Tον Σεπτέμβριο του 2022, ο ευρωβουλευτής και πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Γκι Φέρχφστατ, περιέγραφε το αμυντικό πρόβλημα της Ευρώπης ως εξής: «Ξοδεύουμε (σ.σ. η Ευρώπη) 240 δισεκατομμύρια ευρώ, το ίδιο ποσό με την Κίνα, τετραπλάσιο της Ρωσίας.

Το πρόβλημα είναι ότι στον τομέα αυτό θα έλεγα ότι παράγουμε τα πάντα 27 ξεχωριστές φορές.

Αυτό δημιουργεί έναν πληθωρισμό οπλικών συστημάτων. Ο αριθμός των οπλικών συστημάτων στην Ευρώπη είναι περίπου 130. Όταν οι Αμερικανοί έχουν 25 ή 30, οι Κινέζοι ακόμα λιγότερα, όπως και οι Ρώσοι. Υπάρχουν, βέβαια, συνεργασίες μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά δεν υπάρχει δομικό σύστημα». Από τότε πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια και το δομικό πρόβλημα για την Ευρώπη παραμένει και μάλιστα οξύτερο.

Ο Τραμπ έχει εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση για το θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας και τη φέρνει αντιμέτωπη με δύο παραμέτρους. Από τη μια, αναδεικνύεται η ανάγκη του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΝΑΤΟ, που κάποιοι επισήμαναν χρόνια πριν μάταια. Από την άλλη, η προοπτική να αναλάβει η ΕΕ την εγγύηση της όποιας λύσης για την Ουκρανία, προσκρούει στις… 27 ξεχωριστές φωνές στους κόλπους της. Βεβαίως το πρόβλημα είναι και εξοπλιστικό.

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του ερευνητικού ινστιτούτου Bruegel, με έδρα τις Βρυξέλλες, και του Kiel Institute for the World Economy, η Ευρώπη θα χρειαστεί να κινητοποιήσει περίπου 300.000 επιπλέον στρατιώτες και να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες κατά περίπου 250 δισ. ευρώ ετησίως για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη ρωσική στρατιωτική δύναμη χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι απαιτούνται η ανάπτυξη περίπου 50 επιπλέον ταξιαρχιών, τουλάχιστον 1.400 νέα άρματα μάχης και 2.000 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, αριθμοί που ξεπερνούν τα σημερινά αποθέματα των μεγάλων ευρωπαϊκών χερσαίων δυνάμεων. Επιπλέον, η Ευρώπη θα πρέπει να παράγει περίπου 2.000 drones μεγάλης εμβέλειας κάθε χρόνο (KReport, 11/3/25).

Μπορούν όλα αυτά να γίνουν σε λίγους μόλις μήνες, όταν δεν έγιναν κατορθωτά για χρόνια ολόκληρα; Εδώ γίνονται φανερές διά γυμνού οφθαλμού δύο παθογένειες της ΕΕ. Από τη μία η έλλειψη διορατικότητας και ο εφησυχασμός ότι όλα θα κυλήσουν όπως τα μεταπολεμικά χρόνια. Από την άλλη το έλλειμα ενιαίας πολιτικής βούλησης, ενιαίου κέντρου αποφάσεων για αποφάσεις «ταχείας επέμβασης». Οπότε το ερώτημα είναι: γίνοντ αι θαύματα σε τόσο δύσκολους καιρούς;

*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»