«Αντισταθμιστικά» και άλλες ακριβές ιστορίες
Η τελευταία λέξη που εγγράφηκε στο λεξικό της βασανιστικής διαπραγμάτευσης είναι τα «αντισταθμιστικά».
Πρόκειται για τα μέτρα που η κυβέρνηση εκλιπαρεί τους δανειστές να της επιτρέψουν, ώστε να μπορέσει να δώσει στους βουλευτές της ένα φύλλο συκής για να ψηφίσουν το νέο προληπτικό πακέτο που απαιτεί το ΔΝΤ για να μη φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα και οδηγήσει σε ένα εφιαλτικό αδιέξοδο. Τα «αντισταθμιστικά» είναι η νέα εκδοχή των «ισοδυνάμων», που αναζητούνταν, μάταια πάντοτε, στη διάρκεια της τριπλής κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ για να αντικαταστήσουν επώδυνα μέτρα. Τελικώς δεν βρίσκονταν, γιατί, αν υπήρχαν, θα τα είχαν βρει από την αρχή και δεν θα είχε παραστεί η ανάγκη για την ανακάλυψή τους εκ των υστέρων. Τα «αντισταθμιστικά», όπως και τα «ισοδύναμα», ανήκουν στον κόσμο της επικοινωνίας όταν αυτή αποσυνδέεται από την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.
Κι αν τα «ισοδύναμα» ενσωμάτωναν τουλάχιστον την αναζήτηση μιας δικαιότερης κοινωνικής κατανομής του κόστους της κρίσης, τα σημερινά «αντισταθμιστικά» δεν περιέχουν παρά τον ακραίο κυνισμό της πολιτικής διαχείρισης. Δεν πάνε λίγες μέρες που ο κ. Τσίπρας είπε (στην «Εφημερίδα των Συντακτών»), γιορτάζοντας την επέτειο της εκλογικής νίκης του 2015, «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα». Μετά ήρθε ο κ. Τσακαλώτος (στον ΑΝΤ1) να εξηγήσει -για όσους χρειάζονταν ακόμη εξηγήσεις- πως ό,τι λέγεται ανήκει στο παιχνίδι της διαπραγμάτευσης και δεν συναντιέται ούτε με πολιτικές αρχές, ούτε συνδέεται με την αλήθεια: «Τι θέλατε να πει; Να πει ότι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε 1 δισ. και μετά αυτοί να το πάνε στα 2 δισ.; Τι θέλατε να πει; Ο πρωθυπουργός πρέπει να κρατήσει μια γραμμή όσο σκληρή γίνεται για να κάνεις όσο μικρότερη υποχώρηση...». Ο κ. Τσίπρας αυτή την εβδομάδα συνέχισε αυτό που είχε ήδη καταστήσει κενό περιεχομένου ο υπουργός του. Είπε στον κ. Μοσκοβισί ότι «και η συζήτηση, ακόμα, έστω και για ένα ευρώ μέτρα κάνει κακό». Ποια είναι η ουσία; Η κυβέρνηση ξέρει πως θα υπογράψει και τη μείωση του αφορολογήτου και την περικοπή των συντάξεων μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς. Θέλει μια υπόσχεση ότι, εάν υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα παραπάνω από το 3,5% του ΑΕΠ, που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο, θα μπορεί να το μοιράσει κατά βούληση. Βέβαια, πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που εξηγεί σε κάθε ευκαιρία ότι πλεονάσματα της τάξης του 3,5% είναι αδύνατο για την ελληνική οικονομία. Επομένως, είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο πλεόνασμα πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει για να έχει νόημα τέτοια λυσσαλέα διαπραγμάτευση για τη διανομή του; Πιστεύει σοβαρά σε πλεόνασμα 4,5% ή 5% του ΑΕΠ του χρόνου; Οχι βέβαια. Δεν την απασχολεί η ουσία, αλλά η δυνατότητα πολιτικής διαχείρισης της απελπιστικής έκβασης που είχε, για άλλη μια φορά, η διαπραγματευτική της τακτική.
Στο μεσοδιάστημα, η ελληνική οικονομία το τελευταίο τρίμηνο του 2016 κατέγραψε ιδιαίτερα ανησυχητικές επιδόσεις. Επέστρεψε σε ύφεση 0,4%, κάτι που δεν περίμεναν ούτε οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές, γενικά λιγότερο αισιόδοξοι από τους εγχώριους. Η κατανάλωση τον Ιανουάριο δείχνει έντονες πτωτικές τάσεις και όλοι συμφωνούν πως η παράταση της αβεβαιότητας πιέζει προς τα κάτω τις δυνατότητες ανάπτυξης και για φέτος. Κάθε προοπτική θυσιάζεται για να μπορέσει ο κ. Τσίπρας να πει στη Βουλή ότι, εκτός από τον «κόφτη», υπάρχει και ο «δότης» - άσχετα αν για την ενεργοποίησή του θα πρέπει να αρχίσουν να γεννούν και τα κοκόρια. Η χώρα διαχειρίζεται ξανά την πολλοστή υποτροπή της κρίσης της με προτεραιότητα στην πολιτική ασφάλεια των διαχειριστών, παρακάμπτοντας το κόστος της. Ο λογαριασμός, για άλλη μια φορά, θα έρθει βαρύς επί δικαίους και αδίκους. Δεν τους πειράζει, αρκεί το δικό τους μερίδιο να μην είναι ασήκωτο.