Ένα διαχρονικό ζητούμενο για τη χώρα, ακόμη και την περίοδο των παχειών αγελάδων της Μεταπολίτευσης, όπου άπαντες βιώναμε τον μύθο μας ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ήταν η θεσμική ομαλότητα και η πολιτική σταθερότητα. Ήταν τα δύο στοιχεία τα οποία, όπως συνομολογούν παντός είδους -σοβαροί- αναλυτές, εξέλιπαν από την Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες, προκειμένου αφενός να κερδηθεί το μομέντουμ που προσέφεραν τα τεράστια πακέτα χρημάτων που έρχονταν ως πεσκέσι από τις Βρυξέλλες και να υπάρξει μια υγιής αναπτυξιακή προοπτική, και αφετέρου, να αποφύγουμε την περιπέτεια του δημοσιονομικού εκτροχιασμού και όσα ακολούθησαν.

Μετά την εποχή της μνημονιακής περιδίνησης, αλλά και το «χτύπημα» του κορωνοϊού, η χώρα κατά κοινή ομολογία και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, όχι των εγχώριων, αλλά των διεθνών οικονομικών κέντρων, είχε εισέλθει στον σωστό δρόμο. Το αποτέλεσμα άλλωστε της πορείας αυτής είναι γνωστό. Βλέπετε, ίσως και για πρώτη φορά βιώσαμε εντός των ελληνικών συνόρων μια δομημένη, άρα και ισχυρή ανάπτυξη, η οποία επέτρεψε να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες, ώστε η βελτίωση των αριθμών να περάσει και σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας και καθημερινότητας.

Παράλληλα, η γωνιά αυτή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, χάρη στις αντίστοιχες κυβερνητικές παρεμβάσεις και τη θετική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έγινε και πάλι επενδυτικός πόλος, τη στιγμή που άλλες ισχυρότερες οικονομίες βρίσκονταν σε καθεστώς απόλυτης μεταβατικότητας και η ευρύτερη περιοχή μας μαστίζεται σε βορρά και νότο από παρατεταμένες πολεμικές κρίσεις. Εν μέσω λοιπόν αυτής της συγκυρίας, καθίσταται κάτι παραπάνω από σαφές ότι ο παράγων της πολιτικής σταθερότητας είναι πιο σημαντικός από ποτέ για να αντέξουμε σε όλα τα πεδία και να μην πάει στράφι ο αγώνας και οι επιτυχίες των προηγούμενων χρόνων.

Αν είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει κανείς με εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, από τη βάση μέχρι την κορυφή της σχετικής πυραμίδας, θα διαπίστωνε πως όλοι τους ομνύουν στην ανάγκη διατήρησης της ομαλότητας και της αποφυγής οποιασδήποτε μορφής αστάθειας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια της έξωθεν καλής μας μαρτυρίας. Κι αυτό είναι ένα μέτωπο όπου άπαντες οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δουν κατάματα το μέλλον.

Την ίδια στιγμή, παρατηρώντας κανείς το μπάχαλο στον ΣΥΡΙΖΑ, την απόλυτη ατολμία και ιδεολογικοπολιτική σύγχυση που χαρακτηρίζει εδώ και χρόνια το ΠΑΣΟΚ, αντιλαμβάνεται ότι ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν στα χέρια τους και το μαχαίρι και το πεπόνι, με τις ίδιες τις καταστάσεις να καταδεικνύουν ότι είναι ο μόνος που μπορεί να παίξει τον ρόλο του εγγυητή της παραμονής της χώρας σε ασφαλή μονοπάτια.

Σε αυτή τη φάση, η Νέα Δημοκρατία έχει να παλέψει μόνο με τα προβλήματα που έλεγαν και οι παλαιότεροι και με τον κακό της εαυτό, ο οποίος δεν είναι άλλος από αυτόν του κινδύνου αναχαίτισης της μεταρρυθμιστικής ορμής των πρώτων χρόνων και των συνεπειών που μπορεί να υπάρξουν στην ελληνική κοινωνία, δεδομένης της έλλειψης αντιπάλου και εναλλακτικού δρόμου. Γι’ αυτό και ταυτόχρονα με τη συνειδητοποίηση των διακυβευμάτων του άμεσου και του απώτερου μέλλοντος από την πλευρά του συνόλου, θα πρέπει ειδικώς οι κατέχοντες κρίσιμα χαρτοφυλάκια να καταδείξουν εδώ και τώρα ότι μπορούν να ακολουθήσουν τον Μητσοτάκη και να αφήσουν σοβαρό αποτύπωμα στη συνολική προσπάθεια, δίνοντας απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα που «αγγίζουν» τις αρμοδιότητες του καθενός. Όσοι δεν μπορούν, μοιραία θα κριθούν και θα μείνουν πίσω. Αρκεί όλα να γίνουν στην ώρα τους. Αντίστοιχη υπευθυνότητα πρέπει να δείξουν και εκείνοι που μετά τις ευρωεκλογές θυμήθηκαν τα προσωπικά τους παράπονα και την ανησυχία για την παρουσία τους στις εκλογικές τους περιφέρειες.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή