Αποχή, δυσαρέσκεια και αναποφάσιστοι, μια τριπλή πρόκληση για το πολιτικό σύστηµα
Άρθρο γνώμης
Αν τα κόμματα που κυβερνούν ή επιθυμούν να κυβερνήσουν (ή να συγκυβερνήσουν) θέλουν να ξαναδούν το ποτήρι μισογεμάτο, οφείλουν να ψηλαφήσουν τις αιτίες της δυσαρέσκειας των πολιτών
Πολλές φορές πολιτικοί και κόµµατα θέλουν να βλέπουν το ποτήρι των ερευνών και δηµοσκοπήσεων µισογεµάτο και όχι µισοάδειο. Ετσι, οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν τη Ν.∆. να κινείται γύρω στο 25% στην πρόθεση ψήφου, κάτω δηλαδή από το ποσοστό που κατέγραψε στις ευρωεκλογές του περασµένου Ιουνίου (28,31%). Ωστόσο, διατηρείται σταθερά στην πρώτη θέση των προτιµήσεων, έχει σταθερό προβάδισµα κ.λπ. (µισογεµάτο ποτήρι).
Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ στη δηµοσκόπηση της ALCO ανεβαίνει βασανιστικά στο 15,9% (από 15,3% του προηγούµενου µήνα), αλλά είναι πλέον το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης (µισογεµάτο ποτήρι) κυρίως λόγω της αποσύνθεσης που επήλθε στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Για τα µικρότερα κόµµατα δεν µετρούν τόσο οι διακυµάνσεις στις δηµοσκοπικές τους επιδόσεις όσο η ενίσχυση της εικόνας του πολυκερµατισµού, που ούτε λίγο ούτε πολύ αφορά το 50% της κοινής γνώµης. Οµως, οι δηµοσκοπήσεις δεν απεικονίζουν µόνο τα ποσοστά, τις πρωτιές και τους συσχετισµούς δυνάµεων, όπως καταγράφονται στις «φωτογραφίες της στιγµής». Ή, για να είµαστε ακριβείς, δεν αρκεί να εστιάζουµε µόνο στα ποσοστά των κοµµάτων - όχι πως δεν έχουν και αυτά τη σηµασία τους.
Ας δούµε, όµως, την γκρίζα ζώνη των µετρήσεων, όπως καταγράφεται, για παράδειγµα, στην τελευταία δηµοσκόπηση της ALCO. Κατ’ αρχάς, στη µέτρηση για τα ποσοστά των κοµµάτων οι αναποφάσιστοι και οι απέχοντες συγκεντρώνουν ένα ποσοστό 21%. ∆εύτερο κόµµα, δηλαδή… Πάµε τώρα στο ερώτηµα για το πρόβληµα των προβληµάτων, την ακρίβεια, όπου η κυβέρνηση εξακολουθεί να ηττάται κατά κράτος: οι εννιά στους δέκα δηλώνουν δυσαρεστηµένοι - και, πραγµατικά, είναι να αναρωτιέται κανείς πώς µπορεί η κυβέρνηση να κατορθώσει να αναστρέψει αυτήν τη µονιµότητα της δυσφορίας για την ακρίβεια. Αλλος ένας ενδιαφέρων δείκτης διαµορφώνεται από τις απαντήσεις στο ερώτηµα «Ποιοι δύο θεωρείτε ότι είναι οι πιο επιτυχηµένοι υπουργοί;». Στο σύνολο των απαντήσεων, το 52% δηλώνει «κανένας»...
Η αποδοκιµασία για τους υπουργούς αντανακλά µια γενικότερη κρίση εµπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, που, κανονικά, θα έκανε τα κόµµατα της αντιπολίτευσης -κυρίως το ΠΑΣΟΚ σε αυτήν τη συγκυρία- να τρίβουν τα χέρια τους. Οµως, όχι. Στην ίδια έρευνα της ALCO, τα µαντάτα για την αντιπολίτευση δεν είναι καθόλου ευχάριστα. ∆ιότι στο κρίσιµο ερώτηµα «Ποιο κόµµα της αντιπολίτευσης πιστεύετε ότι µπορεί να προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης;» το 44% απαντά «κανένα κόµµα»!
Αρα, ερχόµαστε να διαπιστώσουµε ένα γενικευµένο κλίµα δυσαρέσκειας απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήµατος και ιδιαίτερα απέναντι στο κυβερνών κόµµα, αλλά και στα µεγαλύτερα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε ό,τι αυτό σηµαίνει για τα πολιτικά πράγµατα του τόπου. Το φαινόµενο δεν είναι, βεβαίως, σηµερινό. Ηδη από τις ευρωεκλογές του περασµένου Ιουνίου είχαν χτυπήσει τα καµπανάκια για την πολιτική συµπεριφορά των συµπολιτών µας. Θυµίζουµε ότι η αποχή έσπασε κάθε ρεκόρ, φτάνοντας στο χωρίς προηγούµενο ποσοστό του 60%.
Τα στοιχεία όλων των πρόσφατων δηµοσκοπήσεων φανερώνουν ότι οι αιτίες που προκάλεσαν την αποχή-ρεκόρ στην ευρωκάλπη όχι µόνο δεν εξέλιπαν, αλλά συνεχίζουν να τροφοδοτούν µε αρνητικό φορτίο τη θεώρηση µεγάλης µερίδας της κοινής γνώµης για το κοµµατικό στερέωµα. Πολύ πιο περίπλοκο αναδεικνύεται το πρόβληµα της πολιτικής συµπεριφοράς των νέων, που φαίνεται να «γεµίζει» κατά προτεραιότητα τα ποσοστά της αποχής και της γενικευµένης δυσαρέσκειας που καταγράφουν οι δηµοσκοπήσεις. Σύµφωνα µε έρευνα του γερµανικού ιδρύµατος FriedrichEbert-Stiftung, το 60% των νέων έως 29 ετών στην Ελλάδα δηλώνει πως νιώθει ότι τα συµφέροντά του δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει µια έλλειψη αντιπροσώπευσης των νέων ψηφοφόρων. Είναι προφανές ότι η πολιτική συµπεριφορά των νέων θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές αναµετρήσεις του όχι και πολύ µακρινού µέλλοντος. Και, ρίχνοντας µια µατιά στις επιδόσεις τόσο της Ν.∆. όσο και του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές του περασµένου Ιουνίου, το µισογεµάτο ποτήρι φαίνεται να αδειάζει ακόµα περισσότερο... Σε έρευνα της Eteron για την ψήφο των νέων στις ευρωεκλογές, µε βάση τα exit polls πέντε µεγάλων εταιρειών δηµοσκοπήσεων, ξεχωρίζουµε τρεις διαπιστώσεις. Η πρώτη ότι η Ν.∆. έχασε την πρωτιά που είχε στις νεότερες ηλικίες των 17-34 ετών στις εθνικές εκλογές του 2023.
Το ΠΑΣΟΚ είχε µια οριακή βελτίωση στις δύο πιο νεανικές επιδόσεις, αλλά µείωση στους ψηφοφόρους από 25-34 ετών. Και, ακόµα, η αύξηση των ποσοστών ανάµεσα στους νέους για την Ελληνική Λύση, τη «Νίκη» και τη Φωνή Λογικής, που εισήλθε στην Ευρωβουλή, φανερώνει ότι υπάρχει ένα αυξανόµενο ρεύµα προς τα κόµµατα αυτά.
Συµπέρασµα; Αν τα κόµµατα που κυβερνούν ή επιθυµούν να κυβερνήσουν (ή να συγκυβερνήσουν) θέλουν να ξαναδούν το ποτήρι µισογεµάτο και λίγο παραπάνω, οφείλουν να ψηλαφήσουν τις αιτίες της δυσαρέσκειας των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων, και να αναζητήσουν εναλλακτικές πολιτικές, που θα δίνουν απασχόληση, ελπίδα και προοπτική. Η υποχρέωση αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση, αλλά και το φιλόδοξο πλέον ΠΑΣΟΚ, µε την ευνοϊκή γι’ αυτό πολιτική συγκυρία.
Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ στη δηµοσκόπηση της ALCO ανεβαίνει βασανιστικά στο 15,9% (από 15,3% του προηγούµενου µήνα), αλλά είναι πλέον το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης (µισογεµάτο ποτήρι) κυρίως λόγω της αποσύνθεσης που επήλθε στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Για τα µικρότερα κόµµατα δεν µετρούν τόσο οι διακυµάνσεις στις δηµοσκοπικές τους επιδόσεις όσο η ενίσχυση της εικόνας του πολυκερµατισµού, που ούτε λίγο ούτε πολύ αφορά το 50% της κοινής γνώµης. Οµως, οι δηµοσκοπήσεις δεν απεικονίζουν µόνο τα ποσοστά, τις πρωτιές και τους συσχετισµούς δυνάµεων, όπως καταγράφονται στις «φωτογραφίες της στιγµής». Ή, για να είµαστε ακριβείς, δεν αρκεί να εστιάζουµε µόνο στα ποσοστά των κοµµάτων - όχι πως δεν έχουν και αυτά τη σηµασία τους.
Ας δούµε, όµως, την γκρίζα ζώνη των µετρήσεων, όπως καταγράφεται, για παράδειγµα, στην τελευταία δηµοσκόπηση της ALCO. Κατ’ αρχάς, στη µέτρηση για τα ποσοστά των κοµµάτων οι αναποφάσιστοι και οι απέχοντες συγκεντρώνουν ένα ποσοστό 21%. ∆εύτερο κόµµα, δηλαδή… Πάµε τώρα στο ερώτηµα για το πρόβληµα των προβληµάτων, την ακρίβεια, όπου η κυβέρνηση εξακολουθεί να ηττάται κατά κράτος: οι εννιά στους δέκα δηλώνουν δυσαρεστηµένοι - και, πραγµατικά, είναι να αναρωτιέται κανείς πώς µπορεί η κυβέρνηση να κατορθώσει να αναστρέψει αυτήν τη µονιµότητα της δυσφορίας για την ακρίβεια. Αλλος ένας ενδιαφέρων δείκτης διαµορφώνεται από τις απαντήσεις στο ερώτηµα «Ποιοι δύο θεωρείτε ότι είναι οι πιο επιτυχηµένοι υπουργοί;». Στο σύνολο των απαντήσεων, το 52% δηλώνει «κανένας»...
Η αποδοκιµασία για τους υπουργούς αντανακλά µια γενικότερη κρίση εµπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, που, κανονικά, θα έκανε τα κόµµατα της αντιπολίτευσης -κυρίως το ΠΑΣΟΚ σε αυτήν τη συγκυρία- να τρίβουν τα χέρια τους. Οµως, όχι. Στην ίδια έρευνα της ALCO, τα µαντάτα για την αντιπολίτευση δεν είναι καθόλου ευχάριστα. ∆ιότι στο κρίσιµο ερώτηµα «Ποιο κόµµα της αντιπολίτευσης πιστεύετε ότι µπορεί να προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης;» το 44% απαντά «κανένα κόµµα»!
Αρα, ερχόµαστε να διαπιστώσουµε ένα γενικευµένο κλίµα δυσαρέσκειας απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήµατος και ιδιαίτερα απέναντι στο κυβερνών κόµµα, αλλά και στα µεγαλύτερα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε ό,τι αυτό σηµαίνει για τα πολιτικά πράγµατα του τόπου. Το φαινόµενο δεν είναι, βεβαίως, σηµερινό. Ηδη από τις ευρωεκλογές του περασµένου Ιουνίου είχαν χτυπήσει τα καµπανάκια για την πολιτική συµπεριφορά των συµπολιτών µας. Θυµίζουµε ότι η αποχή έσπασε κάθε ρεκόρ, φτάνοντας στο χωρίς προηγούµενο ποσοστό του 60%.
Τα στοιχεία όλων των πρόσφατων δηµοσκοπήσεων φανερώνουν ότι οι αιτίες που προκάλεσαν την αποχή-ρεκόρ στην ευρωκάλπη όχι µόνο δεν εξέλιπαν, αλλά συνεχίζουν να τροφοδοτούν µε αρνητικό φορτίο τη θεώρηση µεγάλης µερίδας της κοινής γνώµης για το κοµµατικό στερέωµα. Πολύ πιο περίπλοκο αναδεικνύεται το πρόβληµα της πολιτικής συµπεριφοράς των νέων, που φαίνεται να «γεµίζει» κατά προτεραιότητα τα ποσοστά της αποχής και της γενικευµένης δυσαρέσκειας που καταγράφουν οι δηµοσκοπήσεις. Σύµφωνα µε έρευνα του γερµανικού ιδρύµατος FriedrichEbert-Stiftung, το 60% των νέων έως 29 ετών στην Ελλάδα δηλώνει πως νιώθει ότι τα συµφέροντά του δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Το στοιχείο αυτό υποδεικνύει µια έλλειψη αντιπροσώπευσης των νέων ψηφοφόρων. Είναι προφανές ότι η πολιτική συµπεριφορά των νέων θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές αναµετρήσεις του όχι και πολύ µακρινού µέλλοντος. Και, ρίχνοντας µια µατιά στις επιδόσεις τόσο της Ν.∆. όσο και του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές του περασµένου Ιουνίου, το µισογεµάτο ποτήρι φαίνεται να αδειάζει ακόµα περισσότερο... Σε έρευνα της Eteron για την ψήφο των νέων στις ευρωεκλογές, µε βάση τα exit polls πέντε µεγάλων εταιρειών δηµοσκοπήσεων, ξεχωρίζουµε τρεις διαπιστώσεις. Η πρώτη ότι η Ν.∆. έχασε την πρωτιά που είχε στις νεότερες ηλικίες των 17-34 ετών στις εθνικές εκλογές του 2023.
Το ΠΑΣΟΚ είχε µια οριακή βελτίωση στις δύο πιο νεανικές επιδόσεις, αλλά µείωση στους ψηφοφόρους από 25-34 ετών. Και, ακόµα, η αύξηση των ποσοστών ανάµεσα στους νέους για την Ελληνική Λύση, τη «Νίκη» και τη Φωνή Λογικής, που εισήλθε στην Ευρωβουλή, φανερώνει ότι υπάρχει ένα αυξανόµενο ρεύµα προς τα κόµµατα αυτά.
Συµπέρασµα; Αν τα κόµµατα που κυβερνούν ή επιθυµούν να κυβερνήσουν (ή να συγκυβερνήσουν) θέλουν να ξαναδούν το ποτήρι µισογεµάτο και λίγο παραπάνω, οφείλουν να ψηλαφήσουν τις αιτίες της δυσαρέσκειας των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων, και να αναζητήσουν εναλλακτικές πολιτικές, που θα δίνουν απασχόληση, ελπίδα και προοπτική. Η υποχρέωση αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση, αλλά και το φιλόδοξο πλέον ΠΑΣΟΚ, µε την ευνοϊκή γι’ αυτό πολιτική συγκυρία.
*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»