Αν και η πρόσφατη εκλογική αναµέτρηση εµπεριείχε µηνύµατα προς όλες τις πολιτικές δυνάµεις, είναι σαφές ότι αυτό που κυριαρχεί είναι το µήνυµα που έστειλαν οι πολίτες, είτε µέσω της συµµετοχής τους είτε µέσω της αποχής τους, στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κατά κοινή παραδοχή, το µήνυµα των ευρωεκλογών ήταν και ξεκάθαρο και ηχηρό. Οι πολίτες που βρέθηκαν πίσω από τα παραβάν (αλλά κυρίως εκείνοι που αποφάσισαν να απέχουν) είναι σαφές ότι είχαν θυµό και ενόχληση, ένα περίεργο µείγµα, που διαµόρφωσε ένα ακόµα πιο περίεργο εκλογικό αποτέλεσµα. Την εποµένη των εκλογών, είδα υπουργούς να ψελλίζουν αριθµούς και να προσπαθούν να θολώσουν την ετυµηγορία του λαού, παραβλέποντας έναν άγραφο νόµο, σύµφωνα µε τον οποίο, όταν µπλέκουν οι αριθµοί στην πολιτική, σχεδόν πάντα το τελικό αποτέλεσµα γράφει µείον στο πολιτικό ταµείο. Αν και γνωρίζω εκ των προτέρων ότι ενδεχοµένως να γίνω και δυσάρεστος, αισθάνοµαι την υποχρέωση, εκτός από την αδήριτη ανάγκη, να κάνω τη δική µου ανάγνωση του αποτελέσµατος της Κυριακής. Είναι σαφές ότι η πλειονότητα των πολιτών που υπερψήφισαν πριν από µόλις έναν χρόνο την κυβερνητική πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενοχληµένοι και κυρίως θυµωµένοι από τα όσα εκτυλίχθηκαν από τον περασµένο Ιούλιο, βρήκαν την ευκαιρία να στείλουν ένα διαυγές µήνυµα.

Αντιλαµβάνοµαι -και αυτό φαινόταν- ότι οι παροικούντες την κυβερνητική Ιερουσαλήµ, ενώ ελάµβαναν τα σχετικά µηνύµατα, σχεδόν αδιαφορούσαν, επενδύοντας και στην ανυπαρξία εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Μετά το 41% οι «yes men» αυξήθηκαν στην αυλή του πρωθυπουργού, όπως αυξήθηκαν και οι βεβαιότητες των κυβερνητικών στελεχών. Τα περισσότερα αυτιά έδειχναν να είναι ερµητικά κλειστά, ενώ αρκετοί υπουργοί χάθηκαν στον τυφώνα ενός ανεξήγητου rotation. Ενώ υπάρχει ένας κανόνας που θέλει τις οµάδες που κερδίζουν να µην αλλάζουν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας εξασφαλίσει µια δεύτερη κυβερνητική θητεία, αποφάσισε να τα αλλάξει (σχεδόν) όλα, χωρίς να διασφαλίζει το αποτέλεσµα. Πλέον αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η προηγούµενη κυβερνητική θητεία ήταν παρασάγγας καλύτερη από την τρέχουσα. Ωστόσο, κανείς δεν τολµά να πει στον πρωθυπουργό ότι µάλλον είχε κάνει λάθος. Ακόµα και το Μέγαρο Μαξίµου, που ήταν ένας αξιοζήλευτος οργανισµός και στους πολιτικούς αντιπάλους, είχε χάσει την αίγλη του, για να φτάσουµε στον παρόντα χρόνο, όπου όλοι αναζητούν το «πρόσωπο αναφοράς» και, επειδή δεν το βρίσκουν, σχεδόν πάντα καταλήγουν στον πρωθυπουργό.

Τα περισσότερα αυτιά έδειχναν να είναι ερµητικά κλειστά, ενώ αρκετοί υπουργοί χάθηκαν στον τυφώνα ενός ανεξήγητου rotation

