που θα οδηγήσει σε επαναπατρισµό δυσαρεστηµένων. Η κυβέρνηση δεν έχει βρει τον συνδετικό κρίκο ανάµεσα στις θετικές µακροοικονοµικές τάσεις και στον θυµό ή την απογοήτευση πολιτών που δεν εισπράττουν το «µέρισµα» από τη διαφηµισµένη ανάπτυξη. Οι πολιτικές απέναντι στη µεσαία τάξη θα παίξουν επίσης καθοριστικό ρόλο. Η φορολογική πολιτική, παρά τις ελαφρύνσεις, µετατρέπεται σε βαρόµετρο για τη βιωσιµότητα πολλών επιχειρήσεων. Οι µεταρρυθµίσεις, που αφήνουν το αποτύπωµά τους στην καθηµερινότητα των πολιτών, είναι ακόµη ζητούµενο. Η αβεβαιότητα στον διεθνή περίγυρο, η αστάθεια στην Ευρώπη δίνουν το δικαίωµα στην κυβέρνηση να προτάσσει την ανάγκη σταθερότητας στο τιµόνι της χώρας, αλλά, όπως είπε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «προς Θεού, η σταθερότητα από µόνη της δεν λύνει όλα τα προβλήµατα».
Οι παρεµβάσεις στο κυκλοφοριακό, τις µεταφορές, για παράδειγµα, θα ήταν µια µεγάλη ανατροπή για τα καθηµερινά µαρτύρια εκατοµµυρίων συµπολιτών µας. Το παράδειγµα του Μετρό της Θεσσαλονίκης δείχνει πώς µπορεί να αλλάξει συνολικά η ψυχολογία µιας ολόκληρης πόλης και να επανέλθει η αισιοδοξία, που λείπει από τη χώρα.
Με άλλα λόγια, το θέµα δεν είναι τόσο απλό, δηλαδή να µπατάρει η κυβέρνηση δεξιά ή αριστερά για να αντισταθµίσει τις φθορές της. Το θέµα ήταν, είναι και παραµένει το rebranding της κυβερνητικής πολιτικής στους άξονες που προαναφέραµε. Πέρα από τις ιδεολογικές προτιµήσεις, τις ψυχώσεις, οι πολίτες µετρούν καθηµερινά βιώσιµες προτάσεις και αποτέλεσµα - και κρίνουν.
Ας δούµε ορισµένα ευρήµατα για το τι συµβαίνει στη µια και την άλλη όχθη της κυβερνητικής παράταξης. Στα δεξιά της Ν.∆. καταγράφεται µεγάλη διασπορά ψήφου της τάξης του 15% κυρίως προς Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής και Νίκη. Στις απώλειες της Ν.∆. -που υπολείπεται και στη συσπείρωση- καταγράφονται ένα 5% στη Φωνή Λογικής και ένα 3,3% στην Ελληνική Λύση (σύνολο 8,3%, MARC).
Οι διαρροές αυτές ωστόσο δεν είναι τωρινές, καταγράφονται εδώ και καιρό. Εκτός των άλλων, µπορεί κάποιος να σηµειώσει ότι η διαγραφή του Αντώνη Σαµαρά από τη Ν.∆. δεν έφερε πνοή ενίσχυσης στα κόµµατα αυτά. Παράλληλα, πρόβληµα συνιστούν και οι µεταξύ τους αντιθέσεις: η ένταση ανάµεσα στην Ελληνική Λύση και τη Φωνή Λογικής καλά κρατεί, ενώ εσωτερική κρίση βιώνει και η Νίκη µε τη... στάση των «κοσµικών» του κόµµατος. Είναι ακόµα και το µειωµένο ακροατήριο που γοητεύεται από τις εθνικιστικές κορόνες και επιθυµεί ένταση µε την Τουρκία, καθώς οι δύο στους τρεις πολίτες επιθυµούν τη συνέχιση του βήµα προς βήµα διαλόγου µε την Αγκυρα (το ίδιο επιθυµούν οκτώ στους δέκα, που δηλώνουν ότι ψηφίζουν Ν.∆.!).
Σε κάθε περίπτωση είναι αυτό το 15% που ωθεί ορισµένους στη Ν.∆. να θεωρούν ότι η κυβερνητική ατζέντα πρέπει να αποκτήσει εντονότερη δεξιά χροιά, ένα είδος επιστροφής στις συντηρητικές ρίζες ή, εν πάση περιπτώσει, αλλαγή του µίγµατος πολιτικής που να παίρνει υπόψη της την πραγµατικότητα δεξιά της Ν.∆. Αν όµως υποθέσουµε πως αυτή είναι η λύση για την ενίσχυση της Ν.∆., τι γίνεται στην «άλλη όχθη», αυτή του Κέντρου; Στη δηµοσκόπηση της MARC υπάρχει µια µέτρηση που συναρτά την πρόθεση ψήφου µε βάση το πώς αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ο κάθε ερωτώµενος. Σε ό,τι αφορά αυτούς που δηλώνουν ότι κινούνται στο Κέντρο, η Ν.∆. συγκεντρώνει το 24,4%, ενώ το ΠΑΣΟΚ πρώτη φορά υπερέχει, µε 30,1%.
