Ο αποχαιρετισμός του Γιάννη Κουρτάκη στον Παναγιώτη Τζένο: «Ελα, καληµέρα…»
Κατάθεση ψυχής για τον Γενικό Διευθυντή Μέσων του Ομίλου των Παραπολιτικών που έφυγε από τη ζωή
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Παναγιώτη, καληµέρα. Να ξέρεις ότι τελικά από την Κυριακή το βράδυ δεν είναι όλα καλά. Για την ακρίβεια, δεν είναι τίποτα όπως το άφησες την Παρασκευή το µεσηµέρι φεύγοντας από το γραφείο. Θέλω να σου πω ένα νέο: Χθες, το γραφείο σου ήταν γεµάτο από κόσµο, ήταν και ο πρόεδρος και είχε λουλούδια, αλλά εσύ έλειπες. Μου την έκανες, ρε φίλε, έτσι, ξαφνικά, χωρίς να µε πάρεις ένα τηλέφωνο. Και, πίστεψέ µε, είχαµε πολλά ακόµη να πούµε. Είχαµε όµως πολύ περισσότερα να φτιάξουµε. Κάναµε σχέδια για το ’23 και θυµάµαι που µου έλεγες προχθές ότι «θα είναι η χρονιά µας». Εφυγες, όµως, χωρίς να µου τηλεφωνήσεις. Και άφησες την Αντριάνα να µου πει την «είδησή σου». Είδηση, ε; Ο,τι αγαπούσες και ό,τι σου άρεσε να κάνεις. Ρε φιλαράκι, έχω ένα παράπονο. Εσύ που µου έλεγες ότι όσο εγώ στέκοµαι στα πόδια µου εσύ δεν φοβάσαι, έφυγες έτσι, ξαφνικά, χωρίς να µπορέσω να σου σφίξω το χέρι και να σε κοιτάξω στα µάτια, όπως κάναµε σχεδόν κάθε µέρα στο γραφείο. Γιατί, ρε Παναγιώτη.
Χθες το απόγευµα, που βρέθηκα µπροστά στον υπολογιστή, δυσκολευόµουν να βάλω τα δάκτυλα στο πληκτρολόγιο. Κοίταζα την πόρτα µήπως σε δω και σταµατήσω. Βλέπεις, ήθελα να είναι ψέµα. Ακόµη και τώρα το ίδιο θέλω. ∆εν πίστευα ποτέ ότι εγώ θα έγραφα τον δικό σου επικήδειο. Θυµάµαι που µου έλεγες ότι φοβάσαι για µένα. Που κρυφά φώναζες την Εφη, τη Μάρη και την Ξένια και τις ρωτούσες αν είµαι καλά. Θυµάµαι τα δύσκολα βράδια που περάσαµε στον Πειραιά, όταν µου έλεγες να µη φοβάµαι και ότι θα ήσουν για πάντα δίπλα µου. Οµως, µου είπες ψέµατα, Παναγιώτη. Εµείς είµαστε όλοι εδώ. Εσύ πού είσαι; Είναι όλα τα παιδιά. Ο Μαντέλας, ο Αγαπάκης, ο Φουσκίδης, ο Κουνιάς, ο Κατσίγιαννης, ο Μένιος, ο Νόκος, ο Παππάς, ο Γεώργας, ο Τσέλιος, ο Μουρατίδης, η Κορίνα, ο Ρεφενές, ο Σιγούρος, ο Σωτηρόπουλος, ο Πετρίδης, ο Γκάγκανος. Είναι και ο παπα-∆ηµήτρης ο Φουρλεµάδης. Είµαστε όλοι εδώ. Εσύ πού είσαι, Παναγιώτη; Γιατί είπες ψέµατα ότι δεν θα µε άφηνες ποτέ;
Είναι εδώ όλοι οι φίλοι µας. Ηρθαν όλοι για να σε δουν για τελευταία φορά. Στα δύσκολα, Παναγιώτη, µου έλεγες ότι έχω φύλακα άγγελο τον αδερφό µου. Και το πίστευες κάθε φορά που µου έλεγες: «Εχεις ένα χέρι που σε τραβά πάνω στα δύσκολα». Τώρα, που θα γνωριστείς και µε τον αδερφό µου, τον Αντώνη, ελπίζω να του πεις τα µυστικά µας. Πόσο δύσκολα περάσαµε µαζί και πόσες φορές µου είχες µιλήσει για τη δύναµή του.