Το γεγονός ότι κανείς δεν τολµά να επισηµάνει τα λάθη και τις παραλείψεις στον Μητσοτάκη δηµιουργεί τη βεβαιότητα ενός απόλυτα λειτουργικού σχήµατος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι προφανές ότι ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Κακά τα ψέµατα, η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη κοίταζε προς τα πάνω, λες και είχε ως συνοµιλητή τον Υψιστο και όχι την κοινωνία. Τα σηµάδια της αλαζονείας ήταν διάχυτα, χωρίς ωστόσο να αποτολµά έστω και ένας να το επισηµάνει. Ο πρωινός καφές του Μαξίµου ήταν µια τυπική διαδικασία, ενταγµένη στην καθηµερινότητα, µε τους συµµετέχοντες να αποφεύγουν να µεταφέρουν τα δυσάρεστα στον πρόεδρο. Τα focus groups, οι κυλιόµενες δηµοσκοπήσεις και οι διάφορες αναλύσεις ενός σχεδόν αγιοποιηµένου Αµερικανού επικοινωνιολόγου ήταν κάτι σαν το Ευαγγέλιο στην εκκλησία. Θεωρίες επί θεωριών και αναλύσεις επί αναλύσεων και λίγο πιο πέρα η πραγµατικότητα, που ελάχιστοι κυβερνητικοί προσέγγιζαν. Το θείο δώρο στη ∆ηµοκρατία -και δη στην ώριµη ελληνική- είναι ότι όσο ψηλά κι αν κοιτάζουν οι υπουργοί, όσο δυνατός κι αν αισθάνεται ο όποιος πρωθυπουργός, ουδείς αποφεύγει το εκλογικό ραντεβού µε τους πολίτες.

Η έλλειψη αντιπολίτευσης εκτίναξε ακόµα περισσότερο τον δείκτη της αλαζονείας

Οι εκλογές, εκτός από γιορτή, είναι και η στιγµή που ανεφοδιάζεται το εκάστοτε κυβερνητικό αεροσκάφος. Η πίστα του αεροδροµίου είναι το κάθε παραβάν στο κάθε χωριό της χώρας. Για δώδεκα ώρες, όσο ψηλά κι αν πετά το αεροπλάνο, εγκαταλείπει τα σύννεφα, είτε γκρι είτε µαύρα είτε ροζ, και βρίσκεται αντιµέτωπο µε τον κάθε πολίτη. Αυτόν που έχει τη δυνατότητα και συνάµα την ευκαιρία να µειώσει το ύψος και ενίοτε να αλλάξει τον κυβερνήτη και το πλήρωµα. Επειδή δεν θέλω να χαϊδέψω αυτιά -άλλωστε ο ρόλος των Μέσων µόνο αυτός δεν είναι-, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε χαθεί στα σύννεφα της αλαζονείας και των βεβαιοτήτων της. Η φράση «Ναι, αλλά δεν έχουµε αντίπαλο» κυριαρχούσε από τα ρετιρέ µέχρι τα υπόγεια της κυβέρνησης. Η έλλειψη αντιπολίτευσης εκτίναξε ακόµα περισσότερο τον δείκτη της αλαζονείας, που είναι το χειρότερο θυµίαµα στο θυµιατό της εξουσίας, γιατί στο τέλος δηµιουργεί ασφυξία στον ίδιο τον πιστό! Το δεύτερο και ενδεχοµένως και σοβαρότερο είχε να κάνει µε τις βεβαιότητες. Στη δεδοµένη διαχειριστική ανικανότητα που επέδειξαν τα κυβερνητικά στελέχη σε µια σειρά από φλέγοντα θέµατα καθηµερινότητας ήρθαν να προστεθούν αχρείαστα και, κυρίως, σε λάθος χρόνο νοµοσχέδια που ενόχλησαν τον πυρήνα της Παράταξης, µε αποκορύφωµα τον γάµο των οµόφυλων ζευγαριών και τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελµατιών. Και ενώ η µισή Ν.∆. και σύσσωµη η Εκκλησία ήταν αντίθετες, για παράδειγµα, µε το νοµοθέτηµα για τον γάµο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκρινε σκόπιµο να πάει κόντρα στο ρεύµα και να προχωρήσει σε µια µεταρρύθµιση που, όπως αποδείχθηκε µέχρι στιγµής, αφορά µόλις τέσσερα ζευγάρια. ∆εν ξέρω ποια πολιτική λογική υπαγόρευσε τη συγκεκριµένη απόφαση, ωστόσο νοµίζω ότι µάλλον είναι λάθος να συγκρουστείς µε τέσσερα εκατοµµύρια Νεοδηµοκράτες για τέσσερα οµόφυλα ζευγάρια. Επίσης ήταν λάθος, και δη ολέθριο, επειδή µια κυβέρνηση έκανε τη δουλειά της, δηλαδή ψήφισε ακόµα έναν νόµο, έπειτα από λίγο να διοργανώνει ένα πάρτι, µε παρούσα την Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, υπουργούς και συνεργάτες του πρωθυπουργού, για να πανηγυρίσει το αυτονόητο. Οτι νοµοθέτησε. Είναι σαν κάθε που γράφω ένα κείµενο να το διασκεδάζω στα µπουζούκια!

Οπως δεν κατανοώ γιατί την ώρα που µοιράζονται επιδόµατα ύψους 1 δισ. να προχωράει η κυβέρνηση στη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελµατιών, ενός κοινού που, εκτός του ότι αποτελεί ραχοκοκκαλιά της οικονοµίας, είναι και παραδοσιακός κόσµος της Φιλελεύθερης Παράταξης. Μοίρασαν 1 δισ. επιδόµατα και την ίδια στιγµή πέρασαν έναν νόµο που, στην καλύτερη, θα φέρει στα δηµόσια ταµεία 500 εκατ. ευρώ. Και σε όλα αυτά η ελληνική Κεντροδεξιά έδειχνε να δελεάζεται µε το Κίνηµα της Πετσέτας, µε το κοινό που απευθύνεται υπέρ της ξαπλώστρας, και δη της βολικής. Ηταν µια σειρά από λάθος επιλογές που κόστισαν, γιατί επικράτησε η λογική ότι οι «µεταρρυθµίσεις έχουν κόστος». Και καλά, καταλαβαίνω να πληρώσει -κι αν χρειαστεί, ακριβά- το κόστος µιας µεταρρύθµισης στα νοσοκοµεία ή στο γραφειοκρατικό και δυσπρόσιτο ∆ηµόσιο η κυβέρνηση - γι’ αυτό άλλωστε έχει ψηφιστεί. ∆υσκολεύοµαι να κατανοήσω η Ν.∆. να πληρώνει πανάκριβα κόστος επειδή αποφάσισε να νοµοθετήσει σε κουτουρού χρόνο την ισότητα στον γάµο και επειδή δεν την άρεσαν οι ξαπλώστρες και είπε να στηρίξει τις… πετσέτες. ∆υστυχώς, στην πολιτική οι κάθε λογής κουτουράδες πληρώνονται µε µεταχρονολογηµένες επιταγές. Η Ν.∆. έχει συγκεκριµένο DNA, που δεν έχει καµία σχέση ούτε µε τις αµπελοφιλοσοφίες του Γιώργου Παπανδρέου ούτε µε τις ουτοπίες του «Ποταµιού» του Σταύρου Θεοδωράκη ούτε µε τους δικαιωµατιστές µιας Αριστεράς που ηττήθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη, κάνοντας ανέξοδο ακτιβισµό. Εν προκειµένω, το λάθος είναι ότι οι µουσαφίρηδες προσπάθησαν να επιβάλουν το µενού στους οικοδεσπότες. Και σε αυτό η πλειονότητα των Νεοδηµοκρατών γύρισε επιδεικτικά την πλάτη.

Τα δύο νέα στοιχεία που προέκυψαν από την κάλπη

Από την κάλπη της περασµένης Κυριακής προέκυψαν δύο νέα στοιχεία. Το πρώτο έχει να κάνει µε την πλατεία που γέµισε από ενοχληµένους δεξιούς, οι οποίοι έκαναν µια πρώτη στάση στον Βελόπουλο, τη Λατινοπούλου και τη «Νίκη», και η οποία πλατεία αργά ή γρήγορα θα αναζητήσει αξιόπιστο ηγέτη για να την εκφράσει. Ποτέ µια τέτοια πλατεία σε καµία χώρα του κόσµου δεν έχει µείνει ορφανή. Το δεύτερο και ενδεχοµένως πιο σηµαντικό έχει να κάνει µε τη συγκρότηση µιας πλατιάς κοινωνικής συµµαχίας, που δείχνει έτοιµη να υποκαταστήσει ως αντιπολίτευση και την ανεπάρκεια των όποιων Κασσελάκηδων ή Ανδρουλάκηδων. Οσοι αναζητούν τον αντίπαλο του Μητσοτάκη δεν έχουν παρά να κοιτάξουν πόσοι απείχαν και πού κατευθύνθηκε το 20% εκείνων που συµµετείχαν. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι, όταν οποιαδήποτε κυβέρνηση έχει απέναντί της έναν µεγάλο όγκο της κοινωνίας, χωρίς απαραίτητο ιδεολογικό πρόσηµο, στο τέλος, απλά, χάνει… Για να µη συµβεί αυτό και σε λίγο δούµε µια Ακροδεξιά να επιβάλλει τους όρους της στην επόµενη κυβέρνηση συνεργασίας και µια κοινωνία να ενώνεται µε την πάνω και την κάτω πλατεία, επιβάλλεται αλλαγή ρότας και, κυρίως, προσγείωση στην πραγµατικότητα και στον ρεαλισµό. Απαιτείται προσγείωση στην πραγµατικότητα, στα ουσιαστικά προβλήµατα και όχι χαλβαδιάσµατα µε τους δικαιωµατιστές. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει το τρένο της Ιστορίας επειδή κάποιοι παίζουν µε τις πετσέτες…

*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ‘’Secret’’ της εφημερίδας «Παραπολιτικά»