H κυβερνητική ατζέντα, με ορίζοντα τις εκλογές του 2027, θέλει αναθεώρηση, ξαναγράψιμο, σε συνθήκες εξαιρετικά πιο δύσκολες σε σχέση με το 2019 ή ακόμα το 2023
Η µετατόπιση αυτή ανιχνεύεται και στον τοµέα των διαρροών των κοµµάτων προς άλλους σχηµατισµούς. Οι απώλειες της Ν.∆. προς το ΠΑΣΟΚ καταγράφονται στο 7,8%, µε αντίστροφες εισροές στο 2,6%. Καθαρές απώλειες δηλαδή προς το ΠΑΣΟΚ της τάξης του 5%. Βλέποντας και τις εισροές του ΠΑΣΟΚ διαπιστώνει κανείς ότι αυτές δεν προέρχονται αποκλειστικά από την αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ -εισπράττει βέβαια ένα 14% από εκεί- αλλά, όπως είδαµε, µε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, και από τη Ν.∆. Αρα, υπάρχουν και οι φωνές στη Ν.∆. που προειδοποιούν να µην υποτιµηθούν οι απώλειες που καταγράφονται στον χώρο του Κέντρου. Οτι η «κρίσιµη µάζα» για την πολιτική υπεροχή της κυβερνητικής παράταξης µέχρι σήµερα είναι ακριβώς η υπεροχή της στον χώρο του Κέντρου, που δέχεται τις πρώτες προειδοποιητικές βολές από το ΠΑΣΟΚ, ως θεσµικού πλέον παράγοντα αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Συνεπώς, η κυβερνητική ατζέντα, µε ορίζοντα τις εκλογές του 2027, θέλει αναθεώρηση, ξαναγράψιµο, σε συνθήκες εξαιρετικά πιο δύσκολες σε σχέση µε το 2019 ή ακόµα το 2023.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισµός εξακολουθούν να αποτελούν ανυπέρβλητο, µέχρι στιγµής, τείχος για µια διορθωτική πορεία που θα οδηγήσει σε επαναπατρισµό δυσαρεστηµένων. Η κυβέρνηση δεν έχει βρει τον συνδετικό κρίκο ανάµεσα στις θετικές µακροοικονοµικές τάσεις και στον θυµό ή την απογοήτευση πολιτών που δεν εισπράττουν το «µέρισµα» από τη διαφηµισµένη ανάπτυξη. Οι πολιτικές απέναντι στη µεσαία τάξη θα παίξουν επίσης καθοριστικό ρόλο. Η φορολογική πολιτική, παρά τις ελαφρύνσεις, µετατρέπεται σε βαρόµετρο για τη βιωσιµότητα πολλών επιχειρήσεων. Οι µεταρρυθµίσεις, που αφήνουν το αποτύπωµά τους στην καθηµερινότητα των πολιτών, είναι ακόµη ζητούµενο. Η αβεβαιότητα στον διεθνή περίγυρο, η αστάθεια στην Ευρώπη δίνουν το δικαίωµα στην κυβέρνηση να προτάσσει την ανάγκη σταθερότητας στο τιµόνι της χώρας, αλλά, όπως είπε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «προς Θεού, η σταθερότητα από µόνη της δεν λύνει όλα τα προβλήµατα».
Οι παρεµβάσεις στο κυκλοφοριακό, τις µεταφορές, για παράδειγµα, θα ήταν µια µεγάλη ανατροπή για τα καθηµερινά µαρτύρια εκατοµµυρίων συµπολιτών µας. Το παράδειγµα του Μετρό της Θεσσαλονίκης δείχνει πώς µπορεί να αλλάξει συνολικά η ψυχολογία µιας ολόκληρης πόλης και να επανέλθει η αισιοδοξία, που λείπει από τη χώρα.
Με άλλα λόγια, το θέµα δεν είναι τόσο απλό, δηλαδή να µπατάρει η κυβέρνηση δεξιά ή αριστερά για να αντισταθµίσει τις φθορές της. Το θέµα ήταν, είναι και παραµένει το rebranding της κυβερνητικής πολιτικής στους άξονες που προαναφέραµε. Πέρα από τις ιδεολογικές προτιµήσεις, τις ψυχώσεις, οι πολίτες µετρούν καθηµερινά βιώσιµες προτάσεις και αποτέλεσµα - και κρίνουν.
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»