Παναγιώτη, τι να πρωτοθυµηθώ από την ηµέρα που γνωριστήκαµε εκεί, στα Κάτω Πατήσια. Τότε που τίποτα δεν ήταν ίδιο. Τα ξενύχτια, τις µέρες της αγωνίας χωρίς χρήµατα, την ηµέρα που µου είπες ότι ερωτεύθηκες τη γυναίκα της ζωής σου, την Αντριάνα, και που δώσαµε τα χέρια για να γίνουµε κουµπάροι. Τον γάµο σου στην Κέρτεζη, τα βαπτίσια του Γιάννη. Μια ζωή µαζί σου, γεµάτη από εικόνες, στιγµές και θύµησες. Ησουν οικογένειά µου. Και, σαν να το ήξερες, πριν από δεκαπέντε µέρες µε ρώτησες πότε έρχονται οι γονείς µου, γιατί ήθελες (λέει) να ανταµώσουµε όλοι µαζί. Το τελευταίο µας ραντεβού… Την Παρασκευή το βράδυ. Οι γονείς µου, τα πεθερικά µου, η Χριστίνα (που τόσο αγαπούσες), ο Μαντέλας και ο Αγαπάκης… Είχες κέφι και µας έλεγες ότι σκέφτεσαι µέχρι και να ερµηνεύσεις τραγούδι. Φεύγοντας, δώσαµε ραντεβού από βδοµάδα, γιατί τη ∆ευτέρα θα έλειπες (λέει) από το γραφείο. Εγώ είµαι εδώ. Ηρθα και την Κυριακή, ήρθα και σήµερα. Εσύ, πού είσαι; Γιατί δεν ήρθες στο γραφείο; Γιατί, Παναγιώτη;
Θέλω να ξέρεις ότι δεν ξεχνάω τίποτα από τη µισή ζωή που έχω ζήσει µαζί σου. Ησουν και θα παραµείνεις ο αδερφός που έχασα και δεν ήταν στα δύσκολα. Θέλω επίσης να ξέρεις ότι σ’ ευχαριστώ για τις µάχες που έδωσες, αυτές που σου ζήτησα, αλλά κι εκείνες που, χωρίς να γνωρίζω, έδινες για µένα χωρίς εµένα. Σου χρωστάω αιώνια.
Χρωστάω σ’ ένα παλληκάρι της ζωής, όπως αποκάλεσε τον Παναγιώτη ένας άνθρωπος που αγάπησε ο ίδιος, ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Ο πρόεδρός µας, στον οποίον πάντοτε αναφερόσουν µε θαυµασµό και πάντα µου έλεγες ότι ήσουν τυχερός που τον γνώρισες.
Σήµερα στέκοµαι για µία ακόµη φορά αντίκρυ µε τον Παναγιώτη. Μία ακόµη, όπως αναρίθµητες µέχρι σήµερα. Οταν επί ώρες συζητούσαµε για το στήσιµο της εφηµερίδας «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», πριν από περίπου µία δεκαετία. Οταν παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήµατα γκρεµίζονταν και εµείς χτίζαµε όνειρα, γράφαµε φιλοδοξίες πάνω σε τόνους άγραφο χαρτί. Και ύστερα ήρθε το ραδιόφωνο, όταν κάτσαµε µαζί σε αντικριστά µικρόφωνα. Μετά, τα sites και το µάνατζµεντ που χρειάσθηκε η εξέλιξη ενός οµίλου µίντια.
Με τον Παναγιώτη κάτσαµε απέναντι σε πολλές συγκυρίες: ευχάριστες, δυσάρεστες, κρίσιµες, οριακές. Κοιταζόµασταν στα µάτια και αποφασίζαµε την πορεία. Στην ανοιχτή θάλασσα των µίντια, όπου οι καταιγίδες και οι φουρτούνες είναι συχνές. Περάσαµε χαρές και λύπες, µαζί. Μέχρι και χειροπέδες µάς φορέσαν δίπλα-δίπλα, όταν τα παράκεντρα της εξουσίας που καταγγέλλαµε δεν είχαν άλλα όπλα για να µας τροµοκρατήσουν. Γέλια, φωνές, εκρήξεις οργής, µατιές αγωνίας, αλλά και χαράς µαζί του. Είναι γεµάτο το µυαλό µου. Η µνήµη µου.
Ο Παναγιώτης για µένα ήταν αδελφός, συνεργάτης, γενικός διευθυντής του οµίλου, δηµοσιογράφος που δεν φοβήθηκε τα δύσκολα και τη σύγκρουση µε την εξουσία και τους µηχανισµούς της. Στον Παναγιώτη δεν άρεσαν οι σκιές, οι ψίθυροι, οι συνωµοσίες. Με τον αέρα από τα Καλάβρυτα που έφερε µαζί του, αγαπούσε τις καθαρές εξηγήσεις, τις καθαρές κουβέντες, τις καθαρές σχέσεις. Γέµιζε τα γραφεία και την ατµόσφαιρα των «Παραπολιτικών» µε τον αέρα αυτό.
Τα τελευταία 24ωρα έχουν µιλήσει πολλοί και επί µακρόν γι’ αυτόν. Αυτή ήταν και η αξία του. Η σηµασία της δουλειάς του, η προσφορά του στη δηµοσιογραφία και τις δηµόσιες υποθέσεις της Ελλάδας. Ολα αυτά που είπαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ο απολογισµός της σύντοµης και γενναίας παρουσίας του στον κόσµο είναι όλα αυτά που του αναγνωρίζονται σήµερα. Την ώρα ενός βιαστικού και άνισου απολογισµού για έναν τόσο πληθωρικό άνθρωπο.
Ο Παναγιώτης, όµως, πέραν όσων λέγονται για την πορεία του, στη βάση του ήταν ένας οικογενειάρχης. Πάντα αφοσιωµένος στην Αντριάνα, τον Γιάννη, τους γονείς και τα αδέλφια του. Με την ίδια νοοτροπία αντιµετώπισε και χειρίσθηκε τις υποθέσεις των εργαζοµένων, τα συµφέροντα του οµίλου, τους εργαζόµενους στο «Αργος» τα τελευταία χρόνια. Σαν αυστηρός, αλλά και αφοσιωµένος πατέρας. Μόνιµη σηµαντική προτεραιότητά του ήταν η προκοπή της δουλειάς. ∆εν κουράστηκε ποτέ. Μέρα και νύχτα στη δουλειά. Παθιασµένος η επόµενη ηµέρα να είναι καλύτερη από την προηγούµενη.
Μου είπαν ότι σήµερα θα είναι η τελευταία ηµέρα που θα κάτσουµε αντίκρυ. Τους είπα «όχι». Θα συνεχίσουµε να είµαστε µαζί, µε ψυχή βαθιά. Να πορευόµαστε στις αιώνιες θάλασσες, µε τον Παναγιώτη να φωνάζει µήπως και δείξουµε οκνηρία στις δύσκολες συγκυρίες, στην κόψη του ξυραφιού. Ο Παναγιώτης δεν µπορεί να κατέβει από το πλοίο, γιατί είναι ένας από εµάς και όσο εµείς προχωρούµε, εξελισσόµαστε, ευηµερούµε τόσο και εκείνος θα είναι µαζί µας. Θα χωρατεύει και θα γελά.
∆εν αποχαιρετούµε τον Παναγιώτη σήµερα. Κάνουµε κι άλλο χώρο στην καρδιά και την ψυχή µας για να χωρέσει µε τον δυναµισµό που τον χαρακτήριζε. Και από την πλευρά µου οφείλω να του πω να µην ανησυχεί. Η οικογένειά του είναι η οικογένειά µου. Η οικογένεια όλων µας, που σήµερα βρισκόµαστε εδώ για να τον τιµήσουµε. Καλά ταξίδια και ήρεµες θάλασσες, αδελφέ µου Παναγιώτη.
Παναγιώτη, επειδή από σήµερα θα κοιτάζεις από εκεί ψηλά την αγαπηµένη σου Κέρτεζη, θέλω να σου δώσω κάτι που σου έφερα από την Κρήτη. Από το χωριό όπου περάσαµε όµορφες στιγµές. Μη φανταστείς ότι σου έφερα κάτι βαρύ. Μια µαντινάδα έφερα, από αυτές που σε δέκα, δεκαπέντε λέξεις λένε πολλά.
Καλλιά στα όρη Αρχοντας
παρά στον κάµπο δούλος,
θωρώ τον κόσµο από ψηλά
κι είναι δικός µου ούλος
*To κείµενο είναι ο επικήδειος που εκφωνήθηκε από τον Γιάννη Κουρτάκη στην εξόδιο ακολουθία του Παναγιώτη Τζένου την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023.
Χθες το απόγευµα, που βρέθηκα µπροστά στον υπολογιστή, δυσκολευόµουν να βάλω τα δάκτυλα στο πληκτρολόγιο. Κοίταζα την πόρτα µήπως σε δω και σταµατήσω. Βλέπεις, ήθελα να είναι ψέµα. Ακόµη και τώρα το ίδιο θέλω. ∆εν πίστευα ποτέ ότι εγώ θα έγραφα τον δικό σου επικήδειο. Θυµάµαι που µου έλεγες ότι φοβάσαι για µένα. Που κρυφά φώναζες την Εφη, τη Μάρη και την Ξένια και τις ρωτούσες αν είµαι καλά. Θυµάµαι τα δύσκολα βράδια που περάσαµε στον Πειραιά, όταν µου έλεγες να µη φοβάµαι και ότι θα ήσουν για πάντα δίπλα µου. Οµως, µου είπες ψέµατα, Παναγιώτη. Εµείς είµαστε όλοι εδώ. Εσύ πού είσαι; Είναι όλα τα παιδιά. Ο Μαντέλας, ο Αγαπάκης, ο Φουσκίδης, ο Κουνιάς, ο Κατσίγιαννης, ο Μένιος, ο Νόκος, ο Παππάς, ο Γεώργας, ο Τσέλιος, ο Μουρατίδης, η Κορίνα, ο Ρεφενές, ο Σιγούρος, ο Σωτηρόπουλος, ο Πετρίδης, ο Γκάγκανος. Είναι και ο παπα-∆ηµήτρης ο Φουρλεµάδης. Είµαστε όλοι εδώ. Εσύ πού είσαι, Παναγιώτη; Γιατί είπες ψέµατα ότι δεν θα µε άφηνες ποτέ;
Είναι εδώ όλοι οι φίλοι µας. Ηρθαν όλοι για να σε δουν για τελευταία φορά. Στα δύσκολα, Παναγιώτη, µου έλεγες ότι έχω φύλακα άγγελο τον αδερφό µου. Και το πίστευες κάθε φορά που µου έλεγες: «Εχεις ένα χέρι που σε τραβά πάνω στα δύσκολα». Τώρα, που θα γνωριστείς και µε τον αδερφό µου, τον Αντώνη, ελπίζω να του πεις τα µυστικά µας. Πόσο δύσκολα περάσαµε µαζί και πόσες φορές µου είχες µιλήσει για τη δύναµή του.
