Η κρίση εµπιστοσύνης της πλειοψηφίας των πολιτών για τους θεσµούς και το ξεχαρβαλωµένο κράτος εκδηλώθηκε µε απρόβλεπτο και δυναµικό τρόπο στις µεγάλες συγκεντρώσεις για την τραγωδία των Τεµπών.

Το ερώτηµα είναι εάν αυτό το κύµα κινηθεί σε θετική κατεύθυνση, δηλαδή εάν τα αιτήµατα για κράτος ∆ικαίου, για µία εκ βάθρων αναδιοργάνωση της κρατικής µηχανής, για πλήγµα στη γραφειοκρατία, για διαφάνεια και αξιοκρατία είναι αυτά που θα έχουν τύχη ή εάν η διαµαρτυρία θα δώσει τόπο σε µια εκ βάθρων αµφισβήτηση και απαξίωση των θεσµών, του πολιτικού συστήµατος, της δηµοκρατίας γενικότερα. Κάποιοι βιάζονται να δώσουν ονοµατεπώνυµο στο ρεύµα διαµαρτυρίας που εκδηλώνεται αυτήν την περίοδο.

Ας µη βιαστούµε να την κατατάξουµε στην κατηγορία «αντισυστηµική καταιγίδα», που θυµίζει την περίοδο των «αγανακτισµένων» της µνηµονιακής κρίσης.

Από την άλλη, πολύ πιο ριψοκίνδυνο θα είναι να θεωρήσουµε πως το ρεύµα αµφισβήτησης και δυσπιστίας που εκδηλώνεται µπορεί να µετατραπεί από πρόδροµο κρίσης σε ευκαιρία κοινωνικής ανάτασης. Εδώ που τα λέµε, δεν βοηθούν και οι πρωτόγνωρες διεθνείς εξελίξεις όποιον τολµά να κάνει ανάλογες σκέψεις.

Η αβεβαιότητα, η πρωτοφανής ρευστότητα, η αµφισβήτηση διαχρονικών αξιών και βασικών αρχών του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, η θύελλα Τραµπ από τις ΗΠΑ, η εµφάνιση ισχυρών ακροδεξιών σχηµάτων στην Ευρώπη δίνουν στον πολίτη την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες ούτε σταθερές τόσο εκτός όσο, κυρίως, και εντός συνόρων. Οι µαζικές διαµαρτυρίες για τα Τέµπη δεν ήταν ένα στιγµιαίο γεγονός. Αντίθετα, είναι η απαρχή µιας σειράς αντιδράσεων, που θα εκδηλωθούν σε βάθος χρόνου, ως αντανάκλαση κοινωνικής δυσαρέσκειας που συν τω χρόνω αποκτά µόνιµα χαρακτηριστικά. Η µακρόχρονη δικαστική διαδικασία θα είναι από µόνη της ο καταλύτης για µια συνεχή δηµοσιότητα, µε την προσοχή της κοινής γνώµης στραµµένη σε αυτήν. Κι αυτό, την ώρα που η δοκιµασία και η αξιοπιστία του πολιτικού µας συστήµατος θα περνούν από εξαιρετικά δύσκολες εξετάσεις. Κι εδώ, τα δηµοσκοπικά ευρήµατα προκαλούν µεγάλα ερωτήµατα και εγείρουν ανησυχίες.

Τι αναδεικνύεται από τις µετρήσεις; Μια επιδείνωση του πολιτικού κλίµατος, η οποία αναιρεί τις βεβαιότητες ότι µετά το 2019 µπήκαµε σε µια εποχή κανονικότητας, µε οριστική ήττα της τοξικότητας και του λαϊκισµού.

Τα λεγόµενα θεσµικά κόµµατα χάνουν έδαφος εις βάρος των µικρότερων αντισυστηµικών σχηµατισµών τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσµατος. Η κυβέρνηση µετρά απώλειες και βρίσκεται απέναντι σε µια κοινή γνώµη, που σε ποσοστό της τάξης του 80% υιοθετεί τα περί συγκάλυψης για τα Τέµπη. Η αίσθηση ότι έχει χάσει την πολιτική κυριαρχία είναι διάχυτη και το όραµα για αυτοδυναµία στις προσεχείς εκλογές σχεδόν άπιαστο.

Μια σηµαντική πτυχή που δεν αναδεικνύεται είναι πως η κυβέρνηση πήρε βαθµό κάτω από τη βάση στον όλο χειρισµό και την επικοινωνιακή προσέγγιση του τραγικού δυστυχήµατος των Τεµπών.

Η κακή διαχείριση ήταν και παραµένει ο βασικός λόγος της αυξανόµενης κρίσης εµπιστοσύνης των πολιτικών. Χάθηκε και το κεφάλαιο της επιτυχηµένης προσπάθειας διαχείρισης µιας άλλης κρίσης, αυτής του κορονοϊού, που την είχε πιστωθεί προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Πώς θα µπορέσει το Μαξίµου να αναστρέψει αυτό το κλίµα; Ιδού η απορία.

Παράλληλα, η σφοδρή κριτική που ασκούν στην κυβέρνηση τα µικρά και µεγαλύτερα κόµµατα της αντιπολίτευσης δεν αποδίδουν ισοµερώς ανάλογα κέρδη. Το ΠΑΣΟΚ εµφανίζεται µε απώλειες, καθώς έχει επιδοθεί σε ένα µπρα ντε φερ µε τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε πρωτοβουλίες και τακτικές κατά της κυβέρνησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολιτεύεται, επιχειρώντας να συνέλθει από τα απανωτά σοκ της διάσπασης και της συρρίκνωσης. Αντίθετα, τα µικρότερα κόµµατα, µε εφαλτήριο τα Τέµπη, δείχνουν να κερδίζουν έδαφος.

Εδώ είµαστε τώρα. Ο θυµός, η κρίση εµπιστοσύνης, σε συνδυασµό µε έναν χωρίς προηγούµενο βοµβαρδισµό της κοινής γνώµης µε υπερβολικές δόσεις πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, γίνονται µη διαχειρίσιµα µεγέθη για τα συστηµικά κόµµατα. Αυτό αφήνει ελεύθερο έδαφος για τη «σφήνα» από τους µικρότερους παίκτες, που όµως δεν νοιάζονται και πολύ για το τι συνέπειες έχει για τους ίδιους τους θεσµούς -το Κοινοβούλιο, η ∆ικαιοσύνη- η φόρτιση του λόγου τους µε περισσές δόσεις οργής και ισοπέδωσης.

Το ανησυχητικό τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ -που µπορεί να θεωρεί εαυτόν ξεχωριστό παίκτη, αλλά οι πολίτες τον κατατάσσουν στα συστηµικά κόµµατα και µάλιστα µε αρνητικό φορτίοείναι πως όχι µόνο δεν καρπώνονται την κυβερνητική φθορά, αλλά επιχειρούν να αποκοµίσουν οφέλη, χρησιµοποιώντας τα ίδια όπλα και µεθόδους µε αυτές που χρησιµοποιούν η Πλεύση Ελευθερίας ή η Ελληνική Λύση. Ετσι δεν γίνεται χωριό... Υπάρχει πάντως και µια παράµετρος που δύσκολα υπολογίζεται από τις δηµοσκοπήσεις. Είναι αυτό που καταγράφτηκε τόσο στις εκλογές του 2023 όσο, κυρίως, και στις ευρωεκλογές του 2024.

Ο λόγος για τα µεγάλα ποσοστά αποχής. Αυτά που εξακολουθούν να κινούνται κάτω και από τα ραντάρ των δηµοσκόπων. Ποιοι από αυτούς σηκώθηκαν από τον καναπέ και πήραν µέρος στις κινητοποιήσεις για τα Τέµπη; Ποιοι παραµένουν αδιάφοροι για ό,τι συµβαίνει; Ποιοι τηρούν στάση αναµονής και γιατί; Αν πράγµατι οι µεγάλες συγκεντρώσεις για τα Τέµπη αποτελούν «τοµή» ή «καµπή», τότε σοβαρές διεργασίες πρέπει να εκδηλώνονται στους απέχοντες. Κι αυτό προς το παρόν δεν είναι ανιχνεύσιµο.

*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή» στις 16/02/2025