Η Ν.∆. δεν έχει ούτε ιδιοκτήτες ούτε µετόχους - Πώς Καραμανλής και Σαμαράς απομόνωσαν εαυτούς
Πολιτικός Καφές
Οσες φορές κυριάρχησε ο ρεαλισµός, η χώρα κέρδισε. Απεναντίας, έχασε όταν επικράτησαν τα γινάτια και οι εµµονές ηγετών που ποτέ δεν αποδέχτηκαν τη θέση που τους έταξε το εκλογικό σώµα
με τον Γιάννη Κουρτάκη
Σε µια περίοδο που σε επίπεδο πλανήτη κλονίζονται ιδεολογίες, ηγέτες και πολιτικές, δύο πρώην πρωθυπουργοί µιας ευρωπαϊκής χώρας, της Ελλάδας, αποφασίζουν από κοινού να παρουσιάσουν ένα βιβλίο που έχει γραφτεί πριν από τρία χρόνια, µόνο και µόνο για να εκδηλώσουν (και δηµοσίως) την πικρία τους για τον διάδοχό τους και νυν πρόεδρο του κόµµατος. Μια οµολογουµένως άστοχη και συνάµα άκαιρη επιλογή, που ήρθε να περιθωριοποιήσει ακόµα πιο πολύ τους Κώστα Καραµανλή και Αντώνη Σαµαρά.
∆ύο πρόσωπα που στο πέρασµα του χρόνου τιµήθηκαν από τον κόσµο της ελληνικής Κεντροδεξιάς, κατακτώντας όλες τις αιρετές θέσεις της πολιτικής ιεραρχίας. ∆εν θα µείνω στα όσα υποστήριξαν οι δύο πρώην, γιατί αυτά έχουν συζητηθεί εκτενώς τις τελευταίες µέρες. Απεναντίας, κρίνω σκόπιµο να κάνω δυο-τρεις επισηµάνσεις που σχετίζονται µε τους συµβολισµούς (που στην πολιτική έχουν τεράστια σηµασία), όπως και µε το εκπεµπόµενο µήνυµα της πρόσφατης εκδήλωσης που έλαβε χώρα στο Πολεµικό Μουσείο.
Είναι άδικο για την πολιτική υστεροφηµία των δύο πρώην αρχηγών της µεγάλης φιλελεύθερης παράταξης να εµφανίζονται ως «κήρυκες» του «αντί» και κυρίως να ταυτίζονται µε το λούµπεν κοµµάτι της ∆εξιάς. Για παράδειγµα, αδικεί τον Κώστα Καραµανλή και τους όποιους «απόρρητους φακέλους του» η απουσία από µια τέτοια µάζωξη της ζωντανής ιστορίας του καραµανλισµού.
Εκτός κι αν ο ίδιος προτιµά την ταύτιση µε τη Λατινοπούλου, τη Θάνου και τον εκφραστή της δραχµής, Παναγιώτη Ρουµελιώτη, από το να συνεχίσει την ιστορική συµπόρευση µε τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον Πέτρο Μολυβιάτη και τον Αχιλλέα Καραµανλή. Ακόµα όµως κι αν αυτό επιθυµεί, οφείλει να γνωρίζει πως δεν συµβαδίζουν µε την πολιτική παρακαταθήκη που άφησε ο Εθνάρχης ούτε το φλερτ µε την Ακροδεξιά ούτε η απόλυτη ταύτιση µε τις συνωµοσίες, τους «Αµερικανούς δολοφόνους» και δεν ξέρω τι άλλο είχε εντοπίσει, προφανώς στα όνειρά του, ο Παπαγγελόπουλος ως διοικητής της ΕΥΠ. Ακόµα και η πολιτική προσέγγιση του πρώην πρωθυπουργού κινήθηκε σε λάθος κατεύθυνση, αφού, αν υιοθετήσουµε τη «συνταγή» που πρότεινε, είναι βέβαιο ότι µε µαθηµατική ακρίβεια θα επιστρέψουµε στο 2010, όταν η χώρα κινδύνεψε να χρεοκοπήσει.
Μακράν χειρότερη υπήρξε η συνολική παρουσία του Αντώνη Σαµαρά, αφού στις διαχρονικές ιδεολογικές εµµονές του προστέθηκε µια ρητορική απόλυτης γκρίνιας και µιας ανεξήγητης άρνησης, που παραπέµπει µόνο σε απατηµένα (γενικώς) πρόσωπα. Εκτός από τις βαρύγδουπες εκφράσεις του Μεσσήνιου πολιτικού, υπήρξε και ένας συµβολισµός, που θα τον συνοδεύει για πολλά, πολλά χρόνια. Η παρουσία της Βασιλικής Θάνου στην πρώτη γραµµή του ακροατηρίου οµολογώ ότι ήταν µια σκηνή που αδικεί κατάφωρα τον πρώην πρωθυπουργό και τη µέχρι τώρα πορεία του. Και τον αδικεί, γιατί ο καθένας από µας κρίνεται, εκτός από τις πράξεις, και από τις εκπτώσεις που ενδεχοµένως κάνει σε θέµατα ηθικής. Ετεροπροσδιοριζόµαστε από τις παρέες, τους θαυµαστές µας και ενίοτε και το ακροατήριό µας. Οµως κάθε περαιτέρω ανάλυση νοµίζω ότι είναι περιττή. Αυτό, ωστόσο, που δεν είναι περιττό συνδέεται µε τη γενικότερη στάση και συµπεριφορά των δύο πρώην πρωθυπουργών, που, ενώ βλέπουν την παράταξη που ίδρυσε ο Καραµανλής να κυριαρχεί στο πολιτικό γίγνεσθαι, προφανώς, προτάσσοντας τα «θέλω» τους, αµφισβητούν µια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό που λίγους µήνες πριν επικράτησε µε 41% των αντιπάλων του. Και κυριάρχησε γιατί έγινε πιο µεγάλη, πιο ανοικτή, συγκροτώντας µια πλατιά κοινωνική συµµαχία.
Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητούν ηγέτες από συνήθεια, αλλά επειδή η πολιτική κυριαρχία της Ν.∆., χρόνο µε τον χρόνο, τους αποµειώνει ως πολιτικούς οργανισµούς. Ο Τσίπρας δεν έχασε µόνος του - τον κέρδισε ο Μητσοτάκης. Εκείνο λοιπόν που θα περίµενε κανείς από τους Καραµανλή και Σαµαρά, που τιµήθηκαν όσο ελάχιστοι από το κόµµα και τους ανθρώπους του, είναι έστω µια υποκριτική αναφορά στο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παράλληλα µε την εµπέδωση της κυριαρχίας της Ν.∆., κατάφερε να «διαµελίσει» τους παραδοσιακούς αντιπάλους της Παράταξης. Γιατί, πιστέψτε µε, δεν έχει τόσο µεγάλη σηµασία στην πολιτική το όποιο «αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο» του Σαµαρά, όσο το γεγονός ότι ο σηµερινός αρχηγός της Ν.∆. κερδίζει από το ’19 µέχρι και σήµερα την Αριστερά, τον Τσίπρα, τον Κασσελάκη, τον Ανδρουλάκη και όποιον άλλον µε τον οποίο έχει αναµετρηθεί.
Στην πολιτική εκείνο που µετρά είναι το αποτέλεσµα και όχι οι ουτοπίες ενός πρώην αριστερού, που σου γράφει τις οµιλίες για να συνεχίζεις να ικανοποιείς ένα κοινό που ζει µε τις αναµνήσεις του, σε µια Ελλάδα που διεκδικεί, πρωταγωνιστεί και πετυχαίνει υψηλούς στόχους στο διεθνές γίγνεσθαι. Ο κόσµος αγωνίζεται για το πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή του και όχι για το αν ο Μητσοτάκης σκέφτεται ή δεν σκέφτεται να βολέψει τον Σαµαρά στο Προεδρικό. Οµως, ο ίδιος κόσµος είναι σε θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία και τη συνέπεια ακόµα και των πρώην.
Για παράδειγµα, αποτελεί υποκρισία όταν, ως αδύναµος αρχηγός της Ν.∆., παλεύεις να συγκροτήσεις κυβέρνηση µε το ΠΑΣΟΚ και τη ∆ΗΜ.ΑΡ., κάνοντας συγκυβερνήτη τον Βενιζέλο και έχοντας δεξί σου χέρι ένα πρώην στέλεχος του «Ρήγα Φεραίου», τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, να µιλά για τη ∆εξιά που οραµατίζεται. Και την ίδια στιγµή που ξεδιπλώνεις το αφήγηµά σου ενώπιον της Θάνου, του Μαντζουράνη και της Λατινοπούλου, ο διάδοχός σου στην ηγεσία της ελληνικής Κεντροδεξιάς να επενδύει µεθοδικά και σταθερά στο πολιτικό προσωπικό της σύγχρονης Κεντροδεξιάς. Γιατί, όπως και να το κάνουµε, έχει µια κάποια διαφορά όταν ως πρωθυπουργός βάζεις στη ζυγαριά της ποσόστωσης τον Βορίδη, τον Αδωνι και τον Πλεύρη µε τον Μητσοτάκη, που επιλέγει να βάλει στην καρδιά της κεντρικής κυβέρνησης τον Βορίδη και να αξιοποιήσει σε υπουργικούς θώκους τους άλλους δύο.
Στις ιδέες άλλωστε δεν υπάρχουν ούτε ποσοστώσεις ούτε ζυγαριές. Κυρίως, όµως, δεν επιτρέπονται οι υποκριτές, τα προ τεταµένα (εκ των υστέρων) δάκτυλα και οι προσωπικές στρατηγικές, που η Ιστορία έχει αποδείξει ότι εξυπηρετούν έναν και µόνο στόχο, που ακούει στο όνοµα: ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η Ν.∆. απέδειξε ότι διαθέτει το πιο ανθεκτικό DNA, εκτός του ότι υπήρξε η παράταξη που στα δύσκολα λειτούργησε ως δύναµη ευθύνης και σταθερότητας. Μερίδιο προσφοράς εξυπακούεται ότι είχαν όλοι όσοι ηγήθηκαν αυτού του περήφανου πολιτικού οργανισµού. Ο κάθε αρχηγός. Αυτός ο υπερήφανος κόσµος, που τίµησε εκτός των άλλων τον Καραµανλή και τον Σαµαρά, το τελευταίο που περιµένει είναι η αµφισβήτηση της σηµερινής ηγεσίας ή όποιας άλλης προκύψει στο µέλλον. Κυρίως ο Αντώνης Σαµαράς δεν θα πρέπει να ξεχνά, απεναντίας θα πρέπει να το αναγνωρίζει, ότι η Παράταξη του συµπεριφέρθηκε µε µεγάλη µεγαθυµία, γιατί, πολύ απλά, ποτέ ο απλός ο ψηφοφόρος δεν προέταξε την εµπάθεια.
Η Ν.∆. δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, γι’ αυτό και έχει αντέξει στον χρόνο. Αλλωστε, οι ιδέες δεν έχουν ιδιοκτήτες. Σήµερα, που όλα γύρω αλλάζουν, που οι ιδεολογίες καταρρέουν, που τα ακραία σχήµατα αρχίζουν να κυριαρχούν, εκείνο που προέχει είναι οι όποιες προτάσεις και οι όποιες λύσεις να δοθούν µέσα από τη σύγχρονη έκφραση της Κεντροδεξιάς, που δεν είναι άλλη από τη Ν.∆. Οσες φορές κυριάρχησε ο ρεαλισµός, η χώρα κέρδισε. Απεναντίας, έχασε όταν επικράτησαν τα γινάτια και οι εµµονές ηγετών που ποτέ δεν αποδέχτηκαν τη θέση που τους έταξε το εκλογικό σώµα. Εν κατακλείδι, αν Καραµανλής και Σαµαράς επιµείνουν να αντιτάσσονται στο αυτονόητο και την πραγµατικότητα, απλώς ξοδεύουν κεφάλαιο από την προσωπική τους υστεροφηµία, µειώνοντας τις αναφορές στα ονοµατεπώνυµά τους από τις σελίδες της Ιστορίας που θα γραφτεί σε λίγα χρόνια.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Secret των Παραπολιτικών
∆ύο πρόσωπα που στο πέρασµα του χρόνου τιµήθηκαν από τον κόσµο της ελληνικής Κεντροδεξιάς, κατακτώντας όλες τις αιρετές θέσεις της πολιτικής ιεραρχίας. ∆εν θα µείνω στα όσα υποστήριξαν οι δύο πρώην, γιατί αυτά έχουν συζητηθεί εκτενώς τις τελευταίες µέρες. Απεναντίας, κρίνω σκόπιµο να κάνω δυο-τρεις επισηµάνσεις που σχετίζονται µε τους συµβολισµούς (που στην πολιτική έχουν τεράστια σηµασία), όπως και µε το εκπεµπόµενο µήνυµα της πρόσφατης εκδήλωσης που έλαβε χώρα στο Πολεµικό Μουσείο.
Είναι άδικο για την πολιτική υστεροφηµία των δύο πρώην αρχηγών της µεγάλης φιλελεύθερης παράταξης να εµφανίζονται ως «κήρυκες» του «αντί» και κυρίως να ταυτίζονται µε το λούµπεν κοµµάτι της ∆εξιάς. Για παράδειγµα, αδικεί τον Κώστα Καραµανλή και τους όποιους «απόρρητους φακέλους του» η απουσία από µια τέτοια µάζωξη της ζωντανής ιστορίας του καραµανλισµού.
Εκτός κι αν ο ίδιος προτιµά την ταύτιση µε τη Λατινοπούλου, τη Θάνου και τον εκφραστή της δραχµής, Παναγιώτη Ρουµελιώτη, από το να συνεχίσει την ιστορική συµπόρευση µε τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον Πέτρο Μολυβιάτη και τον Αχιλλέα Καραµανλή. Ακόµα όµως κι αν αυτό επιθυµεί, οφείλει να γνωρίζει πως δεν συµβαδίζουν µε την πολιτική παρακαταθήκη που άφησε ο Εθνάρχης ούτε το φλερτ µε την Ακροδεξιά ούτε η απόλυτη ταύτιση µε τις συνωµοσίες, τους «Αµερικανούς δολοφόνους» και δεν ξέρω τι άλλο είχε εντοπίσει, προφανώς στα όνειρά του, ο Παπαγγελόπουλος ως διοικητής της ΕΥΠ. Ακόµα και η πολιτική προσέγγιση του πρώην πρωθυπουργού κινήθηκε σε λάθος κατεύθυνση, αφού, αν υιοθετήσουµε τη «συνταγή» που πρότεινε, είναι βέβαιο ότι µε µαθηµατική ακρίβεια θα επιστρέψουµε στο 2010, όταν η χώρα κινδύνεψε να χρεοκοπήσει.
Μακράν χειρότερη υπήρξε η συνολική παρουσία του Αντώνη Σαµαρά, αφού στις διαχρονικές ιδεολογικές εµµονές του προστέθηκε µια ρητορική απόλυτης γκρίνιας και µιας ανεξήγητης άρνησης, που παραπέµπει µόνο σε απατηµένα (γενικώς) πρόσωπα. Εκτός από τις βαρύγδουπες εκφράσεις του Μεσσήνιου πολιτικού, υπήρξε και ένας συµβολισµός, που θα τον συνοδεύει για πολλά, πολλά χρόνια. Η παρουσία της Βασιλικής Θάνου στην πρώτη γραµµή του ακροατηρίου οµολογώ ότι ήταν µια σκηνή που αδικεί κατάφωρα τον πρώην πρωθυπουργό και τη µέχρι τώρα πορεία του. Και τον αδικεί, γιατί ο καθένας από µας κρίνεται, εκτός από τις πράξεις, και από τις εκπτώσεις που ενδεχοµένως κάνει σε θέµατα ηθικής. Ετεροπροσδιοριζόµαστε από τις παρέες, τους θαυµαστές µας και ενίοτε και το ακροατήριό µας. Οµως κάθε περαιτέρω ανάλυση νοµίζω ότι είναι περιττή. Αυτό, ωστόσο, που δεν είναι περιττό συνδέεται µε τη γενικότερη στάση και συµπεριφορά των δύο πρώην πρωθυπουργών, που, ενώ βλέπουν την παράταξη που ίδρυσε ο Καραµανλής να κυριαρχεί στο πολιτικό γίγνεσθαι, προφανώς, προτάσσοντας τα «θέλω» τους, αµφισβητούν µια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό που λίγους µήνες πριν επικράτησε µε 41% των αντιπάλων του. Και κυριάρχησε γιατί έγινε πιο µεγάλη, πιο ανοικτή, συγκροτώντας µια πλατιά κοινωνική συµµαχία.
Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητούν ηγέτες από συνήθεια, αλλά επειδή η πολιτική κυριαρχία της Ν.∆., χρόνο µε τον χρόνο, τους αποµειώνει ως πολιτικούς οργανισµούς. Ο Τσίπρας δεν έχασε µόνος του - τον κέρδισε ο Μητσοτάκης. Εκείνο λοιπόν που θα περίµενε κανείς από τους Καραµανλή και Σαµαρά, που τιµήθηκαν όσο ελάχιστοι από το κόµµα και τους ανθρώπους του, είναι έστω µια υποκριτική αναφορά στο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παράλληλα µε την εµπέδωση της κυριαρχίας της Ν.∆., κατάφερε να «διαµελίσει» τους παραδοσιακούς αντιπάλους της Παράταξης. Γιατί, πιστέψτε µε, δεν έχει τόσο µεγάλη σηµασία στην πολιτική το όποιο «αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο» του Σαµαρά, όσο το γεγονός ότι ο σηµερινός αρχηγός της Ν.∆. κερδίζει από το ’19 µέχρι και σήµερα την Αριστερά, τον Τσίπρα, τον Κασσελάκη, τον Ανδρουλάκη και όποιον άλλον µε τον οποίο έχει αναµετρηθεί.
Στην πολιτική εκείνο που µετρά είναι το αποτέλεσµα και όχι οι ουτοπίες ενός πρώην αριστερού, που σου γράφει τις οµιλίες για να συνεχίζεις να ικανοποιείς ένα κοινό που ζει µε τις αναµνήσεις του, σε µια Ελλάδα που διεκδικεί, πρωταγωνιστεί και πετυχαίνει υψηλούς στόχους στο διεθνές γίγνεσθαι. Ο κόσµος αγωνίζεται για το πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή του και όχι για το αν ο Μητσοτάκης σκέφτεται ή δεν σκέφτεται να βολέψει τον Σαµαρά στο Προεδρικό. Οµως, ο ίδιος κόσµος είναι σε θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία και τη συνέπεια ακόµα και των πρώην.
Για παράδειγµα, αποτελεί υποκρισία όταν, ως αδύναµος αρχηγός της Ν.∆., παλεύεις να συγκροτήσεις κυβέρνηση µε το ΠΑΣΟΚ και τη ∆ΗΜ.ΑΡ., κάνοντας συγκυβερνήτη τον Βενιζέλο και έχοντας δεξί σου χέρι ένα πρώην στέλεχος του «Ρήγα Φεραίου», τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, να µιλά για τη ∆εξιά που οραµατίζεται. Και την ίδια στιγµή που ξεδιπλώνεις το αφήγηµά σου ενώπιον της Θάνου, του Μαντζουράνη και της Λατινοπούλου, ο διάδοχός σου στην ηγεσία της ελληνικής Κεντροδεξιάς να επενδύει µεθοδικά και σταθερά στο πολιτικό προσωπικό της σύγχρονης Κεντροδεξιάς. Γιατί, όπως και να το κάνουµε, έχει µια κάποια διαφορά όταν ως πρωθυπουργός βάζεις στη ζυγαριά της ποσόστωσης τον Βορίδη, τον Αδωνι και τον Πλεύρη µε τον Μητσοτάκη, που επιλέγει να βάλει στην καρδιά της κεντρικής κυβέρνησης τον Βορίδη και να αξιοποιήσει σε υπουργικούς θώκους τους άλλους δύο.
Στις ιδέες άλλωστε δεν υπάρχουν ούτε ποσοστώσεις ούτε ζυγαριές. Κυρίως, όµως, δεν επιτρέπονται οι υποκριτές, τα προ τεταµένα (εκ των υστέρων) δάκτυλα και οι προσωπικές στρατηγικές, που η Ιστορία έχει αποδείξει ότι εξυπηρετούν έναν και µόνο στόχο, που ακούει στο όνοµα: ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η Ν.∆. απέδειξε ότι διαθέτει το πιο ανθεκτικό DNA, εκτός του ότι υπήρξε η παράταξη που στα δύσκολα λειτούργησε ως δύναµη ευθύνης και σταθερότητας. Μερίδιο προσφοράς εξυπακούεται ότι είχαν όλοι όσοι ηγήθηκαν αυτού του περήφανου πολιτικού οργανισµού. Ο κάθε αρχηγός. Αυτός ο υπερήφανος κόσµος, που τίµησε εκτός των άλλων τον Καραµανλή και τον Σαµαρά, το τελευταίο που περιµένει είναι η αµφισβήτηση της σηµερινής ηγεσίας ή όποιας άλλης προκύψει στο µέλλον. Κυρίως ο Αντώνης Σαµαράς δεν θα πρέπει να ξεχνά, απεναντίας θα πρέπει να το αναγνωρίζει, ότι η Παράταξη του συµπεριφέρθηκε µε µεγάλη µεγαθυµία, γιατί, πολύ απλά, ποτέ ο απλός ο ψηφοφόρος δεν προέταξε την εµπάθεια.
Η Ν.∆. δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, γι’ αυτό και έχει αντέξει στον χρόνο. Αλλωστε, οι ιδέες δεν έχουν ιδιοκτήτες. Σήµερα, που όλα γύρω αλλάζουν, που οι ιδεολογίες καταρρέουν, που τα ακραία σχήµατα αρχίζουν να κυριαρχούν, εκείνο που προέχει είναι οι όποιες προτάσεις και οι όποιες λύσεις να δοθούν µέσα από τη σύγχρονη έκφραση της Κεντροδεξιάς, που δεν είναι άλλη από τη Ν.∆. Οσες φορές κυριάρχησε ο ρεαλισµός, η χώρα κέρδισε. Απεναντίας, έχασε όταν επικράτησαν τα γινάτια και οι εµµονές ηγετών που ποτέ δεν αποδέχτηκαν τη θέση που τους έταξε το εκλογικό σώµα. Εν κατακλείδι, αν Καραµανλής και Σαµαράς επιµείνουν να αντιτάσσονται στο αυτονόητο και την πραγµατικότητα, απλώς ξοδεύουν κεφάλαιο από την προσωπική τους υστεροφηµία, µειώνοντας τις αναφορές στα ονοµατεπώνυµά τους από τις σελίδες της Ιστορίας που θα γραφτεί σε λίγα χρόνια.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Secret των Παραπολιτικών