Παναγιώτη, τι να πρωτοθυµηθώ από την ηµέρα που γνωριστήκαµε εκεί, στα Κάτω Πατήσια. Τότε που τίποτα δεν ήταν ίδιο. Τα ξενύχτια, τις µέρες της αγωνίας χωρίς χρήµατα, την ηµέρα που µου είπες ότι ερωτεύθηκες τη γυναίκα της ζωής σου, την Αντριάνα, και που δώσαµε τα χέρια για να γίνουµε κουµπάροι. Τον γάµο σου στην Κέρτεζη, τα βαπτίσια του Γιάννη. Μια ζωή µαζί σου, γεµάτη από εικόνες, στιγµές και θύµησες. Ησουν οικογένειά µου. Και, σαν να το ήξερες, πριν από δεκαπέντε µέρες µε ρώτησες πότε έρχονται οι γονείς µου, γιατί ήθελες (λέει) να ανταµώσουµε όλοι µαζί. Το τελευταίο µας ραντεβού… Την Παρασκευή το βράδυ. Οι γονείς µου, τα πεθερικά µου, η Χριστίνα (που τόσο αγαπούσες), ο Μαντέλας και ο Αγαπάκης… Είχες κέφι και µας έλεγες ότι σκέφτεσαι µέχρι και να ερµηνεύσεις τραγούδι. Φεύγοντας, δώσαµε ραντεβού από βδοµάδα, γιατί τη ∆ευτέρα θα έλειπες (λέει) από το γραφείο. Εγώ είµαι εδώ. Ηρθα και την Κυριακή, ήρθα και σήµερα. Εσύ, πού είσαι; Γιατί δεν ήρθες στο γραφείο; Γιατί, Παναγιώτη;
Θέλω να ξέρεις ότι δεν ξεχνάω τίποτα από τη µισή ζωή που έχω ζήσει µαζί σου. Ησουν και θα παραµείνεις ο αδερφός που έχασα και δεν ήταν στα δύσκολα. Θέλω επίσης να ξέρεις ότι σ’ ευχαριστώ για τις µάχες που έδωσες, αυτές που σου ζήτησα, αλλά κι εκείνες που, χωρίς να γνωρίζω, έδινες για µένα χωρίς εµένα. Σου χρωστάω αιώνια.
Χρωστάω σ’ ένα παλληκάρι της ζωής, όπως αποκάλεσε τον Παναγιώτη ένας άνθρωπος που αγάπησε ο ίδιος, ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Ο πρόεδρός µας, στον οποίον πάντοτε αναφερόσουν µε θαυµασµό και πάντα µου έλεγες ότι ήσουν τυχερός που τον γνώρισες.
Σήµερα στέκοµαι για µία ακόµη φορά αντίκρυ µε τον Παναγιώτη. Μία ακόµη, όπως αναρίθµητες µέχρι σήµερα. Οταν επί ώρες συζητούσαµε για το στήσιµο της εφηµερίδας «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», πριν από περίπου µία δεκαετία. Οταν παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήµατα γκρεµίζονταν και εµείς χτίζαµε όνειρα, γράφαµε φιλοδοξίες πάνω σε τόνους άγραφο χαρτί. Και ύστερα ήρθε το ραδιόφωνο, όταν κάτσαµε µαζί σε αντικριστά µικρόφωνα. Μετά, τα sites και το µάνατζµεντ που χρειάσθηκε η εξέλιξη ενός οµίλου µίντια.
Με τον Παναγιώτη κάτσαµε απέναντι σε πολλές συγκυρίες: ευχάριστες, δυσάρεστες, κρίσιµες, οριακές. Κοιταζόµασταν στα µάτια και αποφασίζαµε την πορεία. Στην ανοιχτή θάλασσα των µίντια, όπου οι καταιγίδες και οι φουρτούνες είναι συχνές. Περάσαµε χαρές και λύπες, µαζί. Μέχρι και χειροπέδες µάς φορέσαν δίπλα-δίπλα, όταν τα παράκεντρα της εξουσίας που καταγγέλλαµε δεν είχαν άλλα όπλα για να µας τροµοκρατήσουν. Γέλια, φωνές, εκρήξεις οργής, µατιές αγωνίας, αλλά και χαράς µαζί του. Είναι γεµάτο το µυαλό µου. Η µνήµη µου.
Ο Παναγιώτης για µένα ήταν αδελφός, συνεργάτης, γενικός διευθυντής του οµίλου, δηµοσιογράφος που δεν φοβήθηκε τα δύσκολα και τη σύγκρουση µε την εξουσία και τους µηχανισµούς της. Στον Παναγιώτη δεν άρεσαν οι σκιές, οι ψίθυροι, οι συνωµοσίες. Με τον αέρα από τα Καλάβρυτα που έφερε µαζί του, αγαπούσε τις καθαρές εξηγήσεις, τις καθαρές κουβέντες, τις καθαρές σχέσεις. Γέµιζε τα γραφεία και την ατµόσφαιρα των «Παραπολιτικών» µε τον αέρα αυτό.
