∆ιαθέσιµα εµβόλια για την τρίτη δόση - Τι συζητούν οι επιστήμονες και πότε αποφασίζουν
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Οι μεταλλάξεις και το γεγονός ότι καταγράφονται ολοένα και αυξανόμενα κρούσματα εμβολιασμένων έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας. Εδώ και μέρες συλλέγονται όλα τα δεδομένα, από τα οποία φαίνεται να προκύπτει η ανάγκη της τρίτης δόσης. Ωστόσο, παρά τα όσα γράφονται και λέγονται κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, δεν έχει αποφασιστεί αν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια τέτοια διαδικασία. Απεναντίας, οι επιστήμονες, που εξετάζουν όλες τις παραμέτρους, δείχνουν επί του παρόντος να μη βιάζονται να καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις. Άλλωστε, όπως είχε επισημανθεί από την πρώτη στιγμή, η ανοσία από τον εμβολιασμό σε καμία περίπτωση δεν διαρκεί «ισοβίως». Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το εμβόλιο του COVID, αλλά για όλα τα εμβόλια. Στην περίπτωση της γρίπης, κάθε χρόνο επιβάλλεται εκ νέου ο εμβολιασμός. Ωστόσο, εκείνο που εξετάζουν οι επιστήμονες εν προκειμένω είναι αν όσοι έχουν εμβολιαστεί από την άνοιξη και μετά θα μπορέσουν με μια τρίτη δόση να θωρακιστούν ενόψει του φθινοπώρου. Αυτή τη στιγμή τίθενται επί τάπητος όλα τα δεδομένα και η επικρατέστερη εκδοχή είναι να δρομολογηθεί μια τέτοια διαδικασία. Μάλιστα, στις πρώτες συσκέψεις που έχουν πραγματοποιηθεί φαίνεται να εξετάζεται η εξής εκδοχή: Σε πρώτη φάση, από το φθινόπωρο με την τρίτη δόση να εμβολιαστούν οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και οι ανοσοκατεσταλμένοι. Δηλαδή, να μην υπάρξει γενικευμένος εμβολιασμός, αφού, όπως προκύπτει και από τα επιδημιολογικά στοιχεία, σε μεγάλο ποσοστό των εμβολιασμών εκτιμάται ότι δεν χρειάζεται η τρίτη δόση. Σε κάθε περίπτωση, απόφαση επ’ αυτού δεν έχει ληφθεί, με τους επιστήμονες να προσδιορίζουν χρονικά τις σχετικές ανακοινώσεις περί τα μέσα Σεπτεμβρίου. Επ’ αυτού, όπως είναι λογικό, έχει ενημερωθεί και η κυβέρνηση, με τον αρμόδιο υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια, να επισημαίνει ότι σε αυτή τη φάση είναι λάθος να ξεκινάει μια τέτοια συζήτηση. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το υπουργείο δεν προετοιμάζεται για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Απεναντίας, και όπως υποστηρίζουν οι γνωρίζοντες, από τη στιγμή που θα αποφασιστεί από την επιστημονική κοινότητα η τρίτη δόση εμβολιασμού, ήδη έχουν εξασφαλιστεί δόσεις για το σύνολο του πληθυσμού. Οπότε, από τη στιγμή που θα ληφθούν οι αποφάσεις από τους ειδικούς, η κυβέρνηση είναι ήδη έτοιμη να υπηρετήσει με αποτελεσματικότητα και με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα τη διαδικασία του εμβολιασμού.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, μελέτη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) σε υγιείς και ανοσοκατεσταλμένους πολίτες δίνει σαφή εικόνα για την ανταπόκριση στα εμβόλια του κοροναϊού. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 255 υγειονομικοί και 112 εθελοντές ηλικίας άνω των 80 ετών, χωρίς γνωστή κακοήθη νόσο ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, που εμβολιάστηκαν για την πρόληψη της COVID-19. Η επιστημονική ομάδα του ΕΚΠΑ καταλήγει σε δύο πολύ σημαντικές διαπιστώσεις για το αν, ποιοι και πότε θα πρέπει να λάβουν μία ενισχυτική δόση εμβολίου.
Ειδικά για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς αναφέρουν ότι «δεν γνωρίζουμε αν μια πιθανή τρίτη δόση του ίδιου ή άλλου εμβολίου θα ήταν αποτελεσματική», ενώ σε ό,τι αφορά τον γενικό πληθυσμό θεωρούν πως, «αν κρίνουμε από Έλληνες ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 και το 75% διατήρησε τα εξουδετερωτικά αντισώματα τουλάχιστον 8 μήνες μετά το πρώτο σύμπτωμα, είναι πολύ πιθανό τα αντισώματα από τον εμβολιασμό να κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία». Αν και δεν υπάρχουν αποφάσεις, ψηλά στη λίστα που θα καταρτιστεί τοποθετούνται οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, οι έχοντες υποβληθεί σε μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και όσοι λαμβάνουν ανοσοτροποποιητική αγωγή. Η επόμενη ομάδα που θα κληθεί για ενισχυτική δόση είναι τα άτομα άνω των 75 ετών και δη με σοβαρές συννοσηρότητες. Ενώ στη λίστα εξετάζεται αν θα πρέπει να ενταχθούν και όσοι εκτίθενται σταθερά σε υψηλό ιικό φορτίο, όπως για παράδειγμα οι υγειονομικοί εργαζόμενοι.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, μελέτη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) σε υγιείς και ανοσοκατεσταλμένους πολίτες δίνει σαφή εικόνα για την ανταπόκριση στα εμβόλια του κοροναϊού. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 255 υγειονομικοί και 112 εθελοντές ηλικίας άνω των 80 ετών, χωρίς γνωστή κακοήθη νόσο ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, που εμβολιάστηκαν για την πρόληψη της COVID-19. Η επιστημονική ομάδα του ΕΚΠΑ καταλήγει σε δύο πολύ σημαντικές διαπιστώσεις για το αν, ποιοι και πότε θα πρέπει να λάβουν μία ενισχυτική δόση εμβολίου.
Ειδικά για τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς αναφέρουν ότι «δεν γνωρίζουμε αν μια πιθανή τρίτη δόση του ίδιου ή άλλου εμβολίου θα ήταν αποτελεσματική», ενώ σε ό,τι αφορά τον γενικό πληθυσμό θεωρούν πως, «αν κρίνουμε από Έλληνες ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 και το 75% διατήρησε τα εξουδετερωτικά αντισώματα τουλάχιστον 8 μήνες μετά το πρώτο σύμπτωμα, είναι πολύ πιθανό τα αντισώματα από τον εμβολιασμό να κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία». Αν και δεν υπάρχουν αποφάσεις, ψηλά στη λίστα που θα καταρτιστεί τοποθετούνται οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς, οι έχοντες υποβληθεί σε μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και όσοι λαμβάνουν ανοσοτροποποιητική αγωγή. Η επόμενη ομάδα που θα κληθεί για ενισχυτική δόση είναι τα άτομα άνω των 75 ετών και δη με σοβαρές συννοσηρότητες. Ενώ στη λίστα εξετάζεται αν θα πρέπει να ενταχθούν και όσοι εκτίθενται σταθερά σε υψηλό ιικό φορτίο, όπως για παράδειγμα οι υγειονομικοί εργαζόμενοι.