Συµπληρώθηκαν πενήντα ολόκληρα χρόνια από την ηµέρα που ο Κωνσταντίνος Καραµανλής ίδρυσε τη Νέα ∆ηµοκρατία, ένα κόµµα που στο πέρασµα των χρόνων αποδείχθηκε ο σταθερότερος πολιτικός πυλώνας της µεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Ηταν µια περίοδος που η χώρα εξερχόταν από την επταετία και βρισκόταν αντιµέτωπη µε µεγάλες προκλήσεις. Ενας µεγάλος αυτού του τόπου, ο Εθνάρχης Καραµανλής, αποφάσισε να συγκροτήσει ένα κόµµα, να µαζέψει ανθρώπους και να συγκροτήσει µια Παράταξη, που από την πρώτη στιγµή φιλοδοξούσε να εκφράσει τους νοικοκυραίους. Ολους εκείνους που διαχρονικά και σταθερά συνοµιλούσαν µε το αυτονόητο, που ονειρεύονταν µια Ελλάδα πρωταγωνίστρια στην Ευρώπη και ήθελαν να έχουν θέση στον κόσµο που φαινόταν ότι θα άλλαζε. Οταν ο Κωνσταντίνος Καραµανλής οραµατίστηκε την είσοδο της χώρας στην Ευρώπη, κανείς (µα κανείς) δεν µπορούσε να φανταστεί όλα όσα θα κερδίζαµε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 µέχρι και σήµερα. Απεναντίας, όπως και σήµερα, έτσι και τότε υπήρχαν δυνάµεις που αµφισβητούσαν τη σηµαντικότερη επιλογή που έχει γίνει από Ελληνα πολιτικό στη µεταπολεµική Ελλάδα. Οι τότε δυνάµεις της άρνησης χαρακτήριζαν την είσοδο στην ΕΟΚ ως «λάκκο των λεόντων», γεµίζοντας τις πλατείες µε κραυγές και τους τοίχους µε ανέξοδα συνθήµατα. Ο χρόνος έδειξε ότι η είσοδός µας στην Ευρώπη των ισχυρών µάς έδωσε υπόσταση και µας έκανε να ζούµε ως Ευρωπαίοι και όχι ως πολίτες δεύτερης και τρίτης διαλογής. Επί χρόνια απολαµβάνουµε τα προνόµια ενός σοβαρού κράτους, έχοντας σταθερότητα, δουλειές, εθνική υπόσταση, όταν στη γειτονιά µας ακόµα και σήµερα αναζητούν ένα καλύτερο µέλλον εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προσπαθούν εν έτει 2024 να καταφέρουν αυτό που ο Καραµανλής πέτυχε το 1979.

Σήµερα όλοι (ακόµα και οι φανατικότεροι αντίπαλοι του Κωνσταντίνου Καραµανλή) παραδέχονται ότι υπήρξε οραµατιστής και ότι, κυρίως, είδε πίσω από το βουνό. Οτι άνοιξε την πόρτα για να ατενίσουµε πρώτοι τις αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια στον δυτικό κόσµο. Ακόµα και όσοι υπέκυψαν στη γοητεία των συνθηµάτων του Ανδρέα αναγνωρίζουν πόσο ευεργετική υπήρξε η ένταξη της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ. Εκτός από την κορυφαία εθνική επιλογή, κανείς δεν λησµονεί τον φορέα που έδωσε τη δυνατότητα στους ηγέτες να υλοποιήσουν τις πολιτικές τους. Και αυτός ο φορέας δεν ήταν άλλος από τη Ν.∆., το πρώτο κόµµα που, µετά τη Μεταπολίτευση του 1974, προχωρεί στη δηµοκρατική εσωτερική του οργάνωση, µε κορυφαία διαδικασία το Προσυνέδριο της Χαλκιδικής. Στο Προσυνέδριο συζητούνται προτάσεις για το καταστατικό και τους κανονισµούς λειτουργίας των κοµµατικών οργανώσεων. Ο Κωνσταντίνος Καραµανλής στην οµιλία του αναφέρει: «Τα κόµµατα, για να εκπληρώσουν την αποστολή τους, πρέπει: Πρώτον, να έχουν σαφή ιδεολογία και σταθερό προσανατολισµό. ∆εύτερον, να κατέχονται από υψηλό αίσθηµα ευθύνης. Τρίτον, να είναι δηµοκρατικά οργανωµένα». Ο χρόνος κύλησε, µε τον τόπο να έχει υποκύψει κατ’ επανάληψη στις Σειρήνες του λαϊκισµού, επιλογή που έχει πληρωθεί πανάκριβα στο ταµείο της Ιστορίας. Ακόµα και πρόσφατα, όταν οι πολίτες δελεάστηκαν από τη ρητορική του κινήµατος των «αντί», βίωσαν τον εφιάλτη της εξόδου της χώρας από την ίδια την Ευρώπη.

Οι εθνικοί πειραµατισµοί µε την κυβέρνηση των Τσιπροκαµµένων λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα όσα είχαµε κατακτήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια. Με αφορµή τη συµπλήρωση των πενήντα χρόνων από την ίδρυση της Ν.∆. και βλέποντας κανείς τα όσα (όχι και λίγα) διαδραµατίστηκαν στη µεταπολιτευτική Ελλάδα, χωρίς δεύτερη σκέψη καταλήγει στο συµπέρασµα ότι το κόµµα που ιδρύθηκε στις 4 Οκτώβρη του 1974 εξακολουθεί να είναι η σοβαρότερη και πιο αξιόπιστη επιλογή. Ηταν και παραµένει ο σταθερότερος πυλώνας ενός πολιτικού συστήµατος που από το κέντρο και προς τα αριστερά διαµελίζεται. Το γεγονός ότι η Ν.∆. παραµένει η ισχυρότερη και ανθεκτικότερη δύναµη δεν είναι αποτέλεσµα ενός τυχερού παιχνιδιού που της έπαιξε η µοίρα, αλλά αποτελεί τον ιστορικό τόκο που προέκυψε από τη σοβαρότητα και τη συνέπεια που επέδειξε στον χρόνο. Η Ν.∆., σε αντίθεση µε τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάµεις, είναι η δύναµη που δίνει διαχρονικά προοπτική και ελπίδα. Είναι ο αγωγός για τις µεγάλες και αναγκαίες µεταρρυθµίσεις. Είναι το κόµµα που στα δύσκολα έχει αποδείξει ότι διαθέτει και τις ιδέες και την ικανότητα, αλλά και το όραµα να πάει την Ελλάδα στην επόµενη πίστα. Από τον ιδρυτή της, Κωνσταντίνο Καραµανλή, που νοµιµοποίησε το ΚΚΕ και έκανε το κόµµα Παράταξη µε την ένταξη προσωπικοτήτων της ευρύτερης Κεντροδεξιάς, συµπεριλαµβανοµένου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1978, µέχρι τον σηµερινό αρχηγό της, Κυριάκο Μητσοτάκη, έχει αποδείξει ότι είναι εκείνη η δύναµη που ενώνει. Που επιδιώκει την εθνική ενότητα. Που επιζητά τις κοινωνικές συµµαχίες. Που κάνει πράξη αυτό που πρώτος είχε πει ο Παύλος Μπακογιάννης, ότι «αυτά που µας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που µας χωρίζουν». Οσες φορές η Ν.∆. κυριάρχησε, προηγουµένως είχε µεγαλώσει. Είχε ανοίξει τις πόρτες και την αγκαλιά της. Απεναντίας, όσες φορές µίκρυνε ήταν όταν η ηγεσία της, αντί να κοιτάξει προς τα έξω, επέλεξε µια πιο εσωστρεφή πολιτική, κοιτάζοντας τον καθρέπτη, άρα τους λίγους.


Η Ν.∆. είναι Παράταξη. Είναι ιστορία. Είναι οι µεγάλες επιλογές της. Κυρίως όµως είναι οι άνθρωποί της, που σαν εθνικοί σκυταλοδρόµοι µεταλαµπαδεύουν τις ιδέες της. Αυτή η Παράταξη ούτε θέλει ούτε και πρέπει να έχει ιδιοκτήτες. Είναι πολύ µεγάλη για να αντιµετωπίζεται σαν τσιφλίκι από τον οποιονδήποτε. Κυρίως όµως έχει αποδείξει στο πέρασµα των χρόνων ότι η δύναµή της βρίσκεται πέρα και πάνω από πρόσωπα. Η δύναµη της Ν.∆. είναι οι ανώνυµοι αγωνιστές, όσοι επί πενήντα χρόνια δεν υπέστειλαν τη σηµαία. Είναι όµως και όσοι ετεροχρονισµένα υιοθέτησαν και αγωνίστηκαν για τις ιδέες της Μεγάλης, Φιλελεύθερης Παράταξης. ∆εν νοείται Παράταξη όταν επιβάλλει διόδια στην εθνική προσφορά. Αν άντεξε στον χρόνο η Νέα ∆ηµοκρατία, το οφείλει στο γεγονός ότι δεν γέρασε στο πέρασµα των ετών. Απεναντίας, αντιµετώπισε τον χρόνο ως ευκαιρία για να ωριµάσει. Γι’ αυτό σε ένα τόσο ανοικτό, φιλελεύθερο και λαϊκό κόµµα δεν πρέπει να ευδοκιµούν απόψεις του τύπου: «Ποιος είναι αυτός ο µουσαφίρης και τι δουλειά έχει µε το κόµµα µας;». Το κόµµα που ίδρυσε ο Καραµανλής είναι η πιο ευρύχωρη πολιτική δύναµη, που χωράει τους πάντες. Ολους όσοι πιστεύουν στις αρχές και τις αξίες ενός φιλελεύθερου και πατριωτικού κόµµατος. Κυρίως όσους συνέβαλαν τα χρόνια της κρίσης να κρατηθεί όρθια η Παράταξη και εκείνους που άθροισαν δυνάµεις για να επιτευχθεί το ’19 και το ’23 ο στόχος της αυτοδυναµίας.


Σε µια Ευρώπη όπου τα κόµµατα καταρρέουν και οι ηγεσίες είναι είδος προς εξαφάνιση, είναι επίτευγµα και ένα µικρό θαύµα το γεγονός ότι στη µικρή Ελλάδα υπάρχει ένας σταθερός πυλώνας, που δεν είναι άλλος από τη Ν.∆., και ένας ισχυρός πρωθυπουργός και συνάµα ηγέτης, που ακούει στο όνοµα Κυριάκος Μητσοτάκης. Το µεγαλύτερο πάρτι για τα 50ά γενέθλια της Μεγάλης, Φιλελεύθερης Παράταξης είναι η ίδια η πραγµατικότητα που βιώνουµε. Είναι η ισχυρή θέση της Ελλάδας στον νέο κόσµο, είναι η πρωτοκαθεδρία της Ν.∆. στο κλαµπ των κεντροδεξιών κοµµάτων της Ευρώπης, µα κυρίως είναι ο σεβασµός και η εκτίµηση που τρέφουν οι ηγέτες των άλλων κρατών στο πρόσωπο του αρχηγού της ελληνικής Κεντροδεξιάς. Είναι όλα µαζί.

Κυρίως όµως -κι αυτό δεν πρέπει κανείς να το παραβλέπει- είναι η κατάρρευση των κοµµάτων της αντιπολίτευσης, ως συνέπεια της αποδοκιµασίας των πολλών, αλλά και της στρατηγικής που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια ο Μητσοτάκης. Γιατί δεν νοµίζω να πιστεύει κανείς ότι πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύθηκαν επειδή κάποια στιγµή βαρέθηκαν οι ηγεσίες τους να πρωταγωνιστούν. ∆ιαλύθηκαν γιατί η Ν.∆. δηµιούργησε ένα πλειοψηφικό ρεύµα στην κοινωνία, εκεί όπου κυρίως επιδοκιµάζονται πολιτικές και ιδέες. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κατέθετε εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, αν δεν κοίταζε κατάµατα το αύριο, αν δεν µεγάλωνε τη Ν.∆., απλώς θα πάλευε µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Φαίνεται όµως ότι το έχει η µοίρα τούτης εδώ της Παράταξης στα κρίσιµα εθνικά σταυροδρόµια να διαθέτει και την ηγεσία, αλλά και το εθνικό σχέδιο της επόµενης µέρας. Ο απολογισµός των 50 χρόνων είναι η καλύτερη αφετηρία, η καλύτερη κάβα για τα επόµενα χρόνια. Για τις προκλήσεις, τις µεγάλες αλλαγές, αλλά κυρίως για τα µεγάλα στοιχήµατα που οφείλουµε ως έθνος να κερδίσουµε.

Η ιστορική µνήµη και η επέτειος των 50 χρόνων επιβάλλεται να µετατραπούν σε αφετηρία για τις µεγάλες µάχες που είναι µπροστά µας. Και οι καλύτερες και πιο συναρπαστικές µάχες είναι αυτές που δεν δόθηκαν ακόµη!!! Οσες είναι µπροστά. Ολα τα ραντεβού µε τον ιστορικό του µέλλοντος. Είναι οι απρόσωπες συναντήσεις µε την Ιστορία και τις εθνικές προκλήσεις, όπου είναι αδιάφορα τα γινάτια, οι εµπάθειες και οι προσωπικές στρατηγικές.

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 5/10