Τα τελευταία 24ωρα έχουν µιλήσει πολλοί και επί µακρόν γι’ αυτόν. Αυτή ήταν και η αξία του. Η σηµασία της δουλειάς του, η προσφορά του στη δηµοσιογραφία και τις δηµόσιες υποθέσεις της Ελλάδας. Ολα αυτά που είπαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ο απολογισµός της σύντοµης και γενναίας παρουσίας του στον κόσµο είναι όλα αυτά που του αναγνωρίζονται σήµερα. Την ώρα ενός βιαστικού και άνισου απολογισµού για έναν τόσο πληθωρικό άνθρωπο.
Ο Παναγιώτης, όµως, πέραν όσων λέγονται για την πορεία του, στη βάση του ήταν ένας οικογενειάρχης. Πάντα αφοσιωµένος στην Αντριάνα, τον Γιάννη, τους γονείς και τα αδέλφια του. Με την ίδια νοοτροπία αντιµετώπισε και χειρίσθηκε τις υποθέσεις των εργαζοµένων, τα συµφέροντα του οµίλου, τους εργαζόµενους στο «Αργος» τα τελευταία χρόνια. Σαν αυστηρός, αλλά και αφοσιωµένος πατέρας. Μόνιµη σηµαντική προτεραιότητά του ήταν η προκοπή της δουλειάς. ∆εν κουράστηκε ποτέ. Μέρα και νύχτα στη δουλειά. Παθιασµένος η επόµενη ηµέρα να είναι καλύτερη από την προηγούµενη.
Μου είπαν ότι σήµερα θα είναι η τελευταία ηµέρα που θα κάτσουµε αντίκρυ. Τους είπα «όχι». Θα συνεχίσουµε να είµαστε µαζί, µε ψυχή βαθιά. Να πορευόµαστε στις αιώνιες θάλασσες, µε τον Παναγιώτη να φωνάζει µήπως και δείξουµε οκνηρία στις δύσκολες συγκυρίες, στην κόψη του ξυραφιού. Ο Παναγιώτης δεν µπορεί να κατέβει από το πλοίο, γιατί είναι ένας από εµάς και όσο εµείς προχωρούµε, εξελισσόµαστε, ευηµερούµε τόσο και εκείνος θα είναι µαζί µας. Θα χωρατεύει και θα γελά.
∆εν αποχαιρετούµε τον Παναγιώτη σήµερα. Κάνουµε κι άλλο χώρο στην καρδιά και την ψυχή µας για να χωρέσει µε τον δυναµισµό που τον χαρακτήριζε. Και από την πλευρά µου οφείλω να του πω να µην ανησυχεί. Η οικογένειά του είναι η οικογένειά µου. Η οικογένεια όλων µας, που σήµερα βρισκόµαστε εδώ για να τον τιµήσουµε. Καλά ταξίδια και ήρεµες θάλασσες, αδελφέ µου Παναγιώτη.
Παναγιώτη, επειδή από σήµερα θα κοιτάζεις από εκεί ψηλά την αγαπηµένη σου Κέρτεζη, θέλω να σου δώσω κάτι που σου έφερα από την Κρήτη. Από το χωριό όπου περάσαµε όµορφες στιγµές. Μη φανταστείς ότι σου έφερα κάτι βαρύ. Μια µαντινάδα έφερα, από αυτές που σε δέκα, δεκαπέντε λέξεις λένε πολλά.
Καλλιά στα όρη Αρχοντας
παρά στον κάµπο δούλος,
θωρώ τον κόσµο από ψηλά
κι είναι δικός µου ούλος
*To κείµενο είναι ο επικήδειος που εκφωνήθηκε από τον Γιάννη Κουρτάκη στην εξόδιο ακολουθία του Παναγιώτη Τζένου την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023.