Τη σηµασία της σταθερότητας της χώρας σε ένα ασταθές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον υπογράµµισε ο πρωθυπουργός, στην οµιλία του στη Βουλή για τον Προϋπολογισµό του 2025. Την εκτίµηση αυτή συµπλήρωσε ο Γιάννης Βούλγαρης, σηµειώνοντας πως «η σταθερότητα και η συναίνεση είναι προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα της χώρας, τόσο αναγκαία σε έναν κόσµο αβεβαιότητας και αστάθειας» («Τα Νέα», 14.12.2024). Ο ίδιος προσθέτει πως, σε ένα σκηνικό διεθνούς αναταραχής, «η Ελλάδα φαντάζει εστία σταθερότητας. ∆εν είµαστε συνηθισµένοι, ιδίως µετά την κρίση του 2008, να έχουµε τέτοιο προνόµιο. Ας το χαρούµε όσο διαρκεί, γιατί τα καλά κρατάνε λίγο».

Πόσο λίγο; Είναι στο χέρι µας, άραγε, να διαρκέσει περισσότερο; Η κουβέντα µόλις έχει αρχίσει και έχει αφετηρία, κυρίως, τις δραµατικές εξελίξεις στον περίγυρό µας: οι πόλεµοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή δεν λένε να σταµατήσουν, η περιδίνηση της Ευρώπης σε µια κρίση διαρκείας είναι εξόφθαλµη, η Γερµανία πάει σε εκλογές µε αβέβαια έκβαση εν µέσω οικονοµικής κρίσης χωρίς προηγούµενο, η Γαλλία κυβερνάται µε... δωδεκατηµόρια. Είναι αδύνατο να υποθέσει κάποιος ότι η χώρα µας µπορεί επί µακρόν να µείνει ανεπηρέαστη από εξωγενείς παράγοντες, σε έναν κόσµο που από το 2025, µε την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραµπ, λίγα πράγµατα θα θυµίζουν το χθες. Οχι πως η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια στη µεταµνηµονιακή εποχή, δεν µπορεί να παίξει έναν σηµαντικό και πάντως διακριτό ρόλο στην πολιτική και διπλωµατική αρένα, κυρίως εντός της Ε.Ε.

Σε αντίθεση µε το τοπίο που περιγράφουµε, η Ελλάδα όντως διανύει µια φάση σταθερότητας και, εσχάτως, συναίνεσης. Η σταθερότητα όµως είναι συνυφασµένη µε ένα «ελληνικό παράδοξο». Η Ν.∆. είναι εδώ και πέντε χρόνια η κυρίαρχη πολιτική δύναµη και κυβερνά τον τόπο αυτοδύναµα. Παρά τις απώλειες και τη φθορά που καταγράφει τον τελευταίο ενάµιση χρόνο, βρίσκεται απέναντι σε µια κατακερµατισµένη αντιπολίτευση, που µεταλλάσσεται συνεχώς, ως κινούµενη άµµος, µε διασπάσεις, αυτοµολήσεις, αντάρτικα, κόµµατα υπό διάλυση (Σπαρτιάτες). Οµως ας µην είµαστε µονοδιάστατοι. Η βασική µεταβολή στον χώρο της αντιπολίτευσης προήλθε από τις αλυσιδωτές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόπισή του -µε δική του ευθύνη- από τη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ ως δεύτερης κοινοβουλευτικά δύναµης.

Κι εδώ εντοπίζεται το «ελληνικό παράδοξο». Αν κοιτάξει κανείς τις δηµοκοπικές στήλες µε τα ποσοστά των κοµµάτων, θα εκπλαγεί από τον συνωστισµό άνω του 3%. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχαµε τον ορισµό της πολιτικής αστάθειας. Οµως εσχάτως γινόµαστε µάρτυρες ενός νέου πολιτικού διπόλου, µε πρωταγωνιστές τη Ν.∆. και το ΠΑΣΟΚ. Ενα δίπολο που όχι µόνο απειλεί την εσωτερική πολιτική σταθερότητα, αλλά αναδεικνύει -πρώτη φορά έπειτα από χρόνια- µια διάθεση συναίνεσης για κρίσιµα θέµατα και συζήτησης στη βάση πραγµατικών προβληµάτων. Από την άποψη αυτή η αντιµετάθεση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ στο πόστο της αξιωµατικής αντιπολίτευσης είναι σηµαντική, γιατί έδωσε ακόµη ένα αποφασιστικό πλήγµα στην τοξικότητα και τον λαϊκισµό που ήταν το σήµα κατατεθέν του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η αιτία κατάρρευσής του. Βέβαια η απαλλαγή του εναποµείναντος ΣΥΡΙΖΑ από τις παλιές κακές συνήθειες δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απόδειξη, η επίθεση που εξαπολύει στο ΠΑΣΟΚ, ερµηνεύοντας τις όποιες προθέσεις συναίνεσης ως ισοδύναµο υποταγής στην κυβέρνηση

Προσοχή όµως: το δίπολο Ν.∆.-ΠΑΣΟΚ είναι µια τάση υπό διαµόρφωση. Τι σηµαίνει αυτό; Για την κυβέρνηση σηµαίνει πως η σταθερότητα δεν είναι ισοδύναµο της στασιµότητας. Η ευκαιρία να κάνει πράξη κοµβικές προγραµµατικές της δεσµεύσεις, προς όφελος των πολλών, είναι ακόµη µεγάλη και, ίσως, η πίεση από το ΠΑΣΟΚ να είναι το «καµπανάκι» για φαινόµενα εφησυχασµού και µονοκοµµατικής µακαριότητας. Η διαµορφούµενη σχέση στο δίπολο φαίνεται να αποδίδει τόσο στο θέµα για τα µέτρα κατά των τραπεζών όσο και στη διακοπή της χρηµατοδότησης στους Σπαρτιάτες.

Το ΠΑΣΟΚ έχει, παράλληλα, πολύ δρόµο να εδραιωθεί ως βασική δύναµη της αντιπολίτευσης, όχι µόνο λόγω της πολιτικής συγκυρίας αλλά, κυρίως, λόγω της αναγκαίας διαµόρφωσης ενός εναλλακτικού προγραµµατικού λόγου, που παραµένει ζητούµενο. Χρειάζεται όµως δουλειά να καταλαγιάσουν τα ενοχικά συµπλέγµατα ότι η συναίνεση ισοδυναµεί µε πράξη συνθηκολόγησης, πως σηµαίνει το ρίξιµο «λευκής πετσέτας» απέναντι στην παντοδύναµη κυβέρνηση.

Οµως, πρώτον, είναι εξωπραγµατικό να µιλάµε για νέο δικοµµατισµό, αφού τίποτα δεν δείχνει ότι η δηµοσκοπική δυναµική του διπόλου οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση. ∆εύτερον, το να θέτουν σήµερα ορισµένοι το ζήτηµα του πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος το 2027, είναι σαν να βάζουµε το κάρο µπροστά από το άλογο. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, η λύση του κυβερνητικού γρίφου σε δυόµισι χρόνια από τώρα περνά µέσα από το πώς η κυβέρνηση θα κατορθώσει να τιθασεύσει την ακρίβεια, να δώσει νέα ελπίδα στους πολίτες, αλλά και το πώς το ΠΑΣΟΚ θα φτάσει στο σηµείο να εδραιώνεται σταδιακά ως εναλλακτικός πόλος διακυβέρνησης. Μέχρι τότε ο δρόµος είναι µακρύς και απρόβλεπτος. Αλλά η ελπίδα για µια παρατεταµένη όαση σταθερότητας στη χώρα µας πεθαίνει τελευταία